© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 62. ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ ΦΥΛΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 64. ΟΙ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΕΣ ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ |
63:0.1 Η Ουράντια είχε καταχωρηθεί στα μητρώα ως κατοικημένος πλανήτης όταν οι πρώτες δύο ανθρώπινες υπάρξεις – τα δίδυμα – ήταν ένδεκα χρονών και πριν γίνουν γονείς του πρωτότοκου της δεύτερης γενεάς των πραγματικών ανθρώπινων υπάρξεων. Και το μήνυμα του αρχαγγέλου από τον Σάλβινγκτον, με την ευκαιρία αυτή της επίσημης αναγνώρισης του πλανήτη, έκλεισε με αυτά τα λόγια:
63:0.2 «Η ανθρώπινη διάνοια εμφανίσθηκε στον 606 της Σατάνια και οι γονείς αυτοί της καινούργιας φυλής θα ονομασθούν Άντον και Φόντα. Και όλοι οι αρχάγγελοι προσεύχονται ώστε τα πλάσματα αυτά να πληρωθούν σύντομα με την προσωπική ενοίκηση του δώρου του πνεύματος του Πατέρα του Σύμπαντος.»
63:0.3 Άντον είναι το όνομα του Νέβαδον που σημαίνει «το πρώτο καθ’ ομοίωση του Πατέρα πλάσμα που επιδεικνύει έντονη επιθυμία για την ανθρώπινη τελειότητα.» Φόντα σημαίνει «το πρώτο καθ’ ομοίωση του Υιού πλάσμα που επιδεικνύει έντονη επιθυμία για την ανθρώπινη τελειότητα.» Ο Άντον και η Φόντα δεν έμαθαν ποτέ αυτά τα ονόματα, μέχρις ότου επληρώθησαν σ’ αυτούς, την εποχή της συγχώνευσής τους με τους Προσαρμοστές της Σκέψης. Καθ’ όλη τη διάρκεια της θνητής παραμονής τους στην Ουράντια αποκαλούνταν μεταξύ τους Σόντα-αν και Σόντα-εν, με το Σόντα αν να σημαίνει «εκείνο που τον αγαπά η μητέρα» και Σόντα-εν να σημαίνει «εκείνον που τον αγαπά ο πατέρας.» Έδωσαν στους εαυτούς τους αυτά τα ονόματα και οι έννοιες που είχαν εκφράζουν τον αμοιβαίο σεβασμό και τη στοργή τους.
63:1.1 Από πολλές απόψεις, ο Άντον και η Φόντα ήταν το πιο αξιόλογο ζευγάρι ανθρώπινων υπάρξεων που έζησαν ποτέ στο πρόσωπο της γης. Το θαυμάσιο αυτό ζευγάρι, οι πραγματικοί γονείς ολόκληρης της ανθρωπότητας, ήταν από κάθε άποψη ανώτεροι πολλών από τους άμεσους απογόνους τους, ενώ ήταν θεμελιωδώς διαφορετικοί από όλους τους προγόνους τους, τόσο τους άμεσους, όσο και τους παλαιότερους.
63:1.2 Οι γονείς αυτού του πρώτου ανθρώπινου ζευγαριού ήταν, φαινομενικά, ελάχιστα διαφορετικοί από το μέσο όρο της φυλής τους, αν και βρίσκονταν μεταξύ των πλέον ευφυών μελών της, στην ομάδα εκείνη που πρώτη έμαθε να πετά πέτρες και να χρησιμοποιεί ρόπαλα στη μάχη. Έκαναν, επίσης, χρήση αιχμηρών λογχών από πέτρα, πυρόλιθο και κόκαλα.
63:1.3 Ενώ ζούσε ακόμα με τους γονείς του, ο Άντον είχε στερεώσει ένα αιχμηρό κομμάτι πυρόλιθου στο άκρο ενός ρόπαλου, χρησιμοποιώντας τένοντες ζώων για το σκοπό αυτό και σε όχι λιγότερες από μια ντουζίνα φορές, έκανε σωστή χρήση του όπλου αυτού σώζοντας τη ζωή του αλλά και τη ζωή της εξ ίσου ριψοκίνδυνης και περίεργης αδελφής του, που πάντα τον συνόδευε, σε όλες τις εξερευνητικές του περιηγήσεις.
63:1.4 Η απόφαση του Άντον και της Φόντα να απομακρυνθούν από τις φυλές των πρωτευόντων υποδηλώνει μια διανοητική ποιότητα κατά πολύ ανώτερη της ταπεινότερης διάνοιας η οποία χαρακτήριζε τόσους πολλούς από τους μετέπειτα απογόνους τους, που υποβαθμίστηκαν για να ζευγαρώσουν με τα καθυστερημένα ξαδέλφια τους, των πιθηκοειδών φυλών. Η ακαθόριστη αίσθησή τους όμως ότι ήταν κάτι περισσότερο από απλά ζώα, οφείλετο στο ότι διέθεταν προσωπικότητα και μεγάλωσε με την ενοικούσα παρουσία των Προσαρμοστών της Σκέψης.
63:2.1 Ενώ ο Άντον και η Φόντα είχαν αποφασίσει να εξαφανισθούν, για ένα διάστημα υπέκυψαν στους φόβους τους, ειδικώτερα στο φόβο του να δυσαρεστήσουν τον πατέρα τους και την άμεση οικογένεια. Φαντάσθηκαν ότι τους επετίθεντο εχθρικοί συγγενείς και αναγνώρισαν, έτσι, την πιθανότητα να βρουν το θάνατο από τα χέρια των ήδη ζηλόφθονων μελών της φυλής τους. Σαν παιδιά, τα δίδυμα είχαν περάσει τον περισσότερο χρόνο τους ο ένας με τη συντροφιά του άλλου και για το λόγο αυτό δεν είχαν γίνει ποτέ σε μεγάλο βαθμό δημοφιλείς στα ζωώδους υπόστασης εξαδέλφια τους της φυλής των Πρωτευόντων. Ούτε είχαν βελτιώσει το κύρος τους στη φυλή, φτιάχνοντας ένα ξεχωριστό και πολύ ανώτερο δεντρόσπιτο.
63:2.2 Και ήταν σ’ αυτό το καινούργιο σπίτι, ανάμεσα στις δεντροκορφές, μια νύκτα, αφού τους ξύπνησε μια βίαιη καταιγίδα, καθώς κρατούσαν το ένα το άλλο σ’ ένα τρομαγμένο και τρυφερό αγκάλιασμα, που τελικά και απόλυτα αποφάσισαν να δραπετεύσουν από το περιβάλλον της φυλής και τις πάτριες δεντροκορφές.
63:2.3 Είχαν ήδη ετοιμάσει ένα πρωτόγονο καταφύγιο στην κορυφή ενός δένδρου, περίπου μισή μέρα ταξίδι προς βορράν. Αυτό ήταν το μυστικό τους και το ασφαλές τους κρησφύγετο για την πρώτη τους μέρα μακριά από τα δάση της πατρίδας. Παρά το γεγονός ότι τα δίδυμα μοιράζονταν το θανάσιμο φόβο των Πρωτευόντων να βρίσκονται στο έδαφος κατά τη διάρκεια της νύκτας, έφυγαν αμέσως πριν πέσει το σκοτάδι για το προς βορράν ταξίδι τους. Ενώ χρειαζόταν ασυνήθιστο θάρρος για να κάνουν το νυκτερινό αυτό ταξίδι, ακόμη και με πανσέληνο, συμπέραναν σωστά ότι ήταν απίθανο να τους χάσουν και να τους κυνηγήσουν τα μέλη της φυλής και οι συγγενείς. Και έκαναν με ασφάλεια τη συνάντηση που είχαν ήδη προετοιμάσει, αμέσως μετά τα μεσάνυκτα.
63:2.4 Καθώς ταξίδευαν προς βορράν, ανεκάλυψαν ένα εκτεθειμένο κοίτασμα πυρόλιθου και, βρίσκοντας πολλές πέτρες κατάλληλα διαμορφωμένες για διάφορες χρήσεις, συγκέντρωσαν αποθέματα για το μέλλον. Προσπαθώντας να κόψουν αυτούς τους πυρόλιθους ώστε να ταιριάζουν καλύτερα σε ορισμένες επιδιώξεις τους, ο Άντον ανεκάλυψε την ιδιότητά τους να παράγουν σπινθήρες και συνέλαβε την ιδέα να ανάψει φωτιά. Η ιδέα, ωστόσο, δεν τον απασχόλησε πάρα πολύ εκείνη τη στιγμή, εφ’ όσον το κλίμα ήταν ακόμη υγιεινό και υπήρχε ελάχιστη ανάγκη για φωτιά.
63:2.5 Ο φθινοπωρινός ήλιος, όμως, χαμήλωνε στον ουρανό και καθώς ταξίδευαν προς τα βόρεια, οι νύκτες γίνονταν ολοένα πιο κρύες. Είχαν ήδη υποχρεωθεί να χρησιμοποιήσουν δέρματα ζώων για να ζεσταθούν. Προτού συμπληρώσουν ένα φεγγάρι μακριά από το σπίτι, ο Άντον δήλωσε στη σύντροφό του ότι μπορούσε να ανάψει φωτιά με τον πυρόλιθο. Προσπάθησαν για δύο μήνες να χρησιμοποιήσουν τις σπίθες του πυρόλιθου για να ανάψουν τη φωτιά, αλλά συνάντησαν την αποτυχία. Κάθε μέρα το ζευγάρι αυτό κτυπούσε τους πυρόλιθους και προσπαθούσε να βάλει φωτιά στα ξύλα. Τελικά, ένα βράδυ, την ώρα περίπου που έδυε ο ήλιος, το μυστικό της τεχνικής αποκαλύφθηκε, όταν σκέφθηκε η Φόντα να σκαρφαλώσει σ’ ένα κοντινό δέντρο για να ασφαλίσει μια εγκαταλειμμένη φωλιά πουλιών. Η φωλιά ήταν στεγνή και πολύ εύφλεκτη και κατά συνέπεια πήρε φωτιά σα λαμπάδα τη στιγμή που έπεσε επάνω της η σπίθα. Εξεπλάγησαν και αιφνιδιάστηκαν τόσο πολύ με την επιτυχία τους ώστε σχεδόν τους έσβησε η φωτιά, αλλά τη γλίτωσαν, προσθέτοντας το κατάλληλο καύσιμο και τότε άρχισε η πρώτη αναζήτηση καυσόξυλων από τους γονείς ολόκληρης της ανθρωπότητας.
63:2.6 Αυτή ήταν μία από τις πιο χαρούμενες στιγμές στη σύντομη, αλλά γεμάτη συμβάντα ζωή τους. Όλη τη νύκτα κάθονταν και κοιτούσαν τη φωτιά τους να καίει, αντιλαμβανόμενοι αμυδρά ότι είχαν κάνει μια ανακάλυψη, η οποία θα τους έδινε τη δυνατότητα να αψηφήσουν το κλίμα και έτσι να γίνουν για πάντα ανεξάρτητοι από τους, ζωώδους υπόστασης, συγγενείς τους στις νότιες περιοχές. Μετά από ανάπαυση τριών ημερών και αφού απόλαυσαν τη φωτιά, συνέχισαν το ταξίδι τους.
63:2.7 Οι πρωτεύοντες πρόγονοι του Άντον και είχαν συχνά συντηρήσει φωτιά που είχε ανάψει από κεραυνό, αλλά ποτέ πριν τα πλάσματα της γης δεν διέθεταν μία μέθοδο για να ανάβουν φωτιά κατά βούληση. Πέρασε, όμως, πολύς καιρός μέχρις ότου να μάθουν τα δίδυμα ότι τα ξερά βρύα καθώς και άλλα υλικά μπορούσαν να ανάψουν φωτιά το ίδιο καλά όσο οι φωλιές των πουλιών.
63:3.1 Πέρασαν σχεδόν δύο χρόνια από τη νύκτα της αναχώρησης των διδύμων από το σπίτι προτού να γεννηθεί το πρώτο τους παιδί. Το ονόμασαν Σοντάντ. Και ο Σοντάντ ήταν το πρώτο πλάσμα που γεννήθηκε στην Ουράντια, το οποίο τυλίχθηκε σε προστατευτικά σκεπάσματα τη στιγμή της γέννησής του. Η ανθρώπινη φυλή είχε αρχίσει και με την καινούργια αυτή εξέλιξη, εμφανίσθηκε το ένστικτο να φροντίζει κατάλληλα τα εξασθενούντα, σε αυξανόμενο βαθμό, βρέφη, τα οποία θα χαρακτήριζαν την προοδευτική εξέλιξη της διάνοιας της ευφυούς τάξης, σε αντίθεση με τον περισσότερο καθαρά ζωώδη τύπο.
63:3.2 Ο Άντον και η Φόντα είχαν συνολικά δέκα εννέα παιδιά και έζησαν για να απολαύσουν τη συντροφιά πενήντα σχεδόν εγγονών και μισής ντουζίνας δισέγγονων. Η οικογένεια κατοικούσε σε τέσσερα πέτρινα καταφύγια που εφάπτονταν μεταξύ τους, σχεδόν σαν σπηλιές, τρία από τα οποία συνδέονταν μεταξύ τους με διαδρόμους, που είχαν σκαφτεί στο μαλακό ασβεστόλιθο με εργαλεία από πυρόλιθο σχεδιασμένα από τα παιδιά του Άντον.
63:3.3 Οι πρώτοι αυτοί Αντονίτες1 εκδήλωναν ένα πολύ τονισμένο φυλετικό πνεύμα. Κυνηγούσαν σε ομάδες και ποτέ δεν περιπλανούνταν μακριά από το σπίτι. Φαίνεται πως αντιλαμβάνονταν ότι ήταν μια απομονωμένη και μοναδική ομάδα ζωντανών υπάρξεων και γι’ αυτό απέφευγαν να χωρίζονται. Το αίσθημα αυτό της στενής συγγένειας αναμφίβολα οφείλετο στην βελτιωμένη διανοητική λειτουργία των συνοδών πνευμάτων.
63:3.4 Ο Άντον και η Φόντα εργάζονταν ακατάπαυστα για την ανατροφή και τον εξευγενισμό της οικογένειας. Έζησαν μέχρι τα σαράντα δύο, όταν και οι δύο σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια ενός σεισμού, από την πτώση ενός επικρεμάμενου βράχου. Πέντε από τα παιδιά τους και έντεκα εγγόνια τους χάθηκαν, μαζί τους και είκοσι, σχεδόν, από τους απογόνους τους τραυματίσθηκαν σοβαρά.
63:3.5 Με το θάνατο των γονιών του, ο Σοντάντ, παρά το σοβαρά τραυματισμένο πόδι του, ανέλαβε αμέσως την αρχηγία της οικογένειας, ενώ είχε την αμέριστη βοήθεια της συζύγου του, της μεγαλύτερης αδελφής του. Η πρώτη τους δουλειά ήταν να συσσωρεύσουν πέτρες για να θάψουν τους νεκρούς γονείς τους, τα αδέλφια τους, τις αδελφές και τα παιδιά τους. Δεν πρέπει να δοθεί υπερβολική σημασία στην πράξη αυτή της ταφής. Οι απόψεις τους για τη μετά θάνατον σωτηρία ήταν πολύ ασαφείς και αόριστες, προερχόμενες κατά μέγα μέρος από τα φανταστικά και έντονα όνειρά τους.
63:3.6 Η οικογένεια αυτή του Άντον και της Φόντα έμεινε ενωμένη μέχρι την εικοστή γενεά, όταν ο συνδυασμός ανταγωνισμού για την τροφή και κοινωνικών προστριβών προκάλεσαν την απαρχή του διασκορπισμού.
63:4.1 Οι πρωτόγονοι άνθρωποι – οι Αντονίτες – είχαν μαύρα μάτια και μελαψό δέρμα, κάτι μεταξύ κόκκινου και κίτρινου. Η μελανίνη είναι μία χρωστική ουσία η οποία βρίσκεται στο δέρμα όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Είναι η αρχική χρωστική ουσία του Αντονικού δέρματος. Στη γενική εμφάνιση και το χρώμα του δέρματος οι πρώιμοι αυτοί Αντονίτες έμοιαζαν περισσότερο με τους σημερινούς Εσκιμώους, απ΄ όσο με οποιοδήποτε άλλο τύπο σύγχρονων ανθρώπινων υπάρξεων. Ήταν τα πρώτα πλάσματα που χρησιμοποίησαν δέρματα ζώων ως προστασία κατά του κρύου. Είχαν λίγο περισσότερο τρίχωμα στο σώμα τους από τους σύγχρονους ανθρώπους.
63:4.2 Η ζωή της φυλής των ζωώδους υπόστασης προγόνων αυτών των πρώιμων ανθρώπων προανήγγειλε την απαρχή πολυάριθμων κοινωνικών συμβάσεων, ενώ με τα διευρυμένα συναισθήματα και τις αυξημένες εγκεφαλικές δυνάμεις των πλασμάτων αυτών, υπήρξε μία άμεση εξέλιξη στην κοινωνική οργάνωση και ένας νέος καταμερισμός των εργασιών στην φυλή. Ήταν εξαιρετικά μιμητικοί, το ένστικτο, όμως, της υποκρισίας ήταν ελάχιστα ανεπτυγμένο και η αίσθηση του χιούμορ ήταν απόλυτα, σχεδόν, απούσα. Ο πρωτόγονος άνθρωπος χαμογελούσε περιστασιακά, αλλά ποτέ δεν παραδόθηκε σ’ ένα εγκάρδιο γέλιο. Το χιούμορ υπήρξε η κληρονομιά της μεταγενέστερης Αδαμικής φυλής. Αυτές οι πρώιμες ανθρώπινες υπάρξεις δεν ήταν τόσο ευαίσθητοι στον πόνο, ούτε αντιδρούσαν τόσο έντονα στις δυσάρεστες καταστάσεις, όσο πολλοί από τους μετέπειτα εξελισσόμενους θνητούς. Η γέννηση των παιδιών δεν αποτελούσε οδυνηρή και εξαντλητική δοκιμασία για τη Φόντα και τις άμεσες απογόνους της.
63:4.3 Ήταν μια θαυμάσια φυλή. Τα αρσενικά μάχονταν ηρωικά για την ασφάλεια των συντρόφων τους και των παιδιών τους. Τα θηλυκά ήταν τρυφερά αφοσιωμένα στα παιδιά τους. Ο πατριωτισμός τους, όμως, περιορίζετο αποκλειστικά στην άμεση οικογένεια. Ήταν πολύ πιστοί στις οικογένειές τους. Πέθαιναν χωρίς δισταγμό για να υπερασπίσουν τα παιδιά τους, αλλά δεν ήταν ικανοί να συλλάβουν την ιδέα να προσπαθήσουν να κάνουν τον κόσμο καλύτερο για τα εγγόνια τους. Ο αλτρουισμός ήταν ακόμη αγέννητος στην ανθρώπινη καρδιά, παρά το ότι όλα τα συναισθήματα τα απαραίτητα για τη γέννηση της θρησκείας ήταν ήδη παρόντα σ’ αυτούς τους ιθαγενείς της Ουράντια.
63:4.4 Οι πρώιμοι αυτοί άνθρωποι διέθεταν μια συγκινητική στοργή για τους συντρόφους τους και σίγουρα είχαν μια πραγματική, αν και χονδροειδή, αντίληψη της φιλίας. Ήταν κοινό θέαμα, σε μεταγενέστερους καιρούς, κατά τις διαρκώς επαναλαμβανόμενες μάχες τους με κατώτερες φυλές, να βλέπει κανείς έναν από τους πρωτόγονους αυτούς ανθρώπους να μάχεται θαρραλέα με το ένα χέρι, ενώ αγωνιζόταν μαζί, προσπαθώντας να προστατεύσει και να γλιτώσει ένα πληγωμένο συμπολεμιστή. Πολλές από τις πλέον ευγενείς και ανώτερες ανθρώπινες ιδιότητες της μετέπειτα εξελικτικής ανάπτυξης, προαγγέλλονταν συγκινητικά σ’ αυτούς τους πρωτόγονους λαούς.
63:4.5 Η αρχική Αντονική φυλή διατήρησε μια αδιάσπαστη γραμμή αρχηγίας ως την εικοστή έβδομη γενεά, όταν, χωρίς αρσενικό απόγονο να υπάρχει μεταξύ των άμεσων απογόνων του Σοντάντ, δύο αντίπαλοι υποψήφιοι αρχηγοί της φυλής άρχισαν πάσει δυνάμει να πολεμούν για την κυριαρχία.
63:4.6 Πριν την εκτεταμένη διασπορά των Αντονικών φυλών, μια αρκετά εξελιγμένη γλώσσα είχε αναπτυχθεί από τις αρχικές τους προσπάθειες να επικοινωνήσουν μεταξύ τους. Η γλώσσα αυτή συνέχισε να αναπτύσσεται και καθημερινές, σχεδόν, προσθήκες γίνονταν σ’ αυτήν εξ αιτίας των νέων εφευρέσεων και προσαρμογών στο περιβάλλον, οι οποίες αναπτύχθηκαν από αυτούς τους δραστήριους, ακούραστους και περίεργους λαούς. Και η γλώσσα αυτή έγινε ο λόγος της Ουράντια, η γλώσσα της αρχικής ανθρώπινης οικογένειας, ως τη μεταγενέστερη εμφάνιση των έγχρωμων φυλών.
63:4.7 Καθώς περνούσε ο καιρός, οι Αντονικές φυλές αυξάνονταν αριθμητικά και η επαφή των διασκορπισμένων οικογενειών δημιούργησε προστριβές και παρανοήσεις. Δύο μόνο πράγματα απασχολούσαν το νου αυτών των ανθρώπων: Το κυνήγι για να βρουν τροφή και ο πόλεμος για να εκδικηθούν κάποια πραγματική, ή υποθετική αδικία, ή προσβολή εκ μέρους των γειτονικών φυλών.
63:4.8 Τα οικογενειακά τιμάρια2 αυξήθηκαν, ξέσπασαν πόλεμοι μεταξύ των φυλών, ενώ οι ευγενέστερες και προηγμένες ομάδες υπέστησαν σημαντικές απώλειες μεταξύ των καλύτερων στοιχείων τους. Ορισμένα από τα πολυτιμότερα γένη με ικανότητες και ευφυία χάθηκαν για πάντα από τον κόσμο. Η πρώιμη αυτή φυλή και ο πρωτόγονος πολιτισμός της απειλήθηκαν με εξόντωση από τον αδιάκοπό αυτό πόλεμο των φυλών.
63:4.9 Είναι αδύνατο να παρακινήσει κανείς τέτοιες πρωτόγονες υπάρξεις να ζήσουν μαζί ειρηνικά για πολύ καιρό. Ο άνθρωπος είναι απόγονος των μαχόμενων ζώων και, όταν έρχονταν σε στενή επαφή, οι απολίτιστοι άνθρωποι εξόργιζαν και προσέβαλλαν ο ένας τον άλλο. Οι Φορείς της Ζωής γνωρίζουν αυτή την τάση μεταξύ των εξελικτικών πλασμάτων και αναλόγως προνοούν για τον τελικό διαχωρισμό των αναπτυσσόμενων ανθρώπινων υπάρξεων σε τουλάχιστον τρεις, και συχνότερα σε έξι, ευδιάκριτες και ξεχωριστές φυλές.
63:5.1 Οι πρώιμες φυλές του Άντον δεν διείσδυσαν βαθιά στην Ασία και δεν πήγαν, αρχικά, στην Αφρική. Η γεωγραφία εκείνων των καιρών τους έδειχνε το βορρά και οι άνθρωποι αυτοί ταξίδεψαν όλο και μακρύτερα, προς το βορρά, μέχρις ότου τους σταμάτησε ο αργά προελαύνων πάγος του τρίτου παγετώνα.
63:5.2 Πριν το εκτεταμένο στρώμα πάγου φθάσει στη Γαλλία και τα Βρετανικά Νησιά, οι απόγονοι του Άντον και της Φόντα είχαν προχωρήσει δυτικά στην Ευρώπη και είχαν ιδρύσει περισσότερες από χίλιες ξεχωριστές αποικίες κατά μήκος μεγάλων ποταμών, που οδηγούσαν στα ζεστά νερά της Βόρειας Θάλασσας.
63:5.3 Αυτές οι Αντονικές φυλές ήταν οι πρώιμοι κάτοικοι των ποταμών της Γαλλίας. Ζούσαν κατά μήκος του ποταμού Σομ για δεκάδες χιλιάδων χρόνων. Ο Σομ είναι το μοναδικό ποτάμι που δεν άλλαξε από τους παγετώνες, κυλώντας προς τη θάλασσα εκείνους τους καιρούς, ακριβώς όπως και σήμερα. Και τούτο εξηγεί το λόγο που τόσα πολλά στοιχεία των απογόνων του Άντον βρίσκονται κατά μήκος της πορείας του ποταμού στην κοιλάδα αυτή.
63:5.4 Οι ιθαγενείς αυτοί της Ουράντια δεν ήσαν δενδρόβιοι, αν και σε επείγουσες περιπτώσεις εξακολουθούσαν να ανεβαίνουν στις δεντροκορφές. Συνήθως κατοικούσαν στα καταφύγια που τους προσέφεραν επικρεμάμενοι βράχοι κατά μήκος των ποταμών, καθώς και σε σπηλιές στα πρανή των λόφων, οι οποίες τους προσέφεραν καλή θέα οποιουδήποτε πλησίαζε και τους προφύλασσαν από τα στοιχεία της φύσης. Μπορούσαν, έτσι, να απολαμβάνουν την άνεση της φωτιάς τους, χωρίς να ενοχλούνται πάρα πολύ από τον καπνό. Ούτε ήταν πραγματικοί άνθρωποι των σπηλαίων, αν και τους χρόνους που ακολούθησαν, τα μεταγενέστερα στρώματα του πάγου ήλθαν πιο νότια και οδήγησαν τους απογόνους τους στις σπηλιές. Προτιμούσαν να στρατοπεδεύουν κοντά στις παρυφές ενός δάσους και πλάι σ’ ένα ποτάμι.
63:5.5 Πολύ γρήγορα έγιναν αξιοπρόσεκτα επιτήδειοι στο να κρύβουν τις εν μέρει προφυλαγμένες κατοικίες τους και επεδείκνυαν μεγάλη επιδεξιότητα στο να φτιάχνουν πέτρινα υπνοδωμάτια, θολωτές πέτρινες καλύβες, μέσα στις οποίες έμπαιναν έρποντας τη νύκτα. Η είσοδος σε μια τέτοια καλύβα έκλεινε με μία πέτρα που κυλούσαν μπροστά της, μια μεγάλη πέτρα που είχε τοποθετηθεί στο εσωτερικό για το σκοπό αυτό, πριν μπουν τελικά στη θέση τους οι πέτρες της στέγης.
63:5.6 Οι Αντονίτες ήταν ατρόμητοι και επιτυχημένοι κυνηγοί και, με εξαίρεση τα άγρια μούρα και ορισμένα φρούτα των δένδρων, ζούσαν αποκλειστικά με σάρκα. Όπως ο Άντον είχε εφεύρει το πέτρινο τσεκούρι, έτσι και οι απόγονοί του ανεκάλυψαν γρήγορα και χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά τη ρίψη του ρόπαλου και του καμακιού. Επιτέλους, ένας νους που έφτιαχνε εργαλεία λειτουργούσε σε συνδυασμό με ένα χέρι που μπορούσε να τα χειρισθεί και οι πρώιμοι αυτοί άνθρωποι έγιναν πολύ επιδέξιοι στην κατασκευή εργαλείων από πυρόλιθο. Ταξίδευαν προς κάθε κατεύθυνση αναζητώντας πυρόλιθο, εν πολλοίς όπως οι σύγχρονοι άνθρωποι ταξιδεύουν στα πέρατα της γης σε αναζήτηση χρυσού, πλατίνας και διαμαντιών.
63:5.7 Και με πολλούς άλλους τρόπους, αυτές οι Αντονικές φυλές εκδήλωναν ένα βαθμό ευφυΐας, την οποία οι οπισθοδρομούντες απόγονοί τους δεν επέτυχαν σε μισό εκατομμύριο χρόνια, αν και επανανεκάλυψαν πολλές φορές διάφορες μεθόδους για να ανάβουν φωτιά.
63:6.1 Καθώς η Αντονική διασπορά διευρύνετο, το πολιτιστικό και πνευματικό επίπεδο των φυλών οπισθοχώρησε για σχεδόν δέκα χιλιάδες χρόνια, μέχρι την εποχή του Όναγκαρ, ο οποίος ανέλαβε την αρχηγία των φυλών αυτών, έφερε την ειρήνη μεταξύ τους και για πρώτη φορά, τους οδήγησε όλους στη λατρεία του «Δότη της Αναπνοής σε ανθρώπους και ζώα[1].»
63:6.2 Η φιλοσοφία του Άντον ήταν πολύ μπερδεμένη. Μετά βίας είχε αποφύγει το να λατρεύει τη φωτιά, εξ αιτίας της μεγάλης ανακούφισης που έπαιρνε από την τυχαία ανακάλυψη της φωτιάς. Η λογική, ωστόσο, τον οδήγησε από τη δική του ανακάλυψη στον ήλιο, ως ανώτερη πηγή θερμότητας και φωτός που ενέπνεε μεγαλύτερο δέος, αλλά ήταν πολύ μακρινός κι’ έτσι ο Άντον δεν λάτρεψε τον ήλιο.
63:6.3 Οι Αντονίτες γρήγορα ανέπτυξαν ένα φόβο έναντι των στοιχείων της φύσης – της βροντής, της αστραπής, της βροχής, του χιονιού, του χαλαζιού και του πάγου. Η πείνα, ωστόσο, ήταν η συνεχώς επαναλαμβανόμενη παρόρμηση των καιρών εκείνων και εφ’ όσον σε μεγάλο βαθμό συντηρούνταν από τα ζώα, ανέπτυξαν, τελικά, ένα είδος λατρείας των ζώων. Για τον Άντον, τα μεγαλύτερα ζώα που χρησίμευαν για τροφή, αποτελούσαν σύμβολα δημιουργικού σθένους και υποστηρικτικής δύναμης. Από καιρό σε καιρό, έγινε συνήθεια να ορίζουν διάφορα από τα μεγαλύτερα ζώα ως αντικείμενα λατρείας. Όσο καιρό ένα ζώο ήταν δημοφιλές, χονδροειδή σκίτσα του σχεδιάζονταν στους τοίχους των σπηλαίων και, αργότερα, καθώς εξακολουθούσε η πρόοδος στις τέχνες, αυτοί οι θεοί-ζώα σκαλίζονταν σε διάφορα κοσμήματα.
63:6.4 Πολύ νωρίς οι Αντονικοί λαοί απέκτησαν τη συνήθεια να απέχουν από τη βρώση της σάρκας του ζώου που λάτρευε η φυλή. Τώρα πλέον, για να εντυπωσιάσουν περισσότερο το νου των νέων τους, ανέπτυξαν μια ευλαβική τελετουργία που ελάμβανε χώρα γύρω από το σώμα ενός από τα λατρευόμενα αυτά ζώα. Και ακόμη αργότερα, η πρωτόγονη αυτή παράσταση εξελίχθηκε στις περισσότερο περίτεχνες εξιλαστήριες τελετουργίες των απογόνων τους. Και αυτή είναι η απαρχή της θυσίας ως μέρους της λατρείας[2][3]. Αυτή η ιδέα εκπονήθηκε από τον Μωυσή στην Εβραϊκή ιεροτελεστία και διατηρήθηκε, κατ’ αρχήν, από τον Απόστολο Παύλο ως το δόγμα για την εξιλέωση από την αμαρτία δια της «ρύσης του αίματος.»
63:6.5 Το ότι η τροφή ήταν αυτό που είχε τη μεγαλύτερη σπουδαιότητα στη ζωή αυτών των πρωτόγονων ανθρώπινων υπάρξεων, φαίνεται από την προσευχή που διδάσκονταν οι απλοϊκοί αυτοί άνθρωποι από τον Όναγκαρ, το μεγάλο τους δάσκαλο. Και η προσευχή αυτή, έλεγε:
63:6.6 «Ω, Ανάσα της Ζωής, δώσε μας και σήμερα την τροφή της ημέρας, απάλλαξέ μας από την κατάρα του πάγου, σώσε μας από τους εχθρούς μας στο δάσος και με ευσπλαγχία δέξου μας στο Μεγάλο Επέκεινα.»
63:6.7 Ο Όναγκαρ είχε το αρχηγείο του στις βόρειες ακτές της αρχαίας Μεσογείου, στην περιοχή της σημερινής Κασπίας Θάλασσας, σε μία αποικία που ονομαζόταν Ομπάν, τον τόπο στάσης κατά την προς βορρά στροφή της διαδρομής που οδηγούσε βόρεια της γης της Μεσοποταμίας στο νότο. Από το Ομπάν έστειλε δάσκαλους στις απομακρυσμένες αποικίες για να διαδώσουν το νέο του δόγμα περί της μοναδικής Θεότητας, καθώς και την άποψή του για τη μέλλουσα ζωή, την οποία αποκαλούσε το Μεγάλο Επέκεινα. Αυτοί οι απεσταλμένοι του Όναγκαρ ήταν οι πρώτοι ιεραπόστολοι του κόσμου. Επιπλέον ήταν οι πρώτες ανθρώπινες υπάρξεις που μαγείρευαν το κρέας, οι πρώτοι που χρησιμοποίησαν συστηματικά τη φωτιά για την παρασκευή της τροφής. Μαγείρευαν το κρέας στην άκρη μιας βέργας, καθώς επίσης και σε καυτές πέτρες. Αργότερα έψηναν μεγάλα κομμάτια στη φωτιά, οι απόγονοί τους, όμως, επανήλθαν σχεδόν ολοκληρωτικά στη χρήση του ωμού κρέατος.
63:6.8 Ο Όναγκαρ γεννήθηκε 983,323 χρόνια πριν (από το έτος 1934 μ.Χ.) και έζησε για να φθάσει εξήντα εννέα χρονών. Η καταγραφή των επιτευγμάτων αυτού του κυρίαρχου νου και πνευματικού αρχηγού της προ του Πλανητικού Πρίγκιπα εποχής αποτελεί μια συναρπαστική εξιστόρηση της οργάνωσης αυτών των πρωτόγονων ανθρώπων σε μια πραγματική κοινωνία. Ίδρυσε μια δυναμική κυβέρνηση της φυλής, παρόμοια της οποίας δεν επιτεύχθηκε από τις μετέπειτα γενεές για πολλές χιλιετίες. Ποτέ ξανά, μέχρι την άφιξη του Πλανητικού Πρίγκιπα, δεν υπήρξε τέτοιος ανώτερος πνευματικός πολιτισμός στη γη. Οι απλοϊκός αυτός λαός διέθετε μία αληθινή, αν και πρωτόγονη θρησκεία, η οποία, όμως, χάθηκε από τους εκφυλιζόμενους απογόνους τους.
63:6.9 Παρά το ότι τόσο ο Άντον όσο και η Φόντα είχαν δεχθεί τους Προσαρμοστές της Σκέψης, όπως και πολλοί από τους απογόνους τους, δεν ήταν παρά ως τις μέρες του Όναγκαρ που οι Προσαρμοστές και τα σεραφείμ-φρουροί ήλθαν στην Ουράντια σε μεγάλους αριθμούς. Αυτός ήταν, πράγματι, ο χρυσός αιώνας του πρωτόγονου ανθρώπου.
63:7.1 Ο Άντον και η Φόντα, οι θαυμάσιοι ιδρυτές της ανθρώπινης φυλής, αναγνωρίσθηκαν την εποχή της κρίσης της Ουράντια, με την άφιξη του Πλανητικού Πρίγκιπα και σε εύθετο χρόνο εμφανίσθηκαν από το καθεστώς των κόσμων-δωμάτων, με την ιδιότητα των πολιτών της Τζερουζέμ. Αν και δεν τους επετράπη ποτέ να επιστρέψουν στην Ουράντια, είναι γνώστες της ιστορίας της φυλής την οποία θεμελίωσαν. Εθλίβησαν για την προδοσία του Καλιγκάστια, πικράθηκαν εξ αιτίας της αποτυχίας του Αδάμ, αλλά αγαλλίασαν εξαιρετικά όταν ελήφθη η αναγγελία ότι ο Μιχαήλ είχε επιλέξει τον κόσμο τους ως σκηνή της τελικής του επιφοίτησης.
63:7.2 Στη Τζερουζέμ ο Άντον και η Φόντα συγχωνεύθηκαν με τους Προσαρμοστές τους της Σκέψης, όπως και αρκετά από τα παιδιά τους, περιλαμβανομένου του Σοντάντ, η πλειονότητα, όμως, ακόμη και των άμεσων απογόνων τους, επέτυχε μόνο τη δια του Πνεύματος συγχώνευση.
63:7.3 Ο Άντον και η Φόντα, αμέσως μετά την άφιξή τους στην Τζερουζέμ, έλαβαν την άδεια από τον Κυρίαρχο του Συστήματος να επιστρέψουν στον πρώτο κόσμο-δώμα για να υπηρετήσουν με τις μοροντιανές προσωπικότητες, οι οποίες καλωσόρισαν τους οδοιπόρους του χρόνου από την Ουράντια στις ουράνιες σφαίρες. Και η υπηρεσία αυτή τους ανετέθη επ’ αόριστον. Ζήτησαν να στείλουν χαιρετισμούς στην Ουράντια, σχετικά με τις αποκαλύψεις αυτές, αλλά αυτή η παράκλησή τους, συνετά, δεν έγινε δεκτή.
63:7.4 Και αυτή είναι η εξιστόρηση του πλέον ηρωικού και συναρπαστικού κεφαλαίου σ’ ολόκληρη την ιστορία της Ουράντια, η ιστορία της εξέλιξης, οι αγώνες της ζωής, ο θάνατος και η αιώνια σωτηρία των μοναδικών γονέων ολόκληρης της ανθρωπότητας.
63:7.5 [Παρουσιάσθηκε από έναν Φορέα της Ζωής, ο οποίος διαμένει στην Ουράντια.]
Εγγραφο 62. ΟΙ ΑΡΧΙΚΕΣ ΦΥΛΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΙΜΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 64. ΟΙ ΕΞΕΛΙΚΤΙΚΕΣ ΦΥΛΕΣ ΤΩΝ ΧΡΩΜΑΤΩΝ |