© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 102. ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 104. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ |
103:0.1 Όλες οι πραγματικά θρησκευτικές αντιδράσεις του ανθρώπου υποστηρίζονται από την πρώιμη λειτουργία του συνοδού της λατρείας και ελέγχονται από το συνοδό της σοφίας. Η πρώτη υπερδιανοητική ιδιότητα του ανθρώπου είναι αυτή η ένταξη1 της προσωπικότητας στα κυκλώματα του Αγίου Πνεύματος του Συμπαντικού Δημιουργικού Πνεύματος. Και πολύ νωρίτερα από την επιφοίτηση των θείων Υιών, ή τη συμπαντική επιφοίτηση των Προσαρμοστών, η επενέργεια αυτή λειτουργεί για να διευρύνει την άποψη του ανθρώπου πάνω στην ηθική, τη θρησκεία και την πνευματικότητα. Μετά τις επιφοιτήσεις των Υιών του Παραδείσου, το απελευθερωμένο Πνεύμα της Αληθείας κάνει γενναίες συνεισφορές στη διεύρυνση της ανθρώπινης ικανότητας να συλλάβει τις θρησκευτικές αλήθειες. Όπως η εξέλιξη προοδεύει σ’ ένα κατοικημένο κόσμο, οι Προσαρμοστές ης Σκέψης συμμετέχουν όλο και περισσότερο στην εξέλιξη των ανώτερων τύπων της ανθρώπινης θρησκευτικής ενόρασης. Ο Προσαρμοστής της Σκέψης είναι το κοσμικό παράθυρο δια του οποίου το πεπερασμένο πλάσμα μπορεί να ρίξει μια, γεμάτη πίστη, βιαστική ματιά στις βεβαιότητες και τις θείες εκφάνσεις μιας απεριόριστης Θεότητας, του Πατέρα του Σύμπαντος.
103:0.2 Οι θρησκευτικές τάσεις των ανθρώπινων φυλών είναι έμφυτες. Εκδηλώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο και έχουν μια εμφανώς θρησκευτική προέλευση. Οι πρωτόγονες θρησκείες είναι πάντα εξελικτικές στη γένεσή τους. Καθώς η φυσιολογική θρησκευτική εμπειρία εξακολουθεί να προοδεύει, οι περιοδικές αποκαλύψεις της αλήθειας διακόπτουν, κατά διαστήματα, την κατά τα λοιπά με αργό ρυθμό προϊούσα πορεία της εξέλιξης ενός πλανήτη.
103:0.3 Στην Ουράντια σήμερα υπάρχουν τέσσερα είδη θρησκείας:
103:0.4 1. Η φυσική, ή εξελικτική θρησκεία
103:0.5 2. Η υπερφυσική, ή δι’ αποκαλύψεως θρησκεία
103:0.6 3. Η πρακτική, ή τρέχουσα θρησκεία, οι ποικίλοι βαθμοί ανάμιξης των φυσικών και υπερφυσικών θρησκειών
103:0.7 4. Οι φιλοσοφικές θρησκείες, φτιαγμένες από τον άνθρωπο, ή φιλοσοφικά επεξεργασμένα θεολογικά δόγματα και θρησκείες βασισμένες στη λογική.
103:1.1 Η ενότητα της θρησκευτικής εμπειρίας σε μια κοινωνική, ή φυλετική ομάδα απορρέει από την ταυτόσημη φύση του τμήματος του Θεού που ενοικεί στο άτομο. Είναι αυτό το θείο εντός του ανθρώπου που δημιουργεί το ανιδιοτελές ενδιαφέρον του για την ευημερία των άλλων ανθρώπων. Εφ’ όσον, όμως, η προσωπικότητα είναι μοναδική – ποτέ δύο άνθρωποι δεν είναι ίδιοι – αναπόφευκτα συνάγεται το ότι δύο ανθρώπινες υπάρξεις δεν μπορούν να ερμηνεύσουν με τον ίδιο τρόπο τις οδηγίες και τις προτροπές του πνεύματος του θείου που ζει μέσα στο νου τους. Μια ομάδα ανθρώπων μπορεί να βιώσει την πνευματική ενότητα, αλλά δεν μπορεί ποτέ να κατακτήσει τη φιλοσοφική ομοιομορφία. Και η ποικιλία αυτή στην ερμηνεία της θρησκευτικής σκέψης και εμπειρίας φαίνεται στο γεγονός ότι οι θεολόγοι και οι φιλόσοφοι του εικοστού αιώνα έχουν διατυπώσει πεντακόσιους διαφορετικούς ορισμούς της θρησκείας. Στην πραγματικότητα, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη ορίζει τη θρησκεία σύμφωνα με την ατομική της εμπειρική ερμηνεία των θείων προτροπών, που εκπορεύονται από το πνεύμα του Θεού που κατοικεί εντός της και γι’ αυτό, μια τέτοια ερμηνεία, πρέπει να είναι μοναδική και εντελώς διαφορετική από τη θρησκευτική φιλοσοφία όλων των άλλων ανθρώπινων υπάρξεων.
103:1.2 Ενώ ένας θνητός συμφωνεί απόλυτα με την θρησκευτική φιλοσοφία ενός συνανθρώπου του, το φαινόμενο αυτό υποδηλώνει ότι οι δύο αυτές υπάρξεις είχαν μια παρόμοια θρησκευτική εμπειρία που άπτεται των θεμάτων εκείνων τα οποία αφορούν στην ομοιότητα της φιλοσοφικής θρησκευτικής ερμηνείας τους.
103:1.3 Ενώ η θρησκεία σας είναι θέμα προσωπικής εμπειρίας, είναι εξαιρετικά σημαντικό το να εκτεθείτε στη γνώση ενός άπειρου αριθμού άλλων θρησκευτικών εμπειριών (στις διαφορετικές ερμηνείες άλλων και διαφορετικών ανθρώπων) ως το σημείο όπου μπορείτε να προφυλάξετε τη θρησκευτική σας ζωή από το να γίνει εγωκεντρική – περιορισμένη, ιδιοτελής και αντικοινωνική.
103:1.4 Ο ορθολογισμός αποτελεί σφάλμα όταν υποστηρίζει ότι η θρησκεία είναι, κατ’ αρχήν, μια πρωτόγονη πίστη σε κάτι που στη συνέχεια ακολουθείται από την αναζήτηση των αξιών. Η θρησκεία είναι αρχικά η αναζήτηση των αξιών και κατόπιν διατυπώνεται ένα σύστημα ερμηνευτικών πεποιθήσεων. Είναι πολύ ευκολότερο για τον άνθρωπο να συμφωνήσει στις θρησκευτικές αξίες – τους στόχους – απ’ ό,τι στις πεποιθήσεις – τις ερμηνείες. Και τούτο εξηγεί το πώς η θρησκεία μπορεί να συμφωνεί σε αξίες και στόχους ενώ επιδεικνύει το περίεργο φαινόμενο της διατήρησης μια πίστης μέσα σε εκατοντάδες αντικρουόμενες πεποιθήσεις – σύμβολα πίστης. Τούτο επίσης εξηγεί το γιατί ένα συγκεκριμένο άτομο μπορεί να διατηρεί τη θρησκευτική του εμπειρία, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να αποποιηθεί, ή να αλλάξει πολλές από τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Η θρησκεία διατηρείται παρά τις εξελικτικές αλλαγές στις θρησκευτικές πεποιθήσεις. Η θεολογία δεν δημιουργεί τη θρησκεία. Είναι η θρησκεία που δημιουργεί τη θεολογική φιλοσοφία.
103:1.5 Το ότι οι ορθολογιστές πίστεψαν τόσο πολύ σε κάτι που ήταν λάθος δεν ακυρώνει τη θρησκεία, αφού η θρησκεία στηρίζεται στην αναγνώριση των αξιών και επικυρώνεται από την πίστη της ατομικής προσωπικής εμπειρίας. Η θρησκεία, λοιπόν, στηρίζεται στην εμπειρία και την θρησκευτική σκέψη. Η θεολογία, η φιλοσοφία της θρησκείας, είναι μία έντιμη προσπάθεια για να εξηγηθεί αυτή η εμπειρία. Αυτές οι ερμηνευτικές πεποιθήσεις μπορεί να είναι σωστές, ή εσφαλμένες, ή ένα μείγμα αλήθειας και λάθους.
103:1.6 Η συνειδητοποίηση της αναγνώρισης των πνευματικών αξιών αποτελεί υπέρ-ιδεατή εμπειρία. Δεν υπάρχουν λέξεις, σε οποιαδήποτε γλώσσα του κόσμου που να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να προσδιορίσουν αυτή την «αίσθηση», το «συναίσθημα», την «διαισθητικότητα», ή την «εμπειρία» που αποφασίσαμε να αποκαλούμε συνειδητοποίηση του Θεού. Το πνεύμα του Θεού που κατοικεί εντός του ανθρώπου δεν είναι ατομικό – ο Προσαρμοστής είναι προ-ατομικός – αλλά ο Ελεγκτής αυτός παρουσιάζει μία αξία, αποπνέει ένα άρωμα θείου, το οποίο είναι ατομικό, με την ύψιστη και άπειρη έννοια. Αν ο Θεός δεν ήταν κατ’ ελάχιστον προσωπικός, δεν θα μπορούσε να είναι συνειδητός και αν δεν ήταν συνειδητός, τότε θα ήταν κατώτερος του ανθρώπου[1].
103:2.1 Η θρησκεία λειτουργεί στην ανθρώπινη διάνοια και πραγματώνεται στην εμπειρία πριν από την εμφάνισή της στην ανθρώπινη συνείδηση. Ένα παιδί υπάρχει εννέα, περίπου, μήνες, πριν βιώσει τη γέννηση. Αλλά η «γέννηση» της θρησκείας δεν είναι αιφνίδια. Είναι, μάλλον, μία βαθμιαία ανάδυση[2]. Υπάρχει πάντως, αργά, ή γρήγορα, μια «ημερομηνία γέννησης.» Δεν εισέρχεσθε στο βασίλειο των ουρανών, εκτός και εάν έχετε «αναγεννηθεί» - έχετε αναγεννηθεί εκ του Πνεύματος. Πολλές πνευματικές γεννήσεις ακολουθούνται από μεγάλη πνευματική αγωνία και μεγάλους ψυχολογικούς κλυδωνισμούς, όπως πολλές φυσικές γεννήσεις χαρακτηρίζονται από «θυελλώδεις τοκετούς» και άλλες ανωμαλίες της «γέννας.» Άλλες πνευματικές γεννήσεις αποτελούν φυσική και φυσιολογική εξέλιξη της αναγνώρισης των υπέρτατων αξιών, μαζί με ένα τονισμό της πνευματικής εμπειρίας, αν και καμία πνευματική εξέλιξη δε γίνεται χωρίς συνειδητή προσπάθεια και θετική, ατομική αποφασιστικότητα. Η θρησκεία δεν αποτελεί ποτέ παθητική εμπειρία, αρνητική θέση. Αυτό που ορίζεται ως «γέννηση της θρησκείας» δεν συνδέεται άμεσα με τις αποκαλούμενες εμπειρίες προσηλυτισμού, οι οποίες συνήθως χαρακτηρίζουν θρησκευτικά επεισόδια που λαμβάνουν χώρα αργότερα στη ζωή, ως αποτέλεσμα διανοητικών συγκρούσεων, συγκινησιακών απωθήσεων και οφειλόμενων στο χαρακτήρα συγχύσεων.
103:2.2 Ωστόσο, τα άτομα εκείνα που ανατράφησαν από τους γονείς τους έτσι ώστε να μεγαλώσουν έχοντας συνείδηση ότι είναι παιδιά ενός στοργικού ουράνιου Πατέρα, δεν πρέπει να αντιμετωπίζουν περιφρονητικά τους συνανθρώπους τους, που μπόρεσαν να αποκτήσουν τέτοια συνείδηση της σχέσης τους με τον Θεό μέσω μιας ψυχολογικής κρίσης, μιας συναισθηματικής αναστάτωσης.
103:2.3 Το εξελικτικό χώμα στην ανθρώπινη διάνοια, στο οποίο αναπτύσσεται ο σπόρος της δι’ αποκαλύψεως θρησκείας είναι η ηθική φύση, που από πολύ νωρίς δημιουργεί την κοινωνική συνείδηση. Οι αρχικές παροτρύνσεις της ηθικής φύσης ενός παιδιού δεν έχουν να κάνουν με το σεξ, την ενοχή, ή ατομική περηφάνια, αλλά μάλλον με την παρόρμηση της δικαιοσύνης, της αμεροληψίας και της καλοσύνης – της χρήσιμης υπηρεσίας προς τους συνανθρώπους. Και όταν το πρώιμο αυτό ηθικό ξύπνημα ωριμάσει, τότε λαμβάνει χώρα μία βαθμιαία εξέλιξη της θρησκευτικής ζωής, η οποία είναι σχετικά απελευθερωμένη από συγκρούσεις, αναταραχές και κρίσεις.
103:2.4 Κάθε ανθρώπινη ύπαρξη βιώνει από πολύ νωρίς ένα είδος σύγκρουσης μεταξύ της ιδιοτέλειας και των αλτρουιστικών της παρορμήσεων, ενώ πολλές φορές, η πρώτη εμπειρία της επίγνωσης του Θεού μπορεί να επιτευχθεί ως αποτέλεσμα της αναζήτησης της υπεράνω του ανθρώπινου βοήθειας στο έργο της επίλυσης παρόμοιων ηθικών συγκρούσεων.
103:2.5 Η ψυχολογία ενός παιδιού είναι εκ φύσεως θετική, όχι αρνητική. Πάρα πολλοί άνθρωποι είναι αρνητικοί επειδή έτσι διδάχθηκαν. Όταν λέμε ότι το παιδί είναι θετικό, αναφερόμεθα στις ηθικές του παρορμήσεις, τις δυνάμεις εκείνες της διάνοιας η ανάδυση των οποίων σηματοδοτεί την έλευση του Προσαρμοστή της Σκέψης.
103:2.6 Απουσία αρνητικών διδαχών, η διάνοια ενός φυσιολογικού παιδιού κινείται θετικά, με την ανάδυση της θρησκευτικής συνειδητοποίησης, προς την ηθική δικαιοσύνη και την κοινωνική λειτουργία, μάλλον, παρά αρνητικά, μακριά από την αμαρτία και την ενοχή. Μπορεί να υπάρξουν, ή να μην υπάρξουν συγκρούσεις στην εξέλιξη της θρησκευτικής εμπειρίας, αλλά είναι πάντα παρούσες οι αναπόφευκτες αποφάσεις, οι προσπάθειες και οι δράση της ανθρώπινης βούλησης.
103:2.7 Η ηθική επιλογή συνοδεύεται συνήθως από μεγαλύτερες, ή μικρότερες ηθικές συγκρούσεις. Και η ίδια η πρώτη σύγκρουση στον παιδικό νου γίνεται μεταξύ της εγωιστικής τάσης και της αλτρουιστικής παρόρμησης. Ο Προσαρμοστής της Σκέψης δεν παραβλέπει τις, εγωιστικών κινήτρων, αξίες της προσωπικότητας, αλλά πράγματι δρα για να δώσει μια ελαφρά προτίμηση στην αλτρουιστική παρόρμηση, που οδηγεί στο στόχο της ανθρώπινης ευτυχίας και τις χαρές της βασιλείας των ουρανών.
103:2.8 Όταν μία ηθική ύπαρξη επιλέγει να φανεί ανιδιοτελής, όταν αντιμετωπίζει την τάση να γίνει ιδιοτελής, πρόκειται για την πρωτόγονη θρησκευτική εμπειρία. Κανένα ζώο δεν κάνει τέτοιες επιλογές. Μία παρόμοια απόφαση είναι ανθρώπινη, αλλά και θρησκευτική. Ενστερνίζεται την επίγνωση του Θεού και επιδεικνύει την παρόρμηση για προσφορά κοινωνικής υπηρεσίας, τη βάση της συναδέλφωσης των ανθρώπων. Όταν η διάνοια επιλέγει μία ορθή ηθική κρίση με μία πράξη ελεύθερης βούλησης, η απόφαση αυτή συνιστά μια θρησκευτική εμπειρία.
103:2.9 Προτού, όμως, ένα παιδί αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να αποκτήσει ηθική ικανότητα και εξ αυτού να καταστεί ικανό να επιλέξει την αλτρουιστική προσφορά υπηρεσίας, έχει ήδη αναπτύξει μια ισχυρή και συγκροτημένη εγωιστική φύση. Και αυτή είναι η ουσιαστική κατάσταση που δημιουργεί τη θεωρία περί του αγώνα μεταξύ της «ανώτερης» και «κατώτερης» φύσης, μεταξύ του «παλιού, αμαρτωλού ανθρώπου και της «νέας φύσης» της θείας χάρης[3]. Από πολύ νωρίς στη ζωή, το φυσιολογικό παιδί αρχίζει να μαθαίνει ότι είναι «μεγαλύτερη ευλογία το να δίνεις από το να παίρνεις[4].»
103:2.10 Ο άνθρωπος τείνει να ταυτίζει την παρόρμηση του να είναι ιδιοτελής με το εγώ του – τον εαυτό του. Αντίθετα, τείνει να ταυτίζει την επιθυμία να γίνει αλτρουιστής με κάποια επίδραση πέραν του εαυτού του – με τον Θεό. Και πράγματι, η κρίση αυτή είναι σωστή, αφού όλες αυτές οι μη εγωιστικές επιθυμίες προέρχονται από την καθοδήγηση του ενοικούντος Προσαρμοστή της Σκέψης και ο Προσαρμοστής αυτός είναι κλάσμα του Θεού. Η υποκίνηση του πνευματικού Ελεγκτή γίνεται αντιληπτή από την ανθρώπινη συνείδηση ως παρόρμηση να γίνει ανιδιοτελής, να ενδιαφερθεί για τους συνανθρώπους του. Αυτή, τουλάχιστον, είναι η αρχική και θεμελιακή εμπειρία της παιδικής διάνοιας. Όταν το παιδί που μεγαλώνει αδυνατεί να συγκροτήσει την προσωπικότητά του, η αλτρουιστική παρόρμηση υπερανασπτύσσεται σε σημείο που να προκαλεί σοβαρές ζημίες στην ευτυχία του ατόμου. Μία παραπλανημένη συνείδηση μπορεί να γίνει υπεύθυνη πολλών συγκρούσεων, ανησυχιών, θλίψεων και ατέλειωτης ανθρώπινης δυστυχίας.
103:3.1 Ενώ η πίστη στα πνεύματα, τα όνειρα, καθώς και οι διάφορες άλλες προλήψεις έπαιξαν όλες σημαντικό ρόλο στην εξελικτική προέλευση των πρωτόγονων θρησκειών, δεν πρέπει να παραβλέψετε την επίδραση του ευρύτερα οικογενειακού, ή φυλετικού πνεύματος της αλληλεγγύης. Στις ομαδικές σχέσεις παρουσιάζετο η ακριβής κοινωνική κατάσταση η οποία παρείχε την πρόκληση για τη σύγκρουση μεταξύ εγωισμού-ανιδιοτέλειας στην ηθική φύση της πρώιμης ανθρώπινης διάνοιας. Παρά την πίστη τους στα πνεύματα, οι πρωτόγονοι Αυστραλιανοί εξακολουθούν να επικεντρώνουν τη θρησκεία τους στην ευρύτερη οικογένεια. Με τον καιρό, αυτές οι θρησκευτικές απόψεις έτειναν να προσωποποιηθούν αρχικά ως ζώα και αργότερα ως ένας υπεράνθρωπος, ή ένας Θεός. Ακόμη και κατώτερες φυλές, όπως οι Αφρικανοί Βουσμάνοι, που ούτε καν πιστεύουν σε τοτέμ, γνωρίζουν καλά τη διαφορά μεταξύ της ιδιοτέλειας και των συμφερόντων της ομάδας, μια πρωτόγονη διάκριση μεταξύ των αξιών του εγκοσμίου και του ιερού. Ωστόσο, η κοινωνική ομάδα δεν είναι πηγή θρησκευτικής εμπειρίας. Ανεξάρτητα από την επίδραση όλων αυτών των πρωτόγονων συνεισφορών στην πρώιμη ανθρώπινη θρησκεία, παραμένει γεγονός ότι η αληθής θρησκευτική παρόρμηση προέρχεται από τις γνήσιες πνευματικές παρουσίες που δραστηριοποιούν τη βούληση να γίνει ανιδιοτελής.
103:3.2 Η μεταγενέστερη θρησκεία προαναγγέλλεται στην πρωτόγονη πίστη, μέσα από τα φυσικά θαύματα και τα μυστήρια, την απρόσωπη πνευματική δύναμη.2 Όμως, αργά, ή γρήγορα, η εξελισσόμενη θρησκεία απαιτεί από το άτομο να κάνει κάποια ατομική θυσία για το καλό της κοινωνικής του ομάδας, κάτι που θα κάνει τους άλλους ανθρώπους ευτυχέστερους και καλύτερους. Τελικά, η θρησκεία έχει προορισμό να γίνει η προσφορά υπηρεσίας του Θεού και του ανθρώπου.
103:3.3 Η θρησκεία έχει σκοπό να αλλάξει το ανθρώπινο περιβάλλον, ωστόσο, μεγάλο μέρος της θρησκείας που ακολουθείται από τους σύγχρονους ανθρώπους είναι ανίκανη να βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση. Το περιβάλλον, πάρα πολύ συχνά, έχει επιβληθεί της θρησκείας.
103:3.4 Να θυμάστε ότι στις θρησκείες όλων των εποχών η κυριαρχούσα εμπειρία είναι η αίσθηση των ηθικών αξιών και των προθέσεων έναντι της κοινωνίας, όχι οι απόψεις πάνω στα θεολογικά δόγματα, ή τις φιλοσοφικές θεωρίες. Η θρησκεία εξελίσσεται σωστά καθώς το στοιχείο της μαγείας αντικαθίσταται από την έννοια της ηθικής.
103:3.5 Ο άνθρωπος εξελίχθηκε μέσω των προλήψεων της ανώτερης δύναμης, της μαγείας, της λατρείας της φύσης, του φόβου των πνευμάτων και της λατρείας των ζώων ως τις διάφορες τελετουργίες δια των οποίων η θρησκευτική άποψη του ατόμου επικεντρώθηκε και αποκρυσταλλώθηκε στις φυλετικές πεποιθήσεις, ενώ τελικά, οι φόβοι αυτοί και οι πεποιθήσεις προσωποποιήθηκαν σε θεούς. Σ΄ ολόκληρη, όμως, αυτή την θρησκευτική εξέλιξη, το στοιχείο της ηθικής ουδέποτε έλειψε εντελώς. Η παρότρυνση του Θεού εντός του ανθρώπου υπήρξε ανέκαθεν μεγάλη. Και οι ισχυρές αυτές επιδράσεις - η μία ανθρώπινη, η άλλη θεία – διασφάλισαν την διατήρηση της θρησκείας μέσα στις μεταβολές των εποχών και παρά το ότι τόσο συχνά απειλήθηκε με εξαφάνιση εξ αιτίας χιλιάδων ανατρεπτικών τάσεων και εχθρικών ανταγωνισμών.
103:4.1 Η χαρακτηριστική διαφορά μεταξύ ενός κοινωνικού συμβάντος και μιας θρησκευτικής συνάθροισης είναι ότι, σε αντίθεση με την εγκόσμια, η θρησκευτική διαπνέεται από την ατμόσφαιρα της κοινωνίας. Με τον τρόπο αυτό, η ανθρώπινη συναναστροφή δημιουργεί ένα αίσθημα συναδέλφωσης με το θείο και τούτο αποτελεί την αρχή της ομαδικής λατρείας. Η συμμετοχή στο κοινό γεύμα υπήρξε ο πρωιμότερος τύπος κοινωνικής μετάληψης, έτσι λοιπόν, οι πρώιμες θρησκείες προέβλεψαν ώστε ένα κομμάτι της τελετουργικής θυσίας να δοθεί για φαγητό στους λατρεύοντες. Ακόμη και ο Χριστιανισμός, στον Μυστικό Δείπνο, διατηρεί τον τρόπο αυτό μετάληψης. Η ατμόσφαιρα της μετάληψης παρέχει μια αναζωογονητική και παρηγορητική εκεχειρία στη σύγκρουση του ιδιοτελούς εγώ με την αλτρουιστική παρότρυνση του ενοικούντος πνευματικού Ελεγκτή. Και τούτο είναι το πρελούδιο της αληθούς λατρείας – η πρακτική της παρουσίας του Θεού η οποία επισυμβαίνει με την ανάδυση της συναδέλφωσης των ανθρώπων.
103:4.2 Όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος αισθάνετο ότι η επικοινωνία του με τον Θεό διεκόπτετο, κατέφευγε στη θυσία, κάποιου είδους, σε μια προσπάθεια να επανορθώσει, να αποκαταστήσει φιλική σχέση. Η πείνα και η δίψα για δικαιοσύνη οδηγεί στην ανακάλυψη της αλήθειας και η αλήθεια αυξάνει τα ιδεώδη και αυτό δημιουργεί καινούργια προβλήματα στα θρησκευόμενα άτομα, αφού τα ιδανικά μας τείνουν να αναπτύσσονται με γεωμετρική πρόοδο, ενώ η ικανότητά μας να ζούμε σύμφωνα μ’ αυτά μεγαλώνει με αριθμητική πρόοδο, μόνο.
103:4.3 Η αίσθηση της ενοχής (όχι η επίγνωση της αμαρτίας) δημιουργείται είτε από τη διακοπείσα πνευματική επικοινωνία, είτε από την εξασθένηση των ηθικών ιδεωδών ενός ατόμου. Η απαλλαγή από μία τέτοια δυσάρεστη κατάσταση μπορεί να επέλθει μόνο με την συνειδητοποίηση το ότι τα ύψιστα ηθικά ιδεώδη ενός ατόμου δεν είναι, απαραίτητα, συνώνυμα με το θέλημα του Θεού. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να ελπίσει ότι θα ζήσει σύμφωνα με τα ύψιστα ιδανικά του, αλλά μπορεί να είναι ειλικρινής στο στόχο του να βρει το Θεό και γίνει, όλο και περισσότερο, σαν κι’ αυτόν.
103:4.4 Ο Ιησούς εξάλειψε εντελώς όλες τις θυσιαστήριες και εξιλαστήριες τελετουργίες. Κατέστρεψε τη βάση κάθε φανταστικής ενοχής και αίσθησης απομόνωσης στο σύμπαν, διακηρύσσοντας ότι ο άνθρωπος είναι παιδί του Θεού. Η σχέση δημιουργήματος-Δημιουργού τοποθετήθηκε στη βάση γονέα-παιδιού. Ο Θεός γίνεται ο στοργικός Πατέρας για τους θνητούς υιούς και τις θυγατέρες του. Σε όλες τις τελετουργίες, ούτε ένα γνήσιο μέρος αυτής της στενής οικογενειακής σχέσης δεν ακυρώνεται για πάντα.
103:4.5 Ο Θεός ο Πατέρας συνδιαλέγεται με τον άνθρωπο, το παιδί του στη βάση, όχι μιας πραγματικής αρετής, ή αξίας, αλλά σε αναγνώριση των κινήτρων του παιδιού – των σκοπών και των προθέσεων του δημιουργήματος. Η σχέση είναι σχέση γονέα-παιδιού και ενεργοποιείται από τη θεία αγάπη.
103:5.1 Η πρώιμη εξελικτική διάνοια δημιουργεί μια αίσθηση κοινωνικού καθήκοντος και ηθικής υποχρέωσης, που εκπορεύεται κυρίως από συναισθηματικό φόβο. Η θετικότερη παρόρμηση της προσφοράς κοινωνικής υπηρεσίας και ο ιδεαλισμός του αλτρουισμού πηγάζουν από την άμεση παρότρυνση του θείου πνεύματος που ενοικεί στην ανθρώπινη διάνοια[5].
103:5.2 Αυτή η ιδέα-ιδανικό του να κάνει κανείς καλό στους άλλους – η παρόρμηση να απαρνηθεί το εγώ του, ως ένα σημείο, προς όφελος του γείτονά του – είναι πολύ περιορισμένη, αρχικά[6]. Ο πρωτόγονος άνθρωπος θεωρεί ως γείτονες μόνον εκείνους που βρίσκονται πολύ κοντά του, εκείνους που τον μεταχειρίζονται ως γείτονα[7][8]. Καθώς ο θρησκευτικός πολιτισμός προοδεύει, ή έννοια του γείτονα εκτείνεται ως έννοια για να συμπεριλάβει την ευρύτερη οικογένεια, τη φυλή, το έθνος[9][10]. Και έπειτα, ο Ιησούς διεύρυνε την θεώρηση της γειτονίας, ώστε να συμπεριλάβει το σύνολο της ανθρωπότητας, ώστε να αγαπάμε ακόμη και τους εχθρούς μας. Επιπλέον, υπάρχει κάτι μέσα σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη που της λέει ότι η διδαχή αυτή είναι ηθική – ορθή. Ακόμα κι’ εκείνοι που ελάχιστα πορεύονται4 μ’ αυτό το ιδανικό, παραδέχονται ότι θεωρητικά είναι σωστό.
103:5.3 Όλοι οι άνθρωποι αναγνωρίζουν την ηθικότητα της παγκόσμιας αυτής ανθρώπινης παρόρμησης να είναι ανιδιοτελείς και αλτρουιστές. Ο ανθρωπιστής αποδίδει την προέλευση αυτής της παρόρμησης στη φυσιολογική λειτουργία της υλικής διάνοιας. Ο θρησκευόμενος, σωστότερα, αναγνωρίζει ότι η πραγματικά ανιδιοτελής ώθηση της ανθρώπινης διάνοιας υφίσταται ως ανταπόκριση στην εσώτερη πνευματική καθοδήγηση του Προσαρμοστή της Σκέψης.
103:5.4 Ωστόσο, η ανθρώπινη ερμηνεία πάνω σ’ αυτές τις πρώιμες συγκρούσεις μεταξύ της ιδιοτελούς επιθυμίας και της ανιδιοτελούς επιθυμίας5 δεν είναι πάντα αξιόπιστη. Μόνο μια αρκετά καλά συγκροτημένη προσωπικότητα μπορεί να κρίνει τις πολύμορφες συγκρούσεις μεταξύ των ιδιοτελών επιθυμιών και της αναπτυσσόμενης κοινωνικής συνείδησης. Το εγώ έχει δικαιώματα, όπως ακριβώς και οι γείτονες ενός ατόμου. Ουδείς μπορεί να απαιτήσει αποκλειστικά την προσοχή και τις υπηρεσίες ενός ατόμου. Η αποτυχία του να επιλυθεί το πρόβλημα αυτό, δημιουργεί το αρχικό είδος των αισθημάτων ενοχής του ανθρώπου.
103:5.5 Η ανθρώπινη ευτυχία επιτυγχάνεται μόνον όταν η ιδιοτελής επιθυμία του εγώ και η αλτρουιστική παρόρμηση του ανώτερου εαυτού (του θείου πνεύματος) συντονισθούν και συμφιλιωθούν δια της ενοποιημένης βούλησης της συγκροτημένης, ελέγχουσας προσωπικότητας. Η διάνοια του εξελικτικού ανθρώπου αντιμετωπίζει πάντα το πολύπλοκο πρόβλημα της διαιτησίας των διαφορών μεταξύ της φυσιολογικής επέκτασης των συγκινησιακών παρορμήσεων και της ηθικής ανάπτυξης των ανιδιοτελών τάσεων που στηρίζονται στην πνευματική ενόραση – την γνήσια, θρησκευτική ανταπόκριση.
103:5.6 Η προσπάθεια να διασφαλισθεί το καλό εξ ίσου για το άτομο αλλά και για τα περισσότερα των άλλων ατόμων δημιουργεί ένα πρόβλημα, που δεν μπορεί κάθε φορά να επιλύεται ικανοποιητικά σ’ ένα χωροχρονικό πλαίσιο. Δεδομένης της αιώνιας ζωής, οι ανταγωνισμοί αυτοί μπορούν να επιλυθούν, αλλά στο σύντομο διάστημα της ανθρώπινης ζωής, δεν είναι δυνατόν να βρουν λύση. Ο Ιησούς ανεφέρετο σ’ ένα τέτοιο παράδοξο, όταν έλεγε: «Οιοσδήποτε προσπαθήσει να σώσει τη ζωή του, θα τη χάσει, αλλά οιοσδήποτε θελήσει να δώσει τη ζωή του για το καλό της βασιλείας, θα την ξαναβρεί[11].»6
103:5.7 Η επιδίωξη του ιδανικού – ο αγώνας του ατόμου να μοιάσει με τον Θεό – αποτελεί συνεχή προσπάθεια πριν το θάνατο, αλλά και μετά. Η μετά θάνατον ζωή δεν είναι, κατά βάσιν, διαφορετική από την θνητή υπόσταση. Οτιδήποτε καλό κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή συμβάλλει άμεσα στον εμπλουτισμό της μέλλουσας ζωής. Η πραγματική θρησκεία δεν υιοθετεί την ηθική νωθρότητα και την πνευματική ραθυμία, ενθαρρύνοντας τη μάταιη ελπίδα του να υπάρχουν όλες οι αρετές ενός ανώτερου χαρακτήρα συγκεντρωμένες πάνω σ’ ένα άτομο, ως αποτέλεσμα του ότι περνά τις πύλες του φυσικού θανάτου. Η αληθής θρησκεία δεν μειώνει τις προσπάθειες του ανθρώπου να προοδεύσει κατά τη θνητή πορεία του στη ζωή. Κάθε ανθρώπινο κέρδος αποτελεί άμεση συνεισφορά στον εμπλουτισμό των πρώτων σταδίων της εμπειρίας της αθάνατης σωτηρίας.
103:5.8 Είναι μοιραίο για τον ιδεαλισμό του ανθρώπου, όταν διδάσκεται ότι όλες οι αλτρουιστικές του τάσεις αποτελούν απλά την εξέλιξη των φυσιολογικών αγελαίων ενστίκτων του. Ο άνθρωπος, όμως, εξευγενίζεται και ενεργοποιείται τα μέγιστα όταν διδάσκεται ότι οι ανώτερες αυτές παρορμήσεις της ψυχής του εκπορεύονται από τις πνευματικές δυνάμεις που ενοικούν τη θνητή του διάνοια.
103:5.9 Ο άνθρωπος ανυψώνεται έξω και πέρα από τον εαυτό του όταν για πρώτη φορά αντιλαμβάνεται απόλυτα ότι εντός του ζει και αγωνίζεται κάτι, που είναι αιώνιο και θείο. Και έτσι γίνεται, και μία ζωντανή πίστη στην υπερανθρώπινη προέλευση των ιδανικών μας επικυρώνει την πεποίθησή μας ότι είμαστε παιδιά του Θεού και επαληθεύει τις αλτρουιστικές μας απόψεις, τα αισθήματα της συναδέλφωσης των ανθρώπων.
103:5.10 Ο άνθρωπος, στον πνευματικό του χώρο, πράγματι διαθέτει ελεύθερη βούληση. Ο θνητός άνθρωπος δεν είναι ούτε αδύναμος σκλάβος της άκαμπτης κυριαρχίας ενός παντοδύναμου Θεού, ούτε θύμα της χωρίς ελπίδα μοιρολατρίας, ενός μηχανιστικού, κοσμικού ντετερμινισμού. Ο άνθρωπος είναι σαφέστατα ο αρχιτέκτονας του αιώνιου πεπρωμένου του.
103:5.11 Ο άνθρωπος, όμως, δεν σώζεται και δεν εξευγενίζεται δια της βίας. Η πνευματική ανάπτυξη βγαίνει μέσα από την εξελισσόμενη ψυχή. Η πίεση μπορεί να διαστρέψει την προσωπικότητα, αλλά ποτέ δεν διεγείρει την ανάπτυξη. Ακόμη και η δια της παιδείας πίεση μόνο αρνητικά μπορεί να βοηθήσει, με το να εμποδίσει τις καταστροφικές εμπειρίες. Η πνευματική ανάπτυξη φτάνει στο μέγιστο εκεί όπου όλες οι εξωτερικές πιέσεις βρίσκονται στο ελάχιστο. «Όπου υπάρχει το πνεύμα του Κυρίου, εκεί υπάρχει ελευθερία[12].» Ο άνθρωπος αναπτύσσεται καλύτερα όταν οι ελαχιστοποιούνται οι οικογενειακές, κοινωνικές και θρησκευτικές πιέσεις. Σ’ αυτό, όμως, δεν πρέπει να δίδεται η ερμηνεία ότι δεν υπάρχει θέση σε μία προοδευτική κοινωνία για την οικογένεια, τους κοινωνικούς θεσμούς, την εκκλησία και το κράτος.
103:5.12 Όταν ένα μέλος μιας κοινωνικής, θρησκευτικής ομάδας συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις της ομάδας αυτής, πρέπει να ενθαρρύνεται ώστε να απολαμβάνει θρησκευτική ελευθερία όσον αφορά στην πλήρη έκφραση της προσωπικής του ερμηνείας των αληθειών της θρησκευτικής του πίστης και των δεδομένων της θρησκευτικής του εμπειρίας. Η ασφάλεια μιας θρησκευτικής ομάδας εξαρτάται από την πνευματική ενότητα, όχι από τη θεολογική συμμόρφωση. Μία θρησκευτική ομάδα πρέπει να είναι σε θέση να απολαμβάνει την ελευθερία της σκέψης χωρίς να χρειάζεται να γίνουν τα μέλη της «ελευθερόφρονες.» Υπάρχει μεγάλη αισιοδοξία για οποιαδήποτε εκκλησία λατρεύει το ζώντα Θεό, ισχυροποιεί τη συναδέλφωση των ανθρώπων και τολμά να ξεριζώσει κάθε δογματική πίεση από τα μέλη της.
103:6.1 Η θεολογία είναι η μελέτη των δράσεων και των αντιδράσεων του ανθρώπινου πνεύματος. Δεν μπορεί ποτέ να γίνει επιστήμη, εφ’ όσον πρέπει πάντα να συνδυάζεται, λίγο-πολύ, με την ψυχολογία όσον αφορά στην προσωπική της έκφραση, αλλά και με τη φιλοσοφία όσον αφορά στη συστηματική της παρουσίαση. Η θεολογία αποτελεί πάντα τη μελέτη της δικής σας θρησκείας. Η μελέτη της θρησκείας κάποιου άλλου είναι ψυχολογία.
103:6.2 Όταν ο άνθρωπος προσεγγίζει τη μελέτη και την εξέταση του σύμπαντός του απ’ έξω, δημιουργεί τις διάφορες φυσικές επιστήμες. Όταν προσεγγίζει την έρευνα του εαυτού του και του σύμπαντος εκ των έσω, δημιουργεί τη θεολογία και τη μεταφυσική. Η μεταγενέστερη τέχνη της φιλοσοφίας αναπτύσσεται σε μία προσπάθεια να εναρμονισθούν οι πολλές ασυμφωνίες που πρόκειται, αρχικά, να παρουσιασθούν μεταξύ των διαπιστώσεων και των διδαχών αυτών των δύο διαμετρικά αντίθετων τρόπων προσέγγισης των συμπαντικών καταστάσεων και υπάρξεων.
103:6.3 Η θρησκεία έχει να κάνει με την πνευματική άποψη, την επίγνωση της εσωτερικότητας της ανθρώπινης εμπειρίας. Η πνευματική φύση του ανθρώπου του παρέχει την ευκαιρία να δει το σύμπαν απ’ έξω προς τα μέσα. Είναι, λοιπόν, αλήθεια ότι, εξεταζόμενη αποκλειστικά από την εσωτερικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, ολόκληρη η δημιουργία φαίνεται ότι είναι πνευματική στη φύση της.
103:6.4 Όταν ο άνθρωπος εξετάζει αναλυτικά το σύμπαν μέσα από τις υλιστικές ιδιότητες των φυσικών του αισθήσεων και της σχετικής μ’ αυτές διανοητικής του αντίληψης, το σύμπαν φαίνεται να γίνεται μηχανιστικό και ενεργειακό-υλικό. Μια τέτοια τεχνική μελέτης της πραγματικότητας κάνει το σύμπαν να γυρίζει από μέσα προς τα έξω.
103:6.5 Μία λογική και συνεπής φιλοσοφική θεώρηση του σύμπαντος δεν μπορεί να οικοδομηθεί πάνω στις υποθέσεις είτε του υλισμού, είτε του πνευματισμού, επειδή και τα δύο αυτά συστήματα σκέψης, όταν εφαρμοσθούν συμπαντικά, υποχρεώνονται να αντιμετωπίσουν τον κόσμο υπό παραμόρφωση, το πρώτο ερχόμενο σε επαφή με ένα σύμπαν που έχει γυρίσει από μέσα προς τα έξω, το δεύτερο αντιλαμβανόμενο τη φύση ενός σύμπαντος που έχει γυρίσει απ’ έξω προς τα μέσα. Έτσι, λοιπόν, ποτέ, ούτε η επιστήμη, ούτε η θρησκεία μπορούν, από μόνη τους η κάθε μία, να ελπίσουν ότι θα αποκτήσουν επαρκή κατανόηση των συμπαντικών αληθειών και σχέσεων, χωρίς την καθοδήγηση της ανθρώπινης φιλοσοφίας και της διαφώτισης της θείας αποκάλυψης.
103:6.6 Το εσώτερο πνεύμα του ανθρώπου πρέπει πάντα να εξαρτάται για την έκφραση και την αυτοπραγμάτωσή του από τον μηχανισμό και την τεχνική της διάνοιας. Κατά τον ίδιο τρόπο, η εξωτερική ανθρώπινη εμπειρία για την υλική πραγματικότητα πρέπει να στηρίζεται στη διανοητική συνείδηση της προσωπικότητας που βιώνει την εμπειρία. Για το λόγο αυτό, η πνευματική και η υλική, η εσώτερη και η εξωτερική ανθρώπινη εμπειρία σχετίζονται, πάντα, με τη διανοητική λειτουργία και περιορίζονται, ως προς την ενσυνείδητη πραγμάτωσή τους, από τη διανοητική δραστηριότητα. Ο άνθρωπος βιώνει την ύλη στο νου του. Βιώνει την πνευματική πραγματικότητα στην ψυχή του, αλλά συνειδητοποιεί την εμπειρία αυτή στο νου του. Η διάνοια είναι εκείνη που εναρμονίζει και, πάντα παρούσα, συντηρεί και πιστοποιεί το σύνολο της ανθρώπινης εμπειρίας. Τόσο τα αφορώντα την ενέργεια, όσο και οι πνευματικές αξίες χαρακτηρίζονται από την ερμηνεία που τους δίδεται μέσω του διανοητικού μέσου της συνείδησης.
103:6.7 Η δυσκολία σας στο να επιτύχετε έναν αρμονικότερο συντονισμό μεταξύ της επιστήμης και της θρησκείας οφείλεται στην απόλυτη άγνοιά σας πάνω στον μεσολαβούντα χώρο του μοροντιανού κόσμου πραγμάτων και υπάρξεων. Το τοπικό σύμπαν αποτελείται από τρία επίπεδα, ή στάδια εκδήλωσης της πραγματικότητας: την ύλη, τη μορόντια και το πνεύμα. Η μοροντιανή άποψη προσέγγισης απαλείφει όλες τις αποκλίσεις μεταξύ των διαπιστώσεων των φυσικών επιστημών και της λειτουργίας του πνεύματος της θρησκείας. Η λογική αποτελεί την τεχνική κατανόησης των επιστημών. Η πίστη είναι η διαισθητική τεχνική της θρησκείας. Η μοροντιανή σοφία είναι η τεχνική του μοροντιανού επιπέδου. Η μοροντιανή σοφία είναι μια υπεράνω της ύλης, πραγματική ευαισθησία, που αρχίζει να αντισταθμίζει την ατελή ανάπτυξη, έχοντας ως έννοια τη γνώση-λογική και ως ουσία την πίστη-ενόραση. Η μοροντιανή σοφία είναι μία υπερ-φιλοσοφική εναρμόνιση της αποκλίνουσας αντίληψης της πραγματικότητας, η οποία δεν μπορεί να επιτευχθεί από τις υλικές προσωπικότητες. Βασίζεται, εν μέρει, στην εμπειρία του ατόμου που έχει επιζήσει μετά τη ζωή στη σάρκα. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι έχουν αναγνωρίσει την επιθυμία του να έχουν κάποια μέθοδο εναρμόνισης της αλληλεπίδρασης των εξαιρετικά διισταμένων χώρων της επιστήμης και της θρησκείας. Επιπλέον, η μεταφυσική είναι το αποτέλεσμα της μάταιης προσπάθειας του ανθρώπου να καλύψει το πασίγνωστο αυτό χάσμα. Η ανθρώπινη, όμως, μεταφυσική, απεδείχθη περισσότερο συγχυστική, από όσο διαφωτιστική. Η μεταφυσική συμβολίζει την καλοπροαίρετη, αλλά μάταιη προσπάθεια να αντισταθμίσει την έλλειψη της μοροντιανής σοφίας.
103:6.8 Η μεταφυσική απεδείχθη αποτυχία. Τη μοροντιανή σοφία, ο άνθρωπος δεν μπορεί να την αντιληφθεί. Η αποκάλυψη είναι η μοναδική διαδικασία που μπορεί να αντισταθμίσει την έλλειψη ευαισθησίας πάνω στις αλήθειες της μοροντιανής σοφίας σ’ έναν υλικό κόσμο. Η αποκάλυψη απαρέγκλιτα διευκρινίζει την ασάφεια της μεταφυσικής που αναπτύσσεται λογικά σε μια εξελικτική σφαίρα.
103:6.9 Η επιστήμη είναι η μελέτη που επιχειρείται από τον άνθρωπο πάνω στο φυσικό του περιβάλλον, τον κόσμο της ενέργειας-ύλης. Η θρησκεία είναι η ανθρώπινη εμπειρία με τον κόσμο των πνευματικών αξιών. Η φιλοσοφία αναπτύχθηκε από την προσπάθεια της ανθρώπινης διάνοιας να συγκροτήσει και να συσχετίσει τις διαπιστώσεις αυτών των εξαιρετικά διισταμένων απόψεων σε κάτι που να μοιάζει με λογική και ενοποιημένη στάση προς τον κόσμο. Η φιλοσοφία, αποσαφηνισμένη από την αποκάλυψη, λειτουργεί αποδεκτά, απουσία της μοροντιανής σοφίας και παρουσία της κατάρρευσης και της αποτυχίας του λογικού υποκατάστατου της μοροντιανής σοφίας που δημιουργεί ο άνθρωπος – της μεταφυσικής.
103:6.10 Ο πρώιμος άνθρωπος δεν διέκρινε το ενεργειακό επίπεδο από το πνευματικό επίπεδο. Ήταν η ιώδης φυλή και οι Ανδίτες απόγονοί της που πρώτοι προσπάθησαν να διαχωρίσουν το μαθηματικό από το βουλητικό. Ο πολιτισμένος άνθρωπος ακολούθησε, σε ολοένα μεγαλύτερο βαθμό, τα βήματα των αρχαίων Ελλήνων και Σουμερίων, που έκαναν τη διάκριση μεταξύ του άψυχου και του έμψυχου. Και καθώς ο πολιτισμός προοδεύει, η φιλοσοφία θα χρειασθεί να γεφυρώσει το διευρυνόμενο χάσμα μεταξύ της έννοιας του πνεύματος και και της έννοιας της ενέργειας. Στο χρόνο, όμως, του διαστήματος, οι αποκλίσεις αυτές είναι ενοποιημένες στο Υπέρτατο.
103:6.11 Η επιστήμη πρέπει πάντα να στηρίζεται στη λογική, αν και η φαντασία και η εικασία βοηθούν στην διεύρυνση των ορίων της. Η θρησκεία εξαρτάται πάντα από την πίστη, παρά το ότι η λογική ασκεί σταθεροποιητική επίδραση και προσφέρει χρήσιμη βοήθεια. Ανέκαθεν υπήρξαν και πάντα θα υπάρχουν εσφαλμένες ερμηνείες των φαινομένων του φυσικού αλλά και του πνευματικού κόσμου, που επιπόλαια ονομάζονται επιστήμες και θρησκείες.
103:6.12 Μέσα από την ατελή αυτή αντίληψή του για την επιστήμη, την αδύναμη στήριξή του στη θρησκεία και τις άκαρπες προσπάθειές του στη μεταφυσική, ο άνθρωπος επεχείρησε να οικοδομήσει τη διατύπωση της φιλοσοφίας του. Και ο σύγχρονος άνθρωπος θα μπορούσε, πράγματι, να φτιάξει μια αξιόλογη και ελκυστική φιλοσοφία για τον ίδιο και το σύμπαν του, αν δεν επρόκειτο για την κατάρρευση της σημαντικότερης και απαραίτητης μεταφυσικής σχέσης μεταξύ του κόσμου της ύλης και του κόσμου του πνεύματος, την αποτυχία της μεταφυσικής να γεφυρώσει το μοροντιανό χάσμα μεταξύ του φυσικού και του πνευματικού. Ο θνητός άνθρωπος στερείται της αρχής της μοροντιανής σοφίας και της ύλης. Και η αποκάλυψη είναι ο μοναδικός τρόπος για την αποκατάσταση αυτού του ελλείμματος των εννοιολογικών δεδομένων, τα οποία ο άνθρωπος τόσο άμεσα χρειάζεται για να οικοδομήσει μία λογική φιλοσοφία πάνω στο σύμπαν και να φθάσει σε μια ικανοποιητική κατανόηση της ασφαλούς και μόνιμης θέσης του σ’ αυτό το σύμπαν.
103:6.13 Η αποκάλυψη αποτελεί τη μοναδική ελπίδα του εξελικτικού ανθρώπου να γεφυρώσει το μοροντιανό χάσμα. Η πίστη και η λογική, χωρίς την αρωγή της μοροντιανής σοφίας,, δεν μπορούν να συλλάβουν και να οικοδομήσουν ένα λογικό σύμπαν. Χωρίς τη διαισθητικότητα της μοροντιανής σοφίας, ο θνητός άνθρωπος δεν μπορεί να διακρίνει την καλοσύνη, την αγάπη και την αλήθεια στα φαινόμενα του υλικού κόσμου.
103:6.14 Όταν η ανθρώπινη φιλοσοφία στηρίζεται κυρίως στον κόσμο της ύλης, γίνεται ορθολογιστική, ή φυσιογνωστική. Όταν η φιλοσοφία τείνει προς το πνευματικό επίπεδο, γίνεται ιδεαλιστική, ή ακόμη και μυστικιστική. Όταν μία φιλοσοφία είναι τόσο ατυχής ώστε να βασισθεί στη μεταφυσική, αναπόφευκτα γίνεται σκεπτικιστική, σαστίζει. Σε παλαιότερες εποχές, το μεγαλύτερο μέρος των γνώσεων και των διανοητικών εκτιμήσεων του ανθρώπου είχαν περιέλθει σε μία από τις τρεις αυτές διαστρεβλώσεις της αντίληψης. Η φιλοσοφία δεν τολμά να παρουσιάσει τις ερμηνείες της πάνω στην πραγματικότητα με το μονοδιάστατο τρόπο της λογικής. Δεν πρέπει ποτέ να σταματήσει να λαμβάνει υπ’ όψιν την ελλειπτική συμμετρία της πραγματικότητας και τη βασική καμπύλη όλων των σχετικών εννοιών.
103:6.15 Η ανώτερη φιλοσοφία που μπορεί να επιτευχθεί πρέπει λογικά να βασίζεται στα επιχειρήματα της επιστήμης, στην πίστη προς τη θρησκεία και στην ενόραση της αλήθειας που δίδεται με την αποκάλυψη. Με την ενοποίηση αυτή, μπορεί ο άνθρωπος να εξισορροπήσει ως ένα σημείο την αδυναμία του να αναπτύξει μια επαρκή μεταφυσική και την ανικανότητά του να κατανοήσει τη σοφία της μορόντια.
103:7.1 Η επιστήμη υποστηρίζεται από τη λογική, η θρησκεία από την πίστη. Η πίστη, αν και δεν βασίζεται στη λογική, έχει λογική. Αν και είναι ανεξάρτητη από τη λογική, ενθαρρύνεται, παρά ταύτα από την ορθή λογική. Η πίστη δεν μπορεί να τραφεί ούτε καν από μία ιδανική φιλοσοφία[13]. Είναι, στην πραγματικότητα, μαζί με την επιστήμη, η ίδια η πηγή αυτής της φιλοσοφίας. Η πίστη, η ανθρώπινη θρησκευτική ενόραση, μπορεί να καθοδηγηθεί αλάθητα μόνον δια της αποκάλυψης, μπορεί πράγματι να εξαρθεί μόνο δια της ατομικής εμπειρίας του ανθρώπου με την πνευματική παρουσία του εκ Θεού Προσαρμοστή, ο οποίος είναι πνεύμα.
103:7.2 Η αληθής σωτηρία αποτελεί την τεχνική της θείας εξέλιξης της θνητής διάνοιας από την ταυτοποίηση με την ύλη, μέσω των χώρων των μοροντιανών συνδέσμων, ως το ανώτερο συμπαντικό επίπεδο της σχέσης με το πνεύμα. Και καθώς το υλικό, διαισθητικό ένστικτο προηγείται της εμφάνισης της εκλογικευμένης γνώσης στην επί της γης εξέλιξη, έτσι και η εκδήλωση της πνευματικής, διαισθητικής ενόρασης προμηνύει την μετέπειτα εμφάνιση της μοροντιανής και πνευματικής λογικής, καθώς και της εμπειρίας στο ουράνιο πρόγραμμα της επουράνιας εξέλιξης, της διαδικασίας μετουσίωσης των δυναμικών του ανθρώπου του εγκόσμιου στην πραγματικότητα και τη θεία ουσία του ανθρώπου του αιώνιου, του παραδείσιου τελικιστή.
103:7.3 Ωστόσο, καθώς ο ανερχόμενος άνθρωπος φθάνει προς τα έσω και τον Παράδεισο για την εμπειρία του με τον Θεό, με τον ίδιο τρόπο θα φθάσει προς τα έξω και προς το διάστημα για μια ενεργειακή κατανόηση του υλικού κόσμου. Η πρόοδος της επιστήμης δεν περιορίζεται στην επίγεια ζωή του ανθρώπου. Η εμπειρία της ανέλιξής του στο σύμπαν και το υπερσύμπαν θα αποτελέσει, σε μεγάλο βαθμό, τη σπουδή του πάνω στην ενεργειακή μετουσίωση και την υλική μεταμόρφωση. Ο θεός είναι πνεύμα, αλλά η Θεότητα είναι ενότητα και η ενότητα της Θεότητας δεν περιλαμβάνει μόνο τις πνευματικές αξίες του Πατέρα του Σύμπαντος και του Αιώνιου Υιού, αλλά έχει, επίσης, γνώση της ενεργειακής πραγματικότητας του Συμπαντικού Ελεγκτή και του Νησιού του Παραδείσου, ενώ οι δύο αυτές φάσεις της συμπαντικής πραγματικότητας συνδέονται τέλεια στους διανοητικούς συσχετισμούς του Συνδεδεμένου Δρώντος και ενοποιούνται στο πεπερασμένο επίπεδο μέσα στην αναδυόμενη Θεότητα του Υπέρτατου Όντος.
103:7.4 Η ένωση των επιστημονικών θέσεων και της θρησκευτικής ενόρασης δια του διαλογισμού της εμπειρικής φιλοσοφίας αποτελεί μέρος της εμπειρίας της μακράς προς τον Παράδεισο ανέλιξης του ανθρώπου. Η μαθηματική προσέγγιση και η βεβαιότητα της ενόρασης πάντα θα απαιτούν την εναρμονισμένη λειτουργία της λογικής της διάνοιας σε κάθε επίπεδο εμπειρίας, στερούμενες της μέγιστης κατάκτησης του Υπέρτατου.
103:7.5 Η λογική, όμως, δεν μπορεί ποτέ να επιτύχει την εναρμόνιση των επιστημονικών πορισμάτων και της θρησκευτικής ενόρασης, εκτός εάν τόσο η επιστημονική, όσο και η θρησκευτική θέση μιας προσωπικότητας κυριαρχούνται από την αλήθεια, επιθυμούν ειλικρινά να ακολουθήσουν την αλήθεια, οπουδήποτε κι’ αν οδηγεί, ανεξάρτητα από τα συμπεράσματα στα οποία μπορεί να φθάσει.
103:7.6 Η λογική είναι η τεχνική της φιλοσοφίας, ο τρόπος έκφρασής της. Εντός του χώρου της πραγματικής επιστήμης, ο διαλογισμός είναι πάντα υποκείμενος στην γνήσια λογική. Στο χώρο της αληθούς θρησκείας η πίστη είναι πάντοτε λογική από τη βάση μιας εσώτερης άποψης, έστω κι’ αν μία τέτοια πίστη μπορεί να εμφανισθεί ως εντελώς αστήρικτη, αν την αντιμετωπίσει κανείς από την προς τα έσω άποψη της επιστημονικής προσέγγισης. Κοιτάζοντας απ’ έξω προς τα μέσα, το σύμπαν μπορεί να φαίνεται υλικό. Κοιτάζοντας από μέσα προς τα έξω, το ίδιο σύμπαν φαίνεται να είναι απόλυτα πνευματικό. Η λογική αναπτύσσεται από την υλική συνείδηση, η πίστη από την πνευματική συνείδηση, όμως, μέσω της μελέτης μιας φιλοσοφίας ενισχυμένης από την αποκάλυψη, η λογική μπορεί να επιβεβαιώσει τόσο την προς τα έσω, όσο και την προς τα έξω άποψη, επιτυγχάνοντας έτσι τη σταθεροποίηση της επιστήμης αλλά και της θρησκείας. Έτσι, μέσω της κοινής επαφής με τη λογική της φιλοσοφίας, μπορούν η επιστήμη και η θρησκεία να συνυπάρξουν σε ολοένα αυξανόμενο βαθμό η μία με την άλλη, με όλο και λιγότερο σκεπτικισμό.
103:7.7 Αυτό που χρειάζονται η εξελισσόμενη επιστήμη, αλλά και η θρησκεία, είναι περισσότερη έρευνα και άφοβη αυτοκριτική, μεγαλύτερη συνειδητοποίηση των ατελειών της εξελικτικής κατάστασης. Οι διδάσκαλοι της επιστήμης και της θρησκείας συχνά στηρίζονται μόνο στις δικές τους δυνάμεις και γίνονται δογματικοί. Η επιστήμη και η θρησκεία μπορούν να κάνουν αυτοκριτική μόνο σε ότι αφορά τις δικές τους πραγματικότητες. Η στιγμιαία εκτροπή γίνεται από το στάδιο της πραγματικότητας, η λογική εγκαταλείπεται, ή εκφυλίζεται γοργά σε μία συμφωνία ψευδούς λογικής.
103:7.8 Η αλήθεια – η κατανόηση των κοσμικών σχέσεων, των συμπαντικών γεγονότων και των πνευματικών αξιών – μπορεί να γίνει καλύτερα αντιληπτή δια της λειτουργίας του Πνεύματος της Αληθείας και να της ασκηθεί καλύτερη κριτική δια της αποκάλυψης. Η αποκάλυψη όμως δεν πηγάζει ούτε από την επιστήμη, ούτε από τη θρησκεία. Η λειτουργία της είναι να συντονίζει τόσο την επιστήμη όσο και τη θρησκεία με την αλήθεια της πραγματικότητας. Πάντοτε, όταν λείπει η αποκάλυψη, ή στην αποτυχία της αποδοχής, ή της κατανόησής της, ο θνητός άνθρωπος καταφεύγει στη μάταιη λύση της μεταφυσικής, κάνοντάς την το μοναδικό ανθρώπινο υποκατάστατο της αποκάλυψης της αλήθειας, ή της σοφίας της μοροντιανής προσωπικότητας.
103:7.9 Η επιστήμη του υλικού κόσμου καθιστά τον άνθρωπο ικανό να ελέγχει και, ως ένα σημείο να κυριαρχεί, στο φυσικό του περιβάλλον. Η θρησκεία της πνευματικής εμπειρίας αποτελεί τη γενεσιουργό δύναμη της παρόρμησης για συναδέλφωση, που κάνει τους ανθρώπους ικανούς να ζουν μαζί, μέσα στις πολυπλοκότητες του πολιτισμού μιας επιστημονικής εποχής. Η μεταφυσική, αλλά πιο σίγουρα η αποκάλυψη, παρέχει ένα κοινό έδαφος σύγκλησης των ανακαλύψεων τόσο της επιστήμης, όσο και της θρησκείας και καθιστά δυνατή την ανθρώπινη προσπάθεια του να συσχετισθούν λογικά αυτοί οι δύο ξεχωριστοί, αλλά αλληλεξαρτώμενοι χώροι της σκέψης, σε μία καλά ισορροπημένη φιλοσοφία επιστημονικής σταθερότητας και θρησκευτικής βεβαιότητας.
103:7.10 Στο θνητό επίπεδο, τίποτε δεν μπορεί να αποδειχθεί απόλυτα. Τόσον η επιστήμη όσο και θρησκεία βασίζονται σε υποθέσεις. Στο μοροντιανό επίπεδο, οι υποθέσεις της επιστήμης αλλά και της θρησκείας μπορούν να αποδειχθούν εν μέρει δια της μοροντιανής λογικής. Στο πνευματικό επίπεδο της ύψιστης κατάστασης.7 η ανάγκη για πεπερασμένες αποδείξεις χάνεται, σταδιακά, μπροστά στην ουσιαστική εμπειρία της, και με την, πραγματικότητα. Ωστόσο, ακόμη και τότε, υπάρχουν πολλά πέραν του πεπερασμένου που μένουν αναπόδεικτα.
103:7.11 Όλες οι περιοχές της ανθρώπινης σκέψης βασίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις οι οποίες είναι αποδεκτές, αν και αναπόδεικτες, από την εποικοδομητική πάνω στην πραγματικότητα ευαισθησία των διανοητικών ιδιοτήτων του ανθρώπου. Η επιστήμη αρχίζει την αλαζονική της διαδρομή της λογικής υποθέτοντας την ύπαρξη τριών πραγμάτων: της ύλης, της κίνησης και της ζωής. Η θρησκεία ξεκινά από την υπόθεση της εγκυρότητας τριών καταστάσεων: της διάνοιας, του πνεύματος και του σύμπαντος – του Υπέρτατου Όντος.
103:7.12 Η επιστήμη καθίσταται ο χώρος συλλογισμού πάνω στα μαθηματικά, την ενέργεια και την ύλη του χρόνου στο διάστημα. Η θρησκεία υποτίθεται ότι διαχειρίζεται όχι μόνο το πεπερασμένο και εγκόσμιο πνεύμα, αλλά επίσης το πνεύμα της αιωνιότητας και του υπέρτατου. Μόνο μέσα από μία μακρά εμπειρία στη μοροντιανή σοφία μπορούν οι δύο ακραίες αυτές θεωρήσεις του σύμπαντος να δώσουν αναλογικές ερμηνείες της προέλευσης, της λειτουργίας, των συσχετισμών, των πραγματικοτήτων και του πεπρωμένου. Η μέγιστη εναρμόνιση της απόκλισης ενέργειας-πνεύματος βρίσκεται στο κύκλωμα των Επτά Κυρίαρχων Πνευμάτων[14]. Η πρώτη ενοποίηση εξ αυτού, στη Θεότητα του Υπέρτατου. Η ενοποίηση της τελικότητας, εξ αυτού, στο άπειρο της Πρώτης Γενεσιουργού Αιτίας και Κέντρου, του ΕΙΜΑΙ.
103:7.13 Ο διαλογισμός είναι η πράξη της αναγνώρισης των συμπερασμάτων της συνείδησης εν σχέσει προς την εμπειρία εντός, και μαζί με, τον φυσικό κόσμο της ενέργειας και της ύλης. Η πίστη είναι η πράξη της αναγνώρισης της εγκυρότητας της πνευματικής συνείδησης – κάτι που δεν μπορεί να αποδειχθεί σε ανθρώπινο επίπεδο.8 Η λογική είναι η τεχνητή πρόοδος, που αναζητά την αλήθεια, της ενοποίησης της πίστης και του διαλογισμού και στηρίζεται στις εποικοδομητικές διανοητικές ικανότητες των θνητών υπάρξεων, στην έμφυτη αναγνώριση των καταστάσεων, των εννοιών και των αξιών.
103:7.14 Υπάρχει μία πραγματική απόδειξη της πνευματικής πραγματικότητας στην παρουσία του Προσαρμοστή της Σκέψης, η εγκυρότητα, ωστόσο, της παρουσίας αυτής δεν μπορεί να επιδειχθεί στον εξωτερικό κόσμο, αλλά μόνο σ’ εκείνον που με τον τρόπο αυτό βιώνει την ενοίκηση του Θεού. Η επίγνωση του Προσαρμοστή βασίζεται στην δια της διανοίας αποδοχή της αλήθειας, στην δια της υπερδιάνοιας αντίληψη της καλοσύνης και στην παρόρμηση της προσωπικότητας να αγαπά.
103:7.15 Η επιστήμη ανακαλύπτει τον υλικό κόσμο, η θρησκεία τον αξιολογεί και η φιλοσοφία επιχειρεί να ερμηνεύσει τα νοήματά του, ενώ συντονίζει την επιστημονική, υλική άποψη με τη θρησκευτική, πνευματική θεώρηση. Η ιστορία, όμως, είναι ένας χώρος στον οποίο η επιστήμη και η θρησκεία δεν μπορούν ποτέ να συμφωνήσουν απόλυτα.
103:8.1 Παρά το όσο τόσον η επιστήμη, όσο και η θρησκεία μπορούν να υποθέσουν την πιθανότητα της ύπαρξης του Θεού με το διαλογισμό και τη λογική, μόνον η ατομική θρησκευτική εμπειρία ενός πνευματικά καθοδηγούμενου ανθρώπου μπορεί να βεβαιώσει τη βασιμότητα αυτής της υπέρτατης και προσωπικής Θεότητας. Δια της τεχνικής μιας παρόμοιας ενσάρκωσης της ζώσας αλήθειας, η φιλοσοφική υπόθεση της πιθανότητας της ύπαρξης του Θεού γίνεται θρησκευτική πραγματικότητα.
103:8.2 Η σύγχυση πάνω στην εμπειρία της βεβαιότητας της ύπαρξης του Θεού δημιουργείται από τις ανόμοιες ερμηνείες και συσχετισμούς της εμπειρίας αυτής των διαφόρων ατόμων και των διαφορετικών ανθρώπινων φυλών. Το να βιώσει κανείς τον Θεό μπορεί να είναι απόλυτα έγκυρο, αλλά το να συζητά για τον Θεό, σαν να επρόκειτο για κάτι διανοητικό και φιλοσοφικό, είναι διαφορετικό και σε πολλές περιπτώσεις τόσο ψευδές, που συγχύζει.
103:8.3 Ένας σωστός και έντιμος άνθρωπος μπορεί να είναι τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του, αλλά εντελώς ανίκανος να περάσει μια αποδεκτή γραπτή εξέταση πάνω στην ψυχολογία της συζυγικής αγάπης. Κάποιος άλλος, που μπορεί να αγαπά ελάχιστα, ή καθόλου τη σύζυγό του, μπορεί να περάσει μια τέτοια εξέταση πολύ καλύτερα. Η αδυναμία ενός ανθρώπου που αγαπά να αισθανθεί την πραγματική φύση του αγαπημένου του ατόμου δεν ακυρώνει ούτε στο ελάχιστο την πραγματικότητα της ειλικρίνειας της αγάπης του.
103:8.4 Αν αληθινά πιστεύετε στο Θεό – με πίστη να τον κατανοείτε και να τον αγαπάτε – μην αφήσετε την ύπαρξη μιας τέτοιας εμπειρίας να υποβιβασθεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ή να μειωθεί εξ αιτίας των γεμάτων αμφιβολίες υπαινιγμών της επιστήμης, της μικρολογίας της λογικής, των υποθέσεων της φιλοσοφίας, ή των έξυπνων υποδείξεων των καλοπροαίρετων ψυχών, που θα μπορούσαν να φτιάξουν μια θρησκεία χωρίς Θεό.
103:8.5 Η βεβαιότητα του θρησκευόμενου που γνωρίζει το Θεό δεν πρέπει να διαταράσσεται από την αβεβαιότητα των γεμάτων αμφιβολίες υλιστών. Μάλλον η αβεβαιότητα του άπιστου πρέπει να προκαλείται σε μεγάλο βαθμό από την βαθιά πίστη και την αμετακίνητη βεβαιότητα του πιστού που έχει βιώσει την εμπειρία.
103:8.6 Η φιλοσοφία, για να είναι χρήσιμη στην επιστήμη αλλά και τη θρησκεία, πρέπει να αποφεύγει τις ακραίες θέσεις του υλισμού, αλλά και του πανθεϊσμού. Μόνο μία φιλοσοφία που αναγνωρίζει την πραγματικότητα της προσωπικότητας – τη μονιμότητα μέσα στις αλλαγές – μπορεί να έχει ηθική αξία για τον άνθρωπο, μπορεί να χρησιμεύσει ως σύνδεσμος μεταξύ των θεωριών της επιστήμης της ύλης και της θρησκείας του πνεύματος. Η αποκάλυψη είναι η εξισορρόπηση για τις αδυναμίες της εξελισσόμενης επιστήμης.
103:9.1 Η θεολογία χειρίζεται το διανοητικό περιεχόμενο ης θρησκείας, η μεταφυσική (αποκάλυψη) τις φιλοσοφικές θέσεις. Η θρησκευτική εμπειρία αποτελεί το πνευματικό περιεχόμενο της θρησκείας. Παρά τις μυθολογικές πλάνες και τις ψυχολογικές ψευδαισθήσεις του διανοητικού περιεχομένου της θρησκείας, τις εσφαλμένες μεταφυσικές υποθέσεις και τις τεχνικές αυταπάτης, τις πολιτικές παραμορφώσεις και τις κοινωνικο-οικονομικές επιδράσεις9 στο φιλοσοφικό περιεχόμενο της θρησκείας, η πνευματική εμπειρία της προσωπικής θρησκείας παραμένει γνήσια και έγκυρη.
103:9.2 Η θρησκεία έχει να κάνει με το συναίσθημα, τη δράση και τη ζωή, όχι απλά με την κρίση. Η κρίση έχει μεγαλύτερη σχέση με το υλικό μέρος της ζωής και θα έπρεπε κατά κύριο λόγο, αλλά όχι καθ’ ολοκληρίαν, να διέπεται από τη λογική και τα δεδομένα της επιστήμης και, όσον αφορά στις μη υλικές της προσεγγίσεις προς τους πνευματικούς χώρους, από την αλήθεια. Ανεξάρτητα από το πόσο απατηλή και εσφαλμένη είναι η θεολογική θεώρηση ενός ατόμου, η θρησκεία του μπορεί να είναι απόλυτα γνήσια και αιώνια αληθινή.
103:9.3 Ο Βουδισμός, στην αυθεντική του μορφή είναι μία από τις καλύτερες θρησκείες, χωρίς ένα Θεό ο οποίος προήλθε μέσα από την εξελικτική ιστορία της Ουράντια, αν και, καθώς η πίστη αυτή εξελίχθηκε, δεν έμεινε χωρίς θεό. Θρησκεία χωρίς πίστη αποτελεί αντίφαση. Χωρίς Θεό, φιλοσοφική ανακολουθία και διανοητικό ατόπημα.
103:9.4 Η μαγική και μυθολογική προέλευση της φυσικής θρησκείας δεν ακυρώνει την πραγματικότητα και την αλήθεια της μετέπειτα αποκαλυφθείσας θρησκείας και του ολοκληρωμένου, σωτήριου ευαγγελίου της θρησκείας του Ιησού. Η ζωή και η διδασκαλία του Ιησού απήλλαξαν, τελικά, τη θρησκεία από τις δεισιδαιμονίες της μαγείας, τις πλάνες της μυθολογίας και τη δουλεία του παραδοσιακού δογματισμού. Ωστόσο, αυτή η πρώιμη μαγεία και μυθολογία, προετοίμασαν αποτελεσματικά το δρόμο για τη μεταγενέστερη, ανώτερη θρησκεία, υποθέτοντας την ύπαρξη και την πραγματικότητα των υπεράνω της ύλης αξιών και υπάρξεων.
103:9.5 Παρά το ότι η θρησκευτική εμπειρία αποτελεί ένα καθαρά πνευματικό, υποκειμενικό φαινόμενο, ως εμπειρία περιλαμβάνει μια θέση θετικής και ζώσας πίστης προς τους ανώτερους χώρους της συμπαντικής, αντικειμενικής πραγματικότητας. Το ιδεώδες της θρησκευτικής φιλοσοφίας είναι μία πίστη-εμπιστοσύνη τέτοια, που να κάνει τον άνθρωπο να εξαρτάται, χωρίς όρους, από την απόλυτη αγάπη του άπειρου Πατέρα του σύμπαντος των συμπάντων. Μία τέτοια γνήσια θρησκευτική εμπειρία υπερβαίνει κατά πολύ τη φιλοσοφική αντικειμενοποίηση της ιδεαλιστικής επιθυμίας. Στην πραγματικότητα θεωρεί τη σωτηρία δεδομένη και ασχολείται μόνο με το να κατανοήσει και να πράξει το θέλημα του εν Παραδείσω Πατέρα. Τα γνωρίσματα μιας τέτοιας θρησκείας είναι: η πίστη σε μία υπέρτατη Θεότητα, η ελπίδα για την αιώνια σωτηρία και η αγάπη, κυρίως για τους συνανθρώπους του ατόμου.
103:9.6 Ενώ η θεολογία κυριαρχεί επί της θρησκείας, η θρησκεία πεθαίνει. Γίνεται δόγμα, αντί να γίνεται ζωή. Η αποστολή της θεολογίας είναι απλά να διευκολύνει την αυτεπίγνωση της προσωπικής, πνευματικής εμπειρίας. Η θεολογία συνιστά τη θρησκευτική προσπάθεια για να ορισθούν, να διευκρινισθούν, να ερμηνευθούν και τα δικαιωθούν οι εμπειρικοί ισχυρισμοί της θρησκείας, η οποία, σε τελική ανάλυση, μπορεί να επιβεβαιωθεί μόνο δια της ζώσας πίστης. Στην ανώτερη φιλοσοφία του σύμπαντος η σοφία, όπως και η λογική, συμμαχεί με την πίστη. Η λογική, η σοφία και η πίστη είναι τα ανώτερα επιτεύγματα του ανθρώπου, ως ανθρώπου. Η λογική εισάγει τον άνθρωπο στον κόσμο των δεδομένων, των καταστάσεων, η σοφία τον εισάγει σ’ έναν κόσμο αλήθειας, συσχετισμών. Η πίστη τον εντάσσει σ’ έναν κόσμο θείας, πνευματικής εμπειρίας.
103:9.7 Η πίστη πολύ πρόθυμα συμπαρασύρει τη λογική ως το σημείο όπου μπορεί η λογική να φθάσει και συνεχίζει με τη σοφία, ως το έσχατο φιλοσοφικό όριο. Και έπειτα, τολμά να ξεκινήσει για το απεριόριστο, χωρίς τέλος συμπαντικό ταξίδι, με μοναδική συντροφιά της την αληθεια.
103:9.8 Η επιστήμη (η γνώση) στηρίζεται στην έμφυτη (εκ του συνοδού πνεύματος) υπόθεση ότι η λογική είναι έγκυρη, ότι το σύμπαν μπορεί να κατανοηθεί. Η φιλοσοφία (η συντονισμένη αντίληψη) βασίζεται στην έμφυτη (εκ του πνεύματος της σοφίας) υπόθεση ότι η σοφία είναι έγκυρη, ότι το υλικό σύμπαν μπορεί να συντονισθεί με το πνευματικό. Η θρησκεία, (η αλήθεια της προσωπικής, πνευματικής εμπειρίας) βασίζεται στην έμφυτη (εκ του Προσαρμοστή της Σκέψης) υπόθεση ότι η πίστη είναι έγκυρη, ότι μπορεί το άτομο να κατανοήσει και να κατακτήσει το Θεό.
103:9.9 Η πλήρης συνειδητοποίηση της πραγματικότητας της θνητής ζωής συνίσταται στην προοδευτική προθυμία του ατόμου να πιστέψει τις υποθέσεις αυτές για τη λογική, τη σοφία και την πίστη. Η ζωή αυτή, είναι η ζωή που υποκινείται από την αλήθεια και κυριαρχείται από την αγάπη. Και τούτα είναι τα ιδεώδη της αντικειμενικής, κοσμικής πραγματικότητας, η ύπαρξη της οποίας δεν μπορεί να παρουσιασθεί με τρόπο υλικό.
103:9.10 Από τη στιγμή που η λογική αναγνωρίζει το σωστό και το λάθος, δείχνει σοφία. Όταν η σοφία επιλέγει μεταξύ του σωστού και του λάθους, της αλήθειας και του σφάλματος, δείχνει πνευματική καθοδήγηση. Και έτσι, οι λειτουργίες του νου, της ψυχής και του πνεύματος ενώνονται για πάντα και λειτουργούν αλληλεξαρτώμενες. Η λογική διαχειρίζεται την ουσιαστική γνώση. Η σοφία, τη φιλοσοφία και την αποκάλυψη. Η πίστη, τη ζώσα πνευματική εμπειρία. Μέσω της αλήθειας ο άνθρωπος κατακτά την ομορφιά και μέσω της πνευματικής αγάπης ανελίσσεται ως την καλοσύνη.
103:9.11 Η πίστη οδηγεί στην κατανόηση του Θεού, όχι απλά σε μία μυστικιστική αίσθηση της θείας παρουσίας. Η πίστη δεν πρέπει να επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από τα συναισθηματικά της συμπεράσματα. Η αληθής θρησκεία αποτελεί εμπειρία πίστης και γνώσης, καθώς επίσης και ικανοποίησης του συναισθήματος.
103:9.12 Υπάρχει μια πραγματικότητα στη θρησκευτική εμπειρία, η οποία είναι ευθέως ανάλογη με το πνευματικό περιεχόμενο και μία τέτοια πραγματικότητα υπερβαίνει τη λογική, την επιστήμη, τη φιλοσοφία, τη σοφία, και κάθε άλλο ανθρώπινο επίτευγμα. Οι πεποιθήσεις μιας τέτοιας εμπειρίας είναι αδήριτες. Η λογική της θρησκευτικής ζωής είναι αναντίρρητη. Η βεβαιότητα μιας τέτοιας γνώσης βρίσκεται πέραν του ανθρώπινου. Οι ικανοποιήσεις είναι υπέροχα θείες, το σθένος αδάμαστο, η αφοσίωση αδίστακτη, η πίστη υπέρτατη και το πεπρωμένο ανέκκλητο – αιώνιο, ύπατο και συμπαντικό.
103:9.13 [Παρουσιάσθηκε από έναν Μελχισεδέκ του Νέβαδον.]
Εγγραφο 102. ΟΙ ΒΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΠΙΣΤΗΣ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 104. ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΚΕΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΙΑΔΑ |