© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 85. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 87. ΟΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ |
86:0.1 Η εξέλιξη της θρησκείας, από την προηγηθείσα, πρωτόγονη λατρευτική παρόρμηση δεν εξαρτάται από την αποκάλυψη. Η φυσιολογική λειτουργία της ανθρώπινης διάνοιας υπό την καθοδηγητική επίδραση των έκτου και έβδομου συνοδών πνευμάτων της συμπαντικής πνευματικής πλήρωσης είναι απολύτως επαρκής ώστε να διασφαλισθεί η εξέλιξη αυτή.
86:0.2 Ο πρώιμος, προ της εμφάνισης της θρησκείας, φόβος του ανθρώπου για τις δυνάμεις της φύσης σταδιακά μεταβλήθηκε σε θρησκευτικό, καθώς η φύση προσωποποιήθηκε, πνευματοποιήθηκε και, τελικά, θεοποιήθηκε στην ανθρώπινη συνείδηση. Η θρησκεία μιας πρωτόγονης μορφής υπήρξε, εξ αυτού, μία φυσιολογική, βιολογική συνέπεια της ψυχολογικής αδράνειας των εξελισσόμενων ζωωδών διανοιών, από όταν οι διάνοιες αυτές έφθασαν1 για πρώτη φορά στις έννοιες του υπερφυσικού.
86:1.1 Πέραν της φυσιολογικής λατρευτικής παρόρμησης, η πρώιμη εξελικτική θρησκεία προήλθε από τις ανθρώπινες εμπειρίες του τυχαίου – της αποκαλούμενης τύχης, των συνηθισμένων περιστατικών. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ήταν ο κυνηγός της τροφής. Τα αποτελέσματα του κυνηγιού είναι πάντα διαφορετικά και τούτο συντελεί στο να δημιουργηθούν οι εμπειρίες εκείνες, τις οποίες ο άνθρωπος ερμηνεύει ως καλοτυχία και κακοτυχία. Η ατυχία υπήρξε σημαντική συνιστώσα στη ζωή των ανδρών και των γυναικών που ζούσαν διαρκώς στο τραχύ όριο μιας αμφίβολης και εξαντλητικής ύπαρξης.
86:1.2 Ο περιορισμένος διανοητικός ορίζοντας των άγριων επικεντρώνει τόσο πολύ την προσοχή του στη σύμπτωση, ώστε η τύχη γίνεται μια σταθερά συνιστώσα στη ζωή του. Οι πρωτόγονοι Ουραντιανοί αγωνίζονταν για την ύπαρξή τους, όχι για ένα πρότυπο διαβίωσης. Η ζωή τους κινδύνευε και η τύχη έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Ο διαρκής φόβος του άγνωστου και οι απρόβλεπτες συμφορές κρέμονταν πάνω από τους άγριους αυτούς, σαν ένα σύννεφο απελπισίας που δραστικά επισκίαζε κάθε χαρά τους. Ζούσαν με το διαρκή φόβο του να κάνουν κάτι που θα προκαλούσε κακοτυχία. Οι δεισιδαίμονες άγριοι πάντα φοβούνταν την καλή τους τύχη. Θεωρούσαν την καλοτυχία τους ως βέβαιο προάγγελο συμφοράς.
86:1.3 Ο πάντα παρών αυτός φόβος της κακοτυχίας ήταν παραλυτικός. Ποιος ο λόγος να εργάζεται κάποιος σκληρά και να εισπράττει κακοτυχία – τίποτα για το κάτι – όταν μπορεί να μην κάνει τίποτα και να συναντά την καλή του τύχη – κάτι για το τίποτα; Οι απερίσκεπτοι άνθρωποι ξεχνούν την καλή τους τύχη – τη θεωρούν δεδομένη – αλλά θυμούνται με οδύνη την κακοτυχία.
86:1.4 Ο πρωτόγονος άνθρωπος ζούσε στην αβεβαιότητα και το συνεχή φόβο της σύμπτωσης - της κακοτυχίας. Η ζωή ήταν ένα συναρπαστικό παιχνίδι της τύχης. Η ύπαρξη ήταν ρίσκο. Δεν είναι να απορεί κανείς που οι εν μέρει πολιτισμένοι άνθρωποι ακόμη πιστεύουν στην τύχη και παρουσιάζουν διαρκή προδιάθεση στο τζόγο. Ο πρωτόγονος άνθρωπος εναλλάσσετο μεταξύ δύο εν δυνάμει διεκδικήσεων: του πάθους του να κερδίσει κάτι χωρίς να δώσει τίποτε και του φόβου να μην κερδίσει τίποτα αφού θα είχε δώσει κάτι. Και το ρίσκο αυτό της ύπαρξης ήταν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον και η υπέρτατη σαγήνη για τον πρωτόγονο νου του άγριου.
86:1.5 Οι μεταγενέστεροι βοσκοί διατήρησαν τις ίδιες απόψεις πάνω στη σύμπτωση και την τύχη, ενώ οι ακόμη μετέπειτα γεωργοί είχαν μεγαλύτερη συνείδηση του ότι τα σπαρτά επηρεάζονταν άμεσα από πολλές καταστάσεις πάνω στις οποίες ο άνθρωπος δεν είχε παρά ελάχιστο, ή και καθόλου έλεγχο. Ο κτηματίας βρέθηκε θύμα της ξηρασίας, των πλημμυρών, του χαλαζιού, των καταιγίδων, των λοιμών και των ασθενειών των φυτών, καθώς επίσης της ζέστης και του κρύου. Και καθώς όλοι αυτοί οι φυσικοί παράγοντες επηρέαζαν την ατομική περιουσία, θεωρούνταν ως καλοτυχία, ή κακοτυχία.
86:1.6 Η αντίληψη αυτή περί της σύμπτωσης και της τύχης επέδρασε δυναμικά στη φιλοσοφία όλων των αρχαίων λαών. Ακόμη και κατά τους πρόσφατους χρόνους, στη Σοφία του Σολομώντα αναφέρεται: «Επέστρεψα και είδα ότι η φυλή δεν ήταν σε εγρήγορση, ούτε νικούσε στη μάχη, ούτε είχε ψωμί ο συνετός, ούτε πλούτη ο καλός, ούτε χάρη ο άξιος. Αλλά η μοίρα και η σύμπτωση επέδρασαν σ’ όλους[1]. Γιατί ο άνθρωπος δεν γνωρίζει τη μοίρα του. Σαν τα ψάρια που πιάνονται στο δίχτυ το κακό και σαν τα πουλιά που πιάνονται στο δόκανο, έτσι και οι γιοι του ανθρώπου πιάνονται από την κακιά στιγμή, όταν ξαφνικά πέφτει πάνω τους.»
86:2.1 Η ανησυχία ήταν μια φυσική κατάσταση για τον άγριο νου. Όταν άνδρες και γυναίκες γίνονται θύματα υπερβολικής ανησυχίας, επιστρέφουν απλά στην φυσική κατάσταση των μακρινών προγόνων τους. Και όταν η ανησυχία γίνεται πράγματι οδυνηρή, αναστέλλει τη δραστηριότητα και αδιάκοπα θεσμοθετεί εξελικτικές αλλαγές και βιολογικές προσαρμογές. Ο πόνος και η δυστυχία είναι βασικοί παράγοντες στην προοδευτική εξέλιξη.
86:2.2 Ο αγώνας για την επιβίωση είναι τόσο οδυνηρός, ώστε μερικές υποανάπτυκτες φυλές ακόμη και τώρα κλαίνε και θρηνούν σε κάθε καινούργια ανατολή. Ο πρωτόγονος άνθρωπος συνεχώς ρωτούσε «Ποιος με βασανίζει;» Μη βρίσκοντας μια υλική πηγή για τη δυστυχία του, πίστεψε σε μια πνευματική ερμηνεία. Και έτσι γεννήθηκε η θρησκεία, από το φόβο του μυστηριώδους, το δέος του αόρατου, το φόβο του άγνωστου. Ο φόβος απέναντι στη φύση έγινε, έτσι, μία συνιστώσα στον αγώνα για την ύπαρξη, αρχικά εξ αιτίας της σύμπτωσης και στη συνέχεια εξ αιτίας του μυστηρίου.
86:2.3 Ο πρωτόγονος νους ήταν λογικός αλλά εμπεριείχε ελάχιστες απόψεις που θα μπορούσαν να αποτελέσουν λογικούς συνειρμούς. Ο πρωτόγονος νους ήταν απαίδευτος, εντελώς απλοϊκός. Αν ένα γεγονός ακολουθούσε ένα άλλο, ο άγριος τα θεωρούσε αίτιο και αιτιατό. Αυτό που ο πολιτισμένος άνθρωπος θεωρεί πρόληψη, αποτελούσε απλή άγνοια για τον άγριο. Η ανθρωπότητα άργησε να μάθει ότι δεν υφίσταται, απαραίτητα, σχέση μεταξύ του σκοπού και του αποτελέσματος. Οι άνθρωποι αρχίζουν μόλις να αντιλαμβάνονται ότι οι αντιδράσεις της ύπαρξης παρουσιάζονται ανάμεσα στις πράξεις και τις συνέπειές τους. Ο άγριος προσπαθεί να προσωποποιήσει οτιδήποτε άπιαστο και μακρινό και έτσι τόσο η φύση, όσο και η σύμπτωση, προσωποποιούνται, ως στοιχεία – πνεύματα – και αργότερα, ως θεοί.
86:2.4 Ο άνθρωπος τείνει, φυσιολογικά, να πιστέψει ότι αυτό που θεωρεί καλό για τον ίδιο είναι αυτό το οποίο βρίσκεται στα άμεσα, ή έμμεσα ενδιαφέροντά του. Η ιδιοτέλεια επισκιάζει σε μεγάλο βαθμό τη λογική. Η διαφορά στη διάνοια των αγρίων και των πολιτισμένων ανθρώπων είναι περισσότερο διαφορά περιεχομένου, απ’ όσο διαφορά στη φύση, περισσότερο διαφορά βαθμού, απ’ όσο ποιότητας.
86:2.5 Το να συνεχίσουμε, όμως, να αποδίδουμε πράγματα δύσκολα να κατανοηθούν, σε υπερφυσικά αίτια δεν είναι τίποτα λιγότερο από ένας βολικός και εύκολος τρόπος για να αποφύγουμε κάθε μορφή έντονου διανοητικού έργου. Η τύχη είναι απλά ένας όρος που επινοήθηκε για να καλύψει το ανεξήγητο σε κάθε εποχή της ανθρώπινης ύπαρξης. Προσδιορίζει τα φαινόμενα αυτά, στα οποία ο άνθρωπος δεν μπορεί, ή δεν θέλει να εισχωρήσει. Η σύμπτωση είναι μια λέξη που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πολύ αδαής, ή πολύ ανυπόμονος για να προσδιορίσει τα αίτια. Οι άνθρωποι θεωρούν ένα φυσιολογικό συμβάν ως ατύχημα, ή ως κακοτυχία μόνο όταν τους λείπει εντελώς η περιέργεια και η φαντασία, όταν οι φυλές στερούνται πρωτοβουλίας και αίσθησης περιπέτειας. Η εξερεύνηση των φαινομένων της ζωής, αργά, ή γρήγορα, καταστρέφει την πίστη του ανθρώπου στη σύμπτωση, την τύχη και τα αποκαλούμενα ατυχήματα, αντικαθιστώντας τα μ’ ένα σύμπαν νόμου και τάξης, όπου όλων των αποτελεσμάτων προηγούνται σαφείς αιτίες. Έτσι και ο φόβος της ύπαρξης αντικαθίσταται από τη χαρά της ζωής.
86:2.6 Ο άγριος αντιμετώπιζε το σύνολο της φύσης σαν να ήταν ζωντανό, σαν να κατείχετο από κάτι. Ο πολιτισμένος άνθρωπος εξακολουθεί να εναντιώνεται και να καταριέται τα άψυχα εκείνα πράγματα που μπαίνουν στο δρόμο του και συγκρούονται μαζί του. Ο πρωτόγονος άνθρωπος ουδέποτε θεώρησε κάτι ως συμπτωματικό. Πάντα υπήρχε κάτι σκόπιμο. Για τον πρωτόγονο άνθρωπο, ο χώρος της μοίρας, η λειτουργία της τύχης, ο κόσμος των πνευμάτων, ήταν το ίδιο ανοργάνωτος και ευκαιριακός όπως η πρωτόγονη κοινωνία. Η τύχη αντιμετωπίζετο ως η αλλοπρόσαλλη και ιδιόρρυθμη αντίδραση του κόσμου των πνευμάτων. Αργότερα, ως αστείο των θεών.
86:2.7 Δεν εξελίχθηκαν, όμως, όλες οι θρησκείες από τον ανιμισμό.2 Άλλες απόψεις περί του υπερφυσικού υπήρξαν ταυτόχρονες με τον ανιμισμό και οι πεποιθήσεις αυτές οδήγησαν, επίσης, στη λατρεία. Ο νατουραλισμός3 δεν είναι θρησκεία. Είναι απόρροια της θρησκείας.
86:3.1 Ο θάνατος ήταν η συγκλονιστικότερη εμπειρία4 για τον εξελισσόμενο άνθρωπο, ο πιο περίπλοκος συνδυασμός σύμπτωσης και μυστηρίου. Δεν ήταν η ιερότητα της ζωής, αλλά ο συγκλονισμός του θανάτου που ενέπνεε το φόβο και δι΄ αυτού υπέθαλψε δραστικά τη θρησκεία. Μεταξύ των αγρίων λαών, ο θάνατος κανονικά ήταν αποτέλεσμα βίας, έτσι ώστε ο μη βίαιος θάνατος να γίνει περισσότερο μυστηριώδης. Ο θάνατος, ως φυσικό και αναμενόμενο τέλος της ζωής δεν ήταν προφανής στη συνείδηση των πρωτόγονων λαών και χρειάσθηκαν αιώνες αιώνων για να κατανοήσει ο άνθρωπος το αναπόφευκτο του θανάτου.
86:3.2 Ο πρώιμος άνθρωπος ελάμβανε τη ζωή ως γεγονός, ενώ θεωρούσε το θάνατο ως κάποιο είδος δοκιμασίας. Όλες οι φυλές έχουν τους μύθους τους για ανθρώπους που δεν πέθαναν, υπολείμματα παραδόσεων της αρχικής στάσης απέναντι στο θάνατο. Ήδη στον ανθρώπινο νου υπήρχε η νεφελώδης άποψη ενός ασαφούς και ανοργάνωτου πνευματικού κόσμου, ενός χώρου απ’ όπου προέρχονταν όλα όσα ήσαν ανεξήγητα στην ανθρώπινη ζωή και ο θάνατος προστέθηκε σ’ αυτό τον μακρύ κατάλογο των ανεξήγητων φαινομένων.
86:3.3 Όλες οι ανθρώπινες αρρώστιες και ο φυσικός θάνατος επιστεύετο, αρχικά, ότι οφείλονταν στην επίδραση των πνευμάτων. Ακόμη και σήμερα, μερικές πολιτισμένες φυλές θεωρούν ότι οι ασθένειες προέρχονται από τον «εχθρό» και βασίζονται σε θρησκευτικές τελετές για να πετύχουν την ίαση. Μεταγενέστερα και περισσότερο σύνθετα συστήματα θεολογίας συνεχίζουν να αποδίδουν το θάνατο στη δράση του κόσμου των πνευμάτων και όλα αυτά οδήγησαν σε δόγματα όπως η αρχική αμαρτία και η έκπτωση του ανθρώπου.
86:3.4 Ήταν η συνειδητοποίηση της αδυναμίας μπροστά στις πανίσχυρες δυνάμεις της φύσης, μαζί με την αναγνώριση της ανθρώπινης αδυναμίας μπροστά στις δοκιμασίες της αρρώστιας και του θανάτου, που ανάγκασαν τον άγριο να αναζητήσει βοήθεια από τον υπερφυσικό κόσμο, τον οποίο αμυδρά φαντάζετο ως την απαρχή αυτών των μυστηριωδών αλλαγών της ζωής.
86:4.1 Η ιδέα μιας υπερφυσικής φάσης της ανθρώπινης προσωπικότητας δημιουργήθηκε από τον ασύνειδο και καθαρά συμπτωματικό συσχετισμό περιστατικών της καθημερινής ζωής με τα όνειρα για τις ψυχές. Το να ονειρεύονται ταυτόχρονα τον νεκρό αργηχό τους πολλά μέλη της φυλής του, φαινόταν να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο του ότι ο παλιός αρχηγός είχε πραγματικά επιστρέψει με κάποια μορφή. Όλα αυτά ήταν παραπάνω από πραγματικά για τους άγριους που ξυπνούσαν μετά από ένα τέτοιο όνειρο στάζοντας στον ιδρώτα, τρέμοντας και ουρλιάζοντας.
86:4.2 Η απαρχή των ονείρων πάνω στην πίστη για τη μέλλουσα ζωή εξηγεί την τάση του να φαντάζεται ο άνθρωπος, πάντα, τα αόρατα πράγματα συσχετίζοντάς τα πράγματα που γνωρίζει. Και τώρα πλέον, αυτή η καινούργια αντίληψη για τα όνειρα-τις ψυχές-τη μέλλουσα ζωή άρχισε δραστικά να λειτουργεί σαν αντίδοτο στο φόβο του θανάτου που σχετίζετο με το βιολογικό ένστικτο της αυτοσυντήρησης.
86:4.3 Ο πρώιμος άνθρωπος ενδιαφέρετο, επίσης, πολύ για την αναπνοή του, ιδιαίτερα στα ψυχρά κλίματα, όπου έμοιαζε με σύννεφο, όταν έβγαινε. Η ανάσα της ζωής εθεωρείτο ως το μοναδικό φαινόμενο που διαχώριζε τους ζωντανούς από τους νεκρούς[2]. Ο άνθρωπος γνώριζε ότι η ανάσα άφηνε το σώμα και τα όνειρά του, όπου έκανε κάθε είδους παράξενο πράγμα ενώ κοιμόταν, τον έπεισαν ότι υπάρχει κάτι μη υλικό σε μια ανθρώπινη ύπαρξη. Η πλέον πρωτόγονη άποψη πάνω στην ανθρώπινη ψυχή, το πνεύμα, του νεκρού, προήλθε από το σύνολο των ιδεών περί αναπνοής-ονείρου.
86:4.4 Με τον καιρό ο άγριος αντελήφθη τον εαυτό του ως διττής υπόστασης – σώματος και αναπνοής. Η αναπνοή χωρίς το σώμα εξισούτο με ένα πνεύμα, το πνεύμα του νεκρού.5 Ενώ έχουν μια εντελώς σαφή ανθρώπινη προέλευση, τα φαντάσματα, ή πνεύματα, θεωρούνταν υπερανθρώπινα. Και η πίστη αυτή στην ύπαρξη των ασώματων πνευμάτων φαίνεται να εξηγεί την εμφάνιση του ασυνήθιστου, του εξαιρετικού, του σπάνιου και του ανεξήγητου.
86:4.5 Το πρωτόγονο δόγμα της μετά θάνατον σωτηρίας δεν αποτελούσε κατ’ ανάγκην πίστη στην αθανασία. Πλάσματα που δεν μπορούσαν να μετρήσουν πέρα από το είκοσι δεν μπορούσαν να συλλάβουν το άπειρο και την αιωνιότητα. Πίστευαν περισσότερο σε επαναλαμβανόμενες ενσαρκώσεις.
86:4.6 Η πορτοκαλόχρωμη φυλή είχε ιδιαίτερη πίστη στην μεταμόρφωση6 και τη μετενσάρκωση. Η ιδέα αυτή της μετενσάρκωσης προήλθε από την παρατήρηση της ομοιότητας στην μορφή και τις τάσεις των απογόνων προς τους προγόνους τους. Το έθιμο να δίνουν στα παιδιά το όνομα του παππού τους καθώς και των άλλων προπατόρων τους οφείλετο στην πίστη στη μετενσάρκωση. Ορισμένες μεταγενέστερες φυλές πίστευαν ότι ο άνθρωπος πέθαινε από τρεις ως επτά φορές. Η πεποίθηση αυτή (κατάλοιπο των διδαχών του Αδάμ περί των κόσμων-δωμάτων) καθώς και πολλά άλλα κατάλοιπα της δι’ αποκαλύψεως θρησκείας, μπορούν να βρεθούν στα, κατά τα λοιπά ανόητα, δόγματα των βαρβάρων του εικοστού αιώνα.
86:4.7 Ο πρωτόγονος άνθρωπος δεν εμφορείτο από ιδέες περί κόλασης, ή μέλλουσας τιμωρίας. Ο άγριος αντιμετώπιζε τη μέλλουσα ζωή ακριβώς όπως την παρούσα, πλην της κακοτυχίας. Αργότερα, συνέλαβε ένα ξεχωριστό πεπρωμένο για τις καλές ψυχές και τις κακές ψυχές – τον παράδεισο και την κόλαση. Επειδή, όμως, πολλές πρωτόγονες φυλές πίστευαν ότι ο άνθρωπος εισέρχεται στην επόμενη ζωή, όπως ακριβώς εγκατέλειπε την παρούσα, δεν απολάμβαναν την ιδέα να γεράσουν και να φθαρούν. Οι ηλικιωμένοι προτιμούσαν καλύτερα να σκοτωθούν πριν καταβληθούν πολύ.
86:4.8 Σχεδόν κάθε φυλή είχε μια διαφορετική άποψη πάνω στη μοίρα της ψυχής. Οι Έλληνες πίστευαν ότι οι αδύναμοι άνθρωποι σίγουρα έχουν αδύναμη ψυχή. Έτσι εφηύραν τον Άδη ως το κατάλληλο μέρος για την υποδοχή αυτών των αδύναμων ψυχών. Αυτά τα χωρίς δύναμη είδη υποτίθεται, επίσης, ότι είχαν μικρότερες σκιές. Οι πρώιμοι Ανδίτες πίστευαν ότι η ψυχή τους επιστρέφει στην προγονική γη. Οι Κινέζοι και οι Αιγύπτιοι πίστευαν κάποτε ότι η ψυχή και το σώμα παραμένουν μαζί. Αυτό οδήγησε τους Αιγύπτιους στην προσεκτική κατασκευή των τύμβων και στην προσπάθεια διατήρησης του σώματος[3]. Ακόμη και οι σύγχρονοι λαοί προσπαθούν να εμποδίσουν την αποσύνθεση των νεκρών. Οι Εβραίοι πίστευαν ότι ένα φασματικό αντίγραφο του ατόμου κατέβαινε στο Σεόλ.7 Δεν μπορούσε να επιστρέψει στη γη των ζωντανών. Πραγματοποίησαν, έτσι, τη σημαντική αυτή πρόοδο στο δόγμα της εξέλιξης της ψυχής.
86:5.1 Το μη υλικό μέρος το ανθρώπου απεκλήθη με διάφορα ονόματα, πνεύμα του νεκρού, πνεύμα, σκιά, φάντασμα, όραμα και αργότερα, ψυχή. Η ψυχή ήταν το αντίστοιχο του πρώιμου ανθρώπου στα όνειρα. Ήταν, από κάθε άποψη, ακριβώς όπως ο ίδιος ο άνθρωπος, εκτός του ότι δεν ήταν απτή. Η πίστη στο ονειρικό δισυπόστατο οδήγησε άμεσα στην άποψη ότι όλα τα πράγματα, ζώντα και μη, διαθέτουν ψυχή, όπως ακριβώς και οι άνθρωποι. Η άποψη αυτή έτεινε να διαιωνίσει τις πεποιθήσεις περί φύσης-πνεύματος. Οι Εσκιμώοι ακόμη πιστεύουν ότι τα πάντα στη φύση έχουν πνεύμα.
86:5.2 Το πνεύμα του νεκρού-ψυχή μπορεί να γίνει αντιληπτό δια της ακοής και της όρασης, αλλά όχι δια της αφής. Σταδιακά η ζωή στα όνειρα μιας φυλής ανέπτυξε και διεύρυνε τις δραστηριότητες του εξελισσόμενου αυτού πνευματικού κόσμου, ώστε ο θάνατος να θεωρηθεί, τελικά, ως «παράδοση του πνεύματος[4].» Όλες οι πρωτόγονες φυλές, εκτός των ελαχίστων εκείνων που βρίσκονταν μόλις πάνω από τα ζώα, ανέπτυξαν κάποια έννοια περί ψυχής. Καθώς ο πολιτισμός προοδεύει, η προληπτική αυτή άποψη της ψυχής χάνεται και ο άνθρωπος εξαρτάται απόλυτα από την αποκάλυψη και την ατομική θρησκευτική εμπειρία για τη νέα του άποψη περί ψυχής, ως την από κοινού δημιουργία του γνωρίζοντος το Θεό θνητού νου και του ενοικούντος θείου πνεύματος, του Προσαρμοστή της Σκέψης.
86:5.3 Οι πρώιμοι άνθρωποι αδυνατούσαν συνήθως να διαχωρίσουν την έννοια ενός ενοικούντος πνεύματος και μιας ψυχής εξελικτικής φύσης. Οι άγριοι ήσαν πολύ μπερδεμένοι ως προς το εάν το φάντασμα-ψυχή είχε δημιουργηθεί στο σώμα, ή αν ήταν μια εξωτερική επενέργεια που κατείχε το σώμα. Η απουσία λογικής σκέψης υπό την παρουσία της περιπλοκότητας εξηγεί τις σοβαρές ανακολουθίες της άποψης των αγρίων περί ψυχής, φαντασμάτων και πνευμάτων.
86:5.4 Η ψυχή επιστεύετο ότι σχετίζετο με το σώμα, όπως το άρωμα με το λουλούδι. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι η ψυχή μπορούσε να εγκαταλείψει το σώμα με διάφορους τρόπους, όπως:
86:5.5 1. Με την συνήθη, παροδική λιποθυμία.
86:5.6 2. με τον ύπνο, το φυσιολογικό όνειρο.
86:5.7 3. Με το κώμα και την έλλειψη συνείδησης που σχετίζεται με τις ασθένειες και τα ατυχήματα.
86:5.8 4. Με τον θάνατο, την μόνιμη αναχώρηση.
86:5.9 Οι άγριοι θεωρούσαν το φτάρνισμα ως ατελέσφορη προσπάθεια της ψυχής να φύγει από το σώμα. Μένοντας ξύπνιο και σε επιφυλακή, το σώμα μπορούσε να εμποδίσει την επιχειρούμενη φυγή της ψυχής. Αργότερα, το φτάρνισμα συνοδεύετο πάντα από μια θρησκευτική έκφραση, όπως, «με τις υγείες σου.»8
86:5.10 Από πολύ νωρίς στην εξέλιξη ο ύπνος θεωρήθηκε ως απόδειξη του ότι το φάντασμα-ψυχή μπορούσε να λείψει από το σώμα ενώ επιστεύετο ότι μπορούσε να ανακληθεί αν έλεγε, κάποιος, ή φώναζε το όνομα του κοιμώμενου. Σε άλλες μορφές ασυνειδησίας επιστεύετο ότι η ψυχή βρισκόταν ακόμη μακρύτερα, προσπαθώντας, ίσως, να φύγει για πάντα – ο επικείμενος θάνατος. Τα όνειρα θεωρούνταν εμπειρίες της ψυχής κατά τη διάρκεια του ύπνου, ενώ προσωρινά έλειπε από το σώμα. Ο άγριος πιστεύει ότι τα όνειρά του είναι εξ ίσου αληθινά με τις εμπειρίες του όταν είναι ξύπνιος. Οι αρχαίοι συνήθιζαν να ξυπνούν τους κοιμώμενους σταδιακά, ώστε η ψυχή να βρει το χρόνο να επιστρέψει το σώμα.
86:5.11 Σε όλους τους αιώνες οι άνθρωποι αντιμετώπιζαν με δέος τα φαντάσματα της νύχτας, και οι Εβραίοι δεν αποτελούσαν εξαίρεση. Πίστευαν πραγματικά ότι ο Θεός τους μιλούσε στα όνειρά τους, παρά τις νουθεσίες του Μωυσή εναντίον αυτής της άποψης[5][6]. Και ο Μωυσής είχε δίκιο, αφού τα συνηθισμένα όνειρα δεν ανήκουν στις μεθόδους που μετέρχονται οι προσωπικότητες του πνευματικού κόσμου όταν προσπαθούν να επικοινωνήσουν με τις υλικές υπάρξεις.
86:5.12 Οι αρχαίοι πίστευαν ότι οι ψυχές μπορούν να μπουν στα ζώα, ή ακόμη και σε άψυχα αντικείμενα. Τούτο αποκορυφώθηκε στην ιδέα της λυκανθρωπίας, όπου υπήρχε ταύτιση με το ζώο. Ένα άτομο μπορούσε την ημέρα να είναι ένας νομοταγής πολίτης, αλλά όταν κοιμόταν, η ψυχή του μπορούσε να μπει σ’ ένα λύκο, ή σε κάποιο άλλο ζώο για να βρει τη λεία της στις νυκτερινές αρπαγές.
86:5.13 Οι πρωτόγονοι άνθρωποι πίστευαν ότι η ψυχή συνδέετο με την αναπνοή και ότι οι ιδιότητές της μπορούσαν να μεταδοθούν, ή να μεταφερθούν δια της αναπνοής. Οι γενναίοι αρχηγοί ανάσαιναν πάνω από το νεογέννητο παιδί, μεταδίδοντάς του, έτσι, θάρρος. Στους πρώτους Χριστιανούς, η τελετή της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος συνοδεύετο από την εκπνοή επί των υποψηφίων[7]. Λέει ο Ψαλμωδός: «Με το λόγο του Κυρίου έγιναν οι ουρανοί και όλα όσα τους κατοικούν με την αναπνοή του στόματός του[8].» Υπήρξε για αιώνες έθιμο οι μεγαλύτεροι γιοι να προσπαθούν να πιάσουν την τελευταία ανάσα του πατέρα τους που πέθαινε.
86:5.14 Η σκιά ήλθε, αργότερα, για να αποτελέσει αντικείμενο φόβου και να τιμηθεί εξ ίσου με την αναπνοή. Η αντανάκλαση ενός ανθρώπου στο νερό εθεωρείτο, επίσης, μερικές φορές ως απόδειξη του δισυπόστατου του εαυτού και οι καθρέπτες αντιμετωπίζονταν με προληπτικό δέος. Ακόμη και σήμερα, πολλοί πολιτισμένοι άνθρωποι γυρίζουν τους καθρέφτες προς τον τοίχο όταν πεθάνει κάποιος. Ορισμένες υποανάπτυκτες φυλές πιστεύουν ακόμη ότι το να φτιάχνει κανείς εικόνες, ζωγραφιές, μακέτες, ή απεικονίσεις αφαιρεί ένα μέρος, ή και ολόκληρη την ψυχή από το σώμα. Και γι’ αυτό, όλα τούτα απαγορεύονται.
86:5.15 Γενικά επιστεύετο ότι η ψυχή ταυτίζετο με την αναπνοή, αλλά εντοπίζετο, επίσης, από διάφορους λαούς στο κεφάλι, τα μαλλιά, την καρδιά, το συκώτι, το αίμα και το λίπος. Η «κραυγή του αίματος του Άβελ από τον τάφο» εκφράζει την αλλοτινή πεποίθηση στην παρουσία της ψυχής μέσα στο αίμα[9]. Οι Σιμίτες δίδασκαν ότι η ψυχή κατοικούσε στο λίπος του σώματος και μεταξύ πολλών η βρώση του λίπους των ζώων ήταν απαγορευμένη[10]. Το κυνήγι των κεφαλών ήταν μια μέθοδος για να συλληφθεί η ψυχή του εχθρού, όπως ήταν και η αφαίρεση του δέρματος του κρανίου. Τα πρόσφατους καιρούς τα μάτια θεωρούνταν τα παράθυρα της ψυχής[11].
86:5.16 Εκείνοι που υποστήριζαν το δόγμα των τριών, ή τεσσάρων ψυχών πίστευαν ότι η απώλεια μιας ψυχής σήμαινε δυσφορία, δύο ψυχών αρρώστια, τριών ψυχών, θάνατο. Μία ψυχή υπήρχε στην αναπνοή, μία στο κεφάλι μία στα μαλλιά και μία στην καρδιά. Οι ασθενείς ήσαν ψυχές που αμάρτησαν. Οι μεγαλύτεροι μάγοι υποτίθεται ότι αντάλλασσαν την άρρωστη ψυχή του νεκρού ατόμου με μία καινούργια, την «καινούργια γέννηση.»
86:5.17 Τα παιδιά των Μπαντονάν ανέπτυξαν την πίστη σε δύο ψυχές, την αναπνοή και τη σκιά. Οι πρώιμες φυλές των Νοδιτών θεωρούσαν τον άνθρωπο ως αποτελούμενοι από δύο πρόσωπα, την ψυχή και το σώμα. Αυτή η φιλοσοφία για την ανθρώπινη υπόσταση εκφράσθηκε αργότερα στην άποψη των Ελλήνων. Οι ίδιοι οι Έλληνες πίστευαν σε τρεις ψυχές. Η φυτική κατοικούσε στο στομάχι, η ζωώδης στην καρδιά και η πνευματική στο κεφάλι. Οι Εσκιμώοι πίστευαν ότι ο άνθρωπος έχει τρία μέρη: σώμα, ψυχή και όνομα.
86:6.1 Ο άνθρωπος κληρονόμησε ένα φυσικό περιβάλλον, απέκτησε κοινωνικό περιβάλλον και ονειρεύτηκε ένα περιβάλλον για τα πνεύματα των νεκρών. Το κράτος αποτελεί την αντίδραση του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, η εστία στο κοινωνικό περιβάλλον και η εκκλησία στο ψευδαισθητικό περιβάλλον των φαντασμάτων.
86:6.2 Από πολύ νωρίς στην ιστορία της ανθρωπότητας οι πραγματικότητες του ψευδαισθητικού κόσμου των φαντασμάτων και των πνευμάτων έγιναν παγκόσμιες πεποιθήσεις και αυτός ο πρόσφατα δημιουργημένος πνευματικός κόσμος έγινε δύναμη στην πρωτόγονη κοινωνία. Η διανοητική και ηθική ζωή ολόκληρης της ανθρωπότητας άλλαξε για πάντα με την εμφάνιση αυτού του νέου παράγοντα στην ανθρώπινη σκέψη και δράση.
86:6.3 Μέσα σ’ αυτή τη μείζονα περιοχή της αυταπάτης και της άγνοιας, ο ανθρώπινος φόβος συγκέντρωσε όλες τις μετέπειτα προλήψεις και θρησκείες των πρωτόγονων λαών. Αυτή υπήρξε η μοναδική θρησκεία του ανθρώπου ως την εποχή της αποκάλυψης και σήμερα πολλές από τις φυλές του κόσμου διαθέτουν μόνο αυτή τη σκληρή θρησκεία της εξέλιξης.
86:6.4 Καθώς η εξέλιξη προχωρούσε, η καλή τύχη συνδέθηκε με τα καλά πνεύματα και η κακή τύχη με τα κακά πνεύματα. Η δυσφορία της αναγκαστικής προσαρμογής σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον θεωρήθηκε ως κακοτυχία, ως δυσαρέσκεια των πνευμάτων-φαντασμάτων. Ο πρωτόγονος άνθρωπος προήγαγε με αργό ρυθμό τη θρησκεία μέσα από την εγγενή παρόρμησή του για λατρεία και την παρανόησή του πάνω στην κακοτυχία. Ο πολιτισμένος άνθρωπος διαθέτει ασφαλιστικές δικλείδες για να αντιπαρέρχεται αυτά τα τυχαία συμβάντα. Η σύγχρονη επιστήμη τοποθετεί έναν λογιστή με μαθηματικούς υπολογισμούς στη θέση των φανταστικών πνευμάτων και των ιδιότροπων θεών.
86:6.5 Κάθε γενιά που περνά χαμογελά με τις ανόητες προλήψεις των προπατόρων της, ενώ εξακολουθεί να εμφορείται από τις πλάνες της σκέψης και της λατρείας που θα προκαλέσουν το χαμόγελο εκ μέρους των διαφωτισμένων απογόνων.
86:6.6 Τελικά, όμως, ο νους του πρωτόγονου ανθρώπου κατελήφθη από σκέψεις που υπερέβησαν όλες τις κληρονομικές, βιολογικές παρορμήσεις του. Τελικά ο άνθρωπος επρόκειτο να αναπτύξει ένα τρόπο ζωής βασισμένο σε κάτι περισσότερο από αντίδραση στα υλικά ερεθίσματα. Η απαρχή ενός τρόπου9 πρωτόγονης φιλοσοφημένης ζωής ανεδύετο. Ένα υπερφυσικό πρότυπο ζωής επρόκειτο να εμφανισθεί, αφού, εάν το πνεύμα-φάντασμα επιβάλλει, όταν οργίζεται, κακοτυχία, ενώ όταν ευχαριστείται, καλοτυχία, τότε η ανθρώπινη συμπεριφορά πρέπει να ρυθμιστεί ανάλογα. Η έννοια του καλού και του κακού είχε, τουλάχιστον, αναπτυχθεί. Και όλα τούτα, πολύ πριν από την εποχή οποιασδήποτε αποκάλυψης στη γη.
86:6.7 Με την εμφάνιση αυτών των εννοιών, άρχισε ο μακραίωνος και μάταιος αγώνας να εξευμενισθούν τα πάντα δυσαρεστημένα πνεύματα, τα δουλικά δεσμά του εξελικτικού θρησκευτικού φόβου, η μακραίωνη αυτή σπατάλη της ανθρώπινης προσπάθειας σε τάφους, ναούς, θυσίες και κλήρο. Ήταν ένα τρομερό και φριχτό τίμημα που έπρεπε να πληρώσει, αλλά άξιζε τον κόπο, αφού ο άνθρωπος δι’ αυτού επέτυχε μία φυσική συνειδητοποίηση του σχετικού ορθού και λάθους. Η ανθρώπινη ηθική είχε γεννηθεί!
86:7.1 Ο πρωτόγονος ένοιωθε την ανάγκη της εξασφάλισης και γι’ αυτό εκούσια πλήρωνε το βαρύ τίμημα του φόβου, της πρόληψης, του τρόμου και των δώρων στον κλήρο για να αποκτήσει το συμβόλαιο της μαγικής ασφάλισης ενάντια στην κακοτυχία. Η πρωτόγονη θρησκεία ήταν απλά η πληρωμή των ασφαλίστρων για τη διασφάλιση έναντι των κινδύνων των δασών. Ο πολιτισμένος άνθρωπος πληρώνει υλικά ασφάλιστρα έναντι των εργατικών ατυχημάτων και των επειγουσών αναγκών του σύγχρονου τρόπου ζωής.
86:7.2 Η σύγχρονη κοινωνία αφαιρεί την ευθύνη της ασφάλειας από το χώρο των κληρικών και της θρησκείας, τοποθετώντας την στο χώρο της οικονομίας. Η θρησκεία απασχολείται η ίδια ολοένα και περισσότερο με την εξασφάλιση της μετά θάνατον ζωής. Οι σύγχρονοι άνθρωποι, οι σκεπτόμενοι, τουλάχιστον, δεν πληρώνουν, πλέον, μάταια ασφάλιστρα για να ελέγξουν την τύχη. Η θρησκεία ανελίσσεται αργά σε ανώτερα φιλοσοφικά επίπεδα σε αντίθεση με την παλαιότερη λειτουργία της, ως πλαίσιο ασφάλισης έναντι της κακοτυχίας.
86:7.3 Οι αρχαίες, όμως, αυτές απόψεις της θρησκείας απέτρεψαν τον άνθρωπο από το να γίνει μοιρολατρικά και χωρίς ελπίδα πεσιμιστής. Οι αρχαίοι πίστευαν ότι μπορούσαν τουλάχιστον να κάνουν κάτι για να επηρεάσουν το πεπρωμένο. Η θρησκεία του φόβου των φαντασμάτων έδωσε την εντύπωση στους ανθρώπους ότι όφειλαν να προσαρμόσουν τη συμπεριφορά τους, ότι υπήρχε ένας υπεράνω της ύλης κόσμος ο οποίος ήλεγχε το ανθρώπινο πεπρωμένο.
86:7.4 Οι σύγχρονες πολιτισμένες φυλές αναδύονται μόλις από το φόβο των φαντασμάτων ως ερμηνεία της τύχης και των καθημερινών μεταβολών της ύπαρξης. Η ανθρωπότητα κατορθώνει να απελευθερωθεί από τα δεσμά του να ερμηνεύουν την κακοτυχία με το φόβο των πνευμάτων. Όσο, όμως, οι άνθρωποι παραδίδονται στο εσφαλμένο δόγμα του πνευματικού αιτίου για τις μεταβολές της ζωής, επιδεικνύουν μία εκπληκτική προθυμία να αποδεχθούν μια σχεδόν εξ ίσου εσφαλμένη διδασκαλία, η οποία τους κάνει να αποδίδουν όλες τις ανθρώπινες ανισότητες σε πολιτική δυσπροσαρμοστικότητα, κοινωνική αδικία και επιχειρησιακό ανταγωνισμό. Ωστόσο η καινούργια νομοθεσία, η αυξανόμενη φιλανθρωπία και η μεγαλύτερη βιομηχανική αναδιοργάνωση, όσο και αν είναι καλές από μόνες τους, δεν θα επανορθώσουν το γεγονός της γέννησης και τα ατυχήματα της ζωής. Μόνο η κατανόηση των γεγονότων και ο συνετός χειρισμός εντός των φυσικών νόμων θα κάνει τον άνθρωπο ικανό να πάρει αυτό που θέλει και να αποφύγει εκείνο που δεν θέλει. Η επιστημονική γνώση, που οδηγεί στην επιστημονική δράση, είναι το μοναδικό αντίδοτο στις αποκαλούμενες συμπτωματικές κακοτυχίες.
86:7.5 Η βιομηχανία, ο πόλεμος, η δουλεία και οι πολιτικές κυβερνήσεις αναπτύχθηκαν ως απάντηση στην κοινωνική εξέλιξη του ανθρώπου μέσα στο φυσικό του περιβάλλον. Η θρησκεία με τρόπο παρόμοιο δημιουργήθηκε ως απάντηση στο απατηλό περιβάλλον του φανταστικού κόσμου των πνευμάτων. Η θρησκεία απετέλεσε την εξελικτική επέκταση της αυτοσυντήρησης και έτσι λειτούργησε, παρά το ότι υπήρξε, αρχικά, λανθασμένη ως προς τις απόψεις και απόλυτα παράλογη.
86:7.6 Η πρωτόγονη θρησκεία προετοίμασε το έδαφος για την ανθρώπινη διάνοια με την δραστική και γεμάτη δέος δύναμη του λανθασμένου φόβου, για την επιφοίτηση μιας καλόπιστης πνευματικής δύναμης υπερφυσικής προέλευσης, του Προσαρμοστή της Σκέψης. Και οι θείοι Προσαρμοστές μοχθούν από τότε για να μετουσιώσουν το Θεό-φόβο στον Θεό-αγάπη. Η εξέλιξη μπορεί να είναι αργή, αλλά είναι απόλυτα πραγματική.
86:7.7 [Παρουσιάσθηκε από ένα Λαμπρό Εσπερινό Αστέρα του Νέβαδον.]
Εγγραφο 85. Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ ΛΑΤΡΕΙΑΣ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 87. ΟΙ ΛΑΤΡΕΙΕΣ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΝΕΚΡΩΝ |