1 «Ψαλμός του Δαβίδ.» Προς σε θέλω κράξει, Κύριε· φρούριόν μου, μη σιωπήσης προς εμέ· μήποτε σιωπήσης προς εμέ, και ομοιωθώ με τους καταβαίνοντας εις τον λάκκον.
2 Άκουσον της φωνής των δεήσεών μου, όταν κράζω προς σε, όταν υψόνω τας χείρας μου προς τον ναόν τον άγιόν σου.
3 Μη με σύρης μετά των ασεβών και μετά των εργαζομένων ανομίαν, οίτινες λαλούντες ειρήνην μετά των πλησίον αυτών, έχουσι κακίαν εν ταις καρδίαις αυτών. [1]
4 Δος εις αυτούς κατά τα έργα αυτών και κατά την πονηρίαν των επιχειρήσεων αυτών· κατά τα έργα των χειρών αυτών δος εις αυτούς· απόδος εις αυτούς την ανταμοιβήν αυτών.
5 Επειδή δεν προσέχουσιν εις τας πράξεις του Κυρίου και εις τα έργα των χειρών αυτού, θέλει κατακρημνίσει αυτούς και δεν θέλει ανοικοδομήσει αυτούς.
6 Ευλογητός ο Κύριος, διότι ήκουσε της φωνής των δεήσεών μου.
7 Ο Κύριος είναι δύναμίς μου και ασπίς μου· επ' αυτόν ήλπισεν η καρδία μου, και εβοηθήθην· διά τούτο ηγαλλίασεν η καρδία μου, και με τας ωδάς μου θέλω υμνεί αυτόν.
8 Ο Κύριος είναι δύναμις του λαού αυτού· αυτός είναι και υπεράσπισις της σωτηρίας του κεχρισμένου αυτού. [2]
9 Σώσον τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου· και ποίμαινε αυτούς και ύψωσον αυτούς έως αιώνος.