© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 144. ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΓΕΛΒΟΥΕ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΕΚΑΠΟΛΗ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 146. ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΚΗΡΥΤΤΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ |
145:0.1 Ο Ιησούς και οι απόστολοι έφτασαν στην Καπερναούμ το βράδυ της Τρίτης, 13 Ιανουαρίου[1]. Ως συνήθως, σαν βάση τους έκαναν το σπίτι του Ζεβεδαίου στη Βηθσαϊδά. Τώρα που ο Ιωάννης ο Βαπτιστής δεν βρισκόταν στη ζωή, ο Ιησούς ετοιμάστηκε να προχωρήσει στην πρώτη ανοιχτή και δημόσια περιοδεία στη Γαλιλαία για κήρυγμα. Τα νέα της επιστροφής του Ιησού εξαπλώθηκαν γρήγορα σ’ όλη την πόλη και γρήγορα την άλλη μέρα, η Μαρία η μητέρα του Ιησού αναχώρησε βιαστικά για τη Ναζαρέτ για να επισκεφθεί το γιο της Ιωσήφ.
145:0.2 Την Τετάρτη, την Πέμπτη και την Παρασκευή ο Ιησούς έμεινε στο σπίτι του Ζεβεδαίου δίνοντας οδηγίες στους αποστόλους του για τα προκαταρκτικά της πρώτης εκτεταμένης δημόσιας περιοδείας τους. Επίσης δέχτηκε και δίδαξε πολλούς θερμούς αναζητητές, είτε μόνους τους είτε ομαδικά. Μέσω του Ανδρέα κανόνισε να μιλήσει στη συναγωγή την ερχόμενη μέρα του Σαββάτου.
145:0.3 Αργά το βράδυ της Παρασκευής, η μικρή αδελφή του Ιησού, η Ρουθ, τον επισκέφτηκε μυστικά. Πέρασαν μαζί σχεδόν μια ώρα, σ’ ένα πλοιάριο αγκυροβολημένο σε μικρή απόσταση από την ακτή. Κανένας, εκτός από τον Ιωάννη το Ζεβεδαίο, δεν έμαθε ποτέ γι αυτήν την επίσκεψη και αυτόν παρακάλεσε ο Ιησούς να μην το πει σε κανένα. Η Ρουθ ήταν το μόνο μέλος από την οικογένεια του Ιησού που σταθερά και με συνέπεια πίστευε στη θεϊκή αποστολή του στη γη, από την εποχή που είχε την πρώτη της πνευματική συνειδητοποίηση μέχρι και καθ’ όλη τη διάρκεια της ενδιαφέρουσας υπηρεσίας του, του θανάτου του, της ανάστασης και της ανάληψής του. Kαι τελικά αναχώρησε για το υπερπέραν χωρίς ποτέ να αμφισβητήσει τον υπερφυσικό χαρακτήρα της αποστολής τού από σάρκα πατέρα και αδελφού της συγχρόνως. Η μικρή Ρουθ ήταν η κύρια παρηγοριά του Ιησού, όσον αφορά τη γήινη οικογένειά του, καθ’ όλη τη διάρκεια της επίπονης δοκιμασίας της δίκης του, της αποδοκιμασίας και της σταύρωσής του.
145:1.1 Την Παρασκευή το πρωί εκείνης της ίδιας εβδομάδας, όταν ο Ιησούς δίδασκε κοντά στην παραλία, είχε μαζευτεί τόσο πλήθος κόσμου κοντά του, στην άκρη του νερού, που έκανε νεύμα σε μερικούς ψαράδες που βρισκόντουσαν σε ένα παραπλήσιο πλοιάριο να έρθουν να τον σώσουν. Μπαίνοντας στο πλοιάριο, συνέχισε να διδάσκει στο συγκεντρωμένο πλήθος για περισσότερες από δυο ώρες[2]. Το πλοιάριο ονομαζόταν «Σίμων» και ήταν το πρώην ψαράδικο του Σίμωνος Πέτρου, που ο Ιησούς είχε φτιάξει με τα χέρια του. Εκείνη τη συγκεκριμένη ημέρα το πλοίο το χρησιμοποιούσε ο Δαυίδ Ζεβεδαίος και δυο συνεργάτες του, και οι οποίοι είχαν μόλις έρθει κοντά στην ακτή μετά από μια άκαρπη νύχτα ψαρέματος στη λίμνη[3]. Καθάριζαν και μπάλωναν τα δίχτυα τους όταν ο Ιησούς τους ζήτησε να έρθουν προς βοήθειά του.
145:1.2 Μόλις ο Ιησούς τελείωσε το κήρυγμα, είπε στον Δαυίδ: «Καθώς σας καθυστέρησα με το να έλθετε να με βοηθήσετε, τώρα αφήστε με να δουλέψω για σας. Πάμε για ψάρεμα. Ας ξανοιχτούμε εκεί πέρα και ρίξτε τα δίχτυα σας για ψαριά». Αλλά ο Σίμων, ένας βοηθός του Δαυίδ, αποκρίθηκε: «Κύριε, είναι μάταιο. Μοχθήσαμε όλη νύχτα και δεν βγάλαμε τίποτα. Όμως, λόγω της παράκλησής σου, θα ξανοιχτούμε και θα ρίξουμε τα δίχτυα μας». Και ο Σίμων συγκατένευσε να ακολουθήσει τις οδηγίες του Ιησού, ύστερα από νόημα που του έκανε το αφεντικό του, ο Δαυίδ. Όταν προχώρησαν στο μέρος που είχε υποδειχθεί από τον Ιησού, έριξαν τα δίχτυα τους και μάζεψαν τόσα ψάρια που φοβήθηκαν ότι τα δίχτυα τους θα σχιζόντουσαν τόσο πολύ ώστε έκαναν σινιάλο στους συντρόφους τους στην ακτή να έρθουν να τους βοηθήσουν. Και όταν τρία πλοιάρια γέμισαν ξέχειλα από ψάρια, ώστε σχεδόν θα βούλιαζαν, ο Σίμων έπεσε στα γόνατα του Ιησού λέγοντας: «Φύγε από μένα, Κύριε, γιατί είμαι αμαρτωλός»[4]. Ο Σίμων και όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος σ’ αυτό το επεισόδιο, έμειναν κατάπληκτοι από την μεγάλη ψαριά[5]. Από κείνη την ημέρα ο Δαυίδ Ζεβεδαίος, ο Σίμων και οι βοηθοί τους εγκατέλειψαν το ψάρεμα και ακολούθησαν τον Ιησού.
145:1.3 Αυτή όμως η μεγάλη ψαριά δεν είχε να κάνει με θαύμα. Ο Ιησούς ήταν καλός μαθητής της φύσης. Ήταν έμπειρος ψαράς και γνώριζε τις συνήθειες των ψαριών στη Θάλασσα της Γαλιλαίας. Σ’ αυτή την περίπτωση κατηύθυνε τους άνδρες στο μέρος όπου συνήθως βρισκόντουσαν τα ψάρια εκείνη την ώρα της ημέρας. Αλλά οι οπαδοί του Ιησού πάντα το υπολόγιζαν αυτό σαν θαύμα.
145:2.1 Το επόμενο Σάββατο, κατά την απογευματινή λειτουργία στη συναγωγή, ο Ιησούς έκανε το κήρυγμά του με θέμα «Το θέλημα του Πατέρα στον Ουρανό»[6]. Το πρωί ο Σίμων Πέτρος είχε κάνει κήρυγμα με θέμα η «Βασιλεία». Στη βραδινή συγκέντρωση της Πέμπτης στη συναγωγή ο Ανδρέας είχε μιλήσει με θέμα «Η νέα Οδός». Εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή περισσότερος κόσμος πίστευε στον Ιησού στην Καπερναούμ παρά σε οποιαδήποτε άλλη πόλη της γης.
145:2.2 Καθώς ο Ιησούς δίδασκε στη συναγωγή το Σάββατο το απόγευμα, σύμφωνα με το έθιμο πήρε το πρώτο κείμενο από τους νόμους, διαβάζοντας από το βιβλίο της Εξόδου: «Και θα υπηρετήσετε τον Κύριο, το Θεό σας, και αυτός θα ευλογήσει το ψωμί και το νερό σας και θα αφαιρέσει κάθε αρρώστια από πάνω σας»[7]. Διάλεξε το δεύτερο κείμενο από τους Προφήτες, διαβάζοντας από τον Ησαΐα: «Σηκωθείτε και αγαλλιάστε, γιατί το φως έχει έρθει και η δόξα του Κυρίου ήρθε προς εσάς. Το σκότος μπορεί να καλύψει τη γη και παχύ σκοτάδι τους ανθρώπους, αλλά το πνεύμα του Κυρίου θα έρθει επάνω σας και η θεϊκή δόξα θα εμφανιστεί μαζί σας. Ακόμα και οι ειδωλολάτρες θα έρθουν σ’ αυτό το φως και πολλά μεγάλα μυαλά θα υποταχθούν στη λάμψη αυτού του φωτός»[8].
145:2.3 Αυτή η ομιλία ήταν μια προσπάθεια εκ μέρους του Ιησού να κάνει γνωστό το γεγονός ότι η θρησκεία είναι μια προσωπική εμπειρία. Μεταξύ άλλων πραγμάτων, ο Κύριος είπε:
145:2.4 «Γνωρίζετε καλά ότι, ενώ ένας καλοκάγαθος πατέρας αγαπάει την οικογένειά του σαν σύνολο, τους βλέπει σαν ομάδα εξαιτίας της δυνατής στοργής που τρέφει για κάθε ξεχωριστό μέλος αυτής της οικογένειας. Δεν πρέπει να ερχόσαστε κοντά στον ουράνιο πατέρα σαν παιδί του Ισραήλ αλλά σαν παιδί του Θεού. Σαν ομάδα, είστε πραγματικά τα παιδιά του Ισραήλ, αλλά σαν άτομα, καθένας από σας είναι ένα παιδί του Θεού. Έχω έρθει, όχι για να αποκαλύψω τον Πατέρα στα παιδιά του Ισραήλ, αλλά για να φέρω αυτή τη γνώση του Θεού και την αποκάλυψη της αγάπης του και του ελέους του στον κάθε πιστό ξεχωριστά σαν μια αυθεντική προσωπική εμπειρία. Οι προφήτες σάς έχουν όλους διδάξει ότι ο Γιαχβέ ενδιαφέρεται για το λαό του, ότι ο Θεός αγαπάει τον Ισραήλ. Αλλά εγώ ήρθα ανάμεσά σας για να διακηρύξω μια μεγαλύτερη αλήθεια, μια την οποία πολλοί από τους μετέπειτα προφήτες επίσης κατανόησαν, ότι ο Θεός αγαπάει εσάς – τον καθένα σας – σαν ξεχωριστά άτομα. Σε όλες τις προηγούμενες γενιές είχατε μια εθνική ή φυλετική θρησκεία. Τώρα ήρθα για να σας δώσω μια προσωπική θρησκεία.
145:2.5 Αλλά ακόμα και αυτό δεν είναι καινούργια ιδέα. Πολλοί από σας που ρέπετε προς τα πνευματικά ξέρετε αυτή την αλήθεια, στο βαθμό που μερικοί από τους προφήτες σάς το έχουν μάθει. Δεν διαβάσατε στις Γραφές που ο προφήτης Ιερεμίας λέγει: ‘Εκείνες τις ημέρες δεν θα λένε πια, οι πατέρες φάγανε ξινά σταφύλια και τα στόματα των παιδιών τους ξινίστηκαν. Κάθε άνθρωπος θα πεθάνει για τη δική του ανομία. Κάθε άνθρωπος που τρώγει ξινά σταφύλια, θα ξινίζει το δικό του στόμα. Προσέξτε, έρχονται οι μέρες που θα κάνω καινούργιο συμβόλαιο με το λαό μου, όχι σύμφωνα με το συμβόλαιο που έκανα με τους πατέρες τους όταν τους έβγαλα από τη χώρα της Αιγύπτου, αλλά σύμφωνα με τον νέο τρόπο. Θα είμαι ο Θεός τους και θα είναι ο λαός μου. Εκείνες τις μέρες δεν θα λέγει κάποιος στο γείτονά του, γνωρίζεις τον Κύριο; Όχι! Διότι όλοι θα με γνωρίζουν προσωπικά από τον πιο μικρό έως τον πιο μεγάλο’.[9]
145:2.6 Δεν έχετε διαβάσει αυτές τις υποσχέσεις; Δεν πιστεύετε τις Γραφές; Δεν καταλαβαίνετε ότι τα λόγια των προφητών εκπληρώνονται σήμερα με αυτά που παρατηρείτε; Και δεν σας προέτρεψε ο προφήτης Ιερεμίας να κάνετε θρησκεία σας μια σχέση καρδιάς, να συνδεθείτε με το Θεό σαν ξεχωριστές οντότητες; Δεν σας είπε ο προφήτης ότι ο ουράνιος Θεός θα έψαχνε μέσα στις καρδιές σας; Και δεν σας προειδοποίησε ότι η φυσική ανθρώπινη καρδιά σάς παραπλανά περισσότερο από κάθε τι άλλο και συχνά είναι απελπιστικά διεφθαρμένη;[10]
145:2.7 Δεν διαβάσατε, επίσης, εκεί που ο Ιεζεκιήλ δίδαξε ακόμη και τους πατέρες σας, ότι η θρησκεία πρέπει να αποτελέσει πραγματικότητα της ατομικής εμπειρίας σας; Δεν θα χρησιμοποιείτε πλέον την παροιμία που λέγει: ‘Οι πατέρες έφαγαν ξινά σταφύλια και τα στόματα των παιδιών τους ξινίστηκαν’. ‘Όσο υπάρχω’, λέγει ο Κύριος και Θεός, ‘προσέξτε, όλες οι ψυχές μου ανήκουν, όπως η ψυχή του πατέρα, το ίδιο και η ψυχή του παιδιού. Μόνο η ψυχή που αμαρτάνει θα πεθάνει’. Και κατόπιν ο Ιεζεκιήλ προέβλεψε ακόμα και αυτήν εδώ την ημέρα, όταν μίλησε εκ μέρους του Θεού, λέγοντας: ‘Θα σας δώσω καινούργια καρδιά και θα βάλω μέσα σας καινούργιο πνεύμα’.[11]
145:2.8 Δεν πρέπει πια να φοβάσθε ότι ο Θεός θα τιμωρήσει ένα έθνος για τις αμαρτίες ενός ατόμου, ούτε ότι ο Πατέρας στον ουρανό θα τιμωρήσει ένα πιστό παιδί του για τις αμαρτίες ενός έθνους, μολονότι τα ξεχωριστά μέλη κάθε οικογένειας συχνά πρέπει να υφίστανται τις συνέπειες των οικογενειακών λαθών και των ομαδικών παραβάσεων. Δεν αντιλαμβάνεσθε ότι η ελπίδα για ένα καλύτερο έθνος – ή ένα καλύτερο κόσμο – εξαρτάται από την πρόοδο και τη διαφώτιση του ατόμου;».
145:2.9 Μετά ο Κύριος περιέγραψε ότι ο Πατέρας στον ουρανό, αφού ο άνθρωπος διακρίνει αυτή την πνευματική ελευθερία, επιθυμεί τα γήινα παιδιά του να ξεκινήσουν την αιώνια ανάβαση προς τον Παράδεισο, και συνίσταται από την συνειδητή ανταπόκριση του δημιουργήματος προς την θεϊκή παρότρυνση από το εντός του διαμένον πνεύμα, για να βρει τον Δημιουργό, να γνωρίσει το Θεό και να προσπαθήσει να του μοιάσει.
145:2.10 Οι απόστολοι βοηθήθηκαν πολύ από αυτήν την ομιλία. Όλοι τους κατανόησαν πληρέστερα ότι το ευαγγέλιο της βασιλείας είναι ένα μήνυμα που απευθύνεται στο άτομο, όχι στο έθνος.
145:2.11 Αν και οι κάτοικοι της Καπερναούμ είχαν συνηθίσει τις διδασκαλίες του Ιησού, εντούτοις εντυπωσιάστηκαν με αυτή την ομιλία του Σαββάτου. Δίδασκε, όντως, σαν κάποιος που έχει εξουσία και όχι όπως οι γραμματείς[12].
145:2.12 Μόλις ο Ιησούς τελείωσε την ομιλία, ένας νεαρός από το εκκλησίασμα που είχε ταραχθεί πολύ από τα λόγια του κατελήφθη από μια βίαιη επιληπτική κρίση και φώναζε δυνατά. Στο τέλος της κρίσης, ενώ ξανάβρισκε τις αισθήσεις του, μίλησε σαν να έβλεπε όνειρο: «Τι πρέπει να κάνουμε με σένα, Ιησού Ναζωραίε; Είσαι ο άγιος του Θεού, ήρθες για να μας καταστρέψεις;»[13]. Ο Ιησούς παρότρυνε τον κόσμο να ησυχάσει και παίρνοντας το νεαρό από το χέρι, είπε: «Βγες έξω από αυτό» – και αμέσως αυτός ξύπνησε.
145:2.13 Αυτός ο νεαρός δεν είχε καταληφθεί από ακάθαρτο πνεύμα ή δαιμόνιο. Ήταν θύμα μιας συνηθισμένης επιληψίας. Αλλά τον είχαν διδάξει ότι αυτή η κατάσταση οφειλόταν σε κατάληψη από κακό πνεύμα. Είχε πιστέψει σ’ αυτό και συμπεριφερόταν ανάλογα με αυτό που νόμιζε ότι αφορούσε την πάθησή του. Ο κόσμος όλος πίστευε ότι τέτοια φαινόμενα προκαλούνταν από την άμεση παρουσία ακάθαρτων πνευμάτων. Σαν επακόλουθο, πίστεψαν ότι ο Ιησούς είχε βγάλει ένα δαιμόνιο από τον άνθρωπο. Αλλά ο Ιησούς δεν θεράπευσε εκείνη την ώρα την επιληψία. Αργότερα, εκείνη τη μέρα, μετά τη δύση του ήλιου, αυτός ο άνδρας θεραπεύτηκε πραγματικά. Αρκετό καιρό μετά από την ημέρα της Πεντηκοστής, ο απόστολος Ιωάννης, που ήταν ο τελευταίος που έγραψε για τη ζωή του Ιησού, απέφυγε κάθε αναφορά σ’ αυτές τις πράξεις τις λεγόμενες «εκδίωξη δαιμονίων», και το έκανε γιατί τέτοιες δαιμονοκαταληψίες δεν συνέβησαν ποτέ μετά την Πεντηκοστή.
145:2.14 Το κοινότοπο αυτό συμβάν είχε σαν αποτέλεσμα να διαδοθεί η φήμη σε όλη την Καπερναούμ ότι ο Ιησούς είχε εκβάλει ένα δαιμόνιο από έναν άνδρα και τον θεράπευσε με θαυματουργικό τρόπο, στη συναγωγή, μετά το πέρας της απογευματινής ομιλίας[14]. Το Σάββατο ήταν η κατάλληλη μέρα για την ταχύτατη και αποτελεσματική εξάπλωση μιας τέτοιας τρομερής φήμης. Αυτή μάλιστα η φήμη μεταφέρθηκε σε όλους τους μικρότερους καταυλισμούς γύρω από την Καπερναούμ και πολλοί άνθρωποι την πίστεψαν.
145:2.15 Το μαγείρεμα και οι δουλειές του σπιτιού στο ευρύχωρο σπίτι του Ζεβεδαίου, όπου ο Ιησούς και οι δώδεκα είχαν σαν βάση τους, γινόταν πιο πολύ από την γυναίκα του Σίμωνα Πέτρου και την μητέρα της. Το σπίτι του Πέτρου ήταν κοντά στου Ζεβεδαίου και ο Ιησούς και οι φίλοι του σταμάτησαν εκεί, καθώς γύριζαν από τη συναγωγή, επειδή η πεθερά του Πέτρου ήταν μερικές μέρες άρρωστη με ρίγη και πυρετό. Έτυχε λοιπόν, τη στιγμή που ο Ιησούς στάθηκε δίπλα στην άρρωστη γυναίκα, κρατώντας της το χέρι, χαϊδεύοντάς της το μέτωπο και λέγοντάς της λόγια παρηγορητικά και ενθαρρυντικά, ο πυρετός να πέσει. Ο Ιησούς δεν είχε βρει ακόμη το χρόνο να εξηγήσει στους αποστόλους του ότι δεν είχε συντελεσθεί θαύμα στη συναγωγή και με αυτό το συμβάν, τόσο νωπό και ζωντανό στη μνήμη τους, και ενθυμούμενοι το νερό και το κρασί στην Κανά, αρπάχτηκαν από αυτή τη σύμπτωση σαν άλλο ένα θαύμα, και μερικοί από αυτούς βιάστηκαν να διαδώσουν τα νέα έξω σε όλη την πόλη[15].
145:2.16 Η Άμαθα, η πεθερά του Πέτρου, υπέφερε από πυρετό μαλάριας. Δεν θεραπεύτηκε με θαύμα από τον Ιησού εκείνη τη στιγμή. Αυτό έγινε μερικές ώρες αργότερα, μετά τη δύση, η θεραπεία της είχε σχέση με το καταπληκτικό γεγονός που συνέβη στη μπροστινή αυλή του σπιτιού του Ζεβεδαίου.
145:2.17 Και αυτές οι περιπτώσεις είναι χαρακτηριστικές του τρόπου με τον οποίο αδιάκοπα αρπάζει τέτοιες συμπτώσεις μια γενιά που ψάχνει να βρει θαύματα και ένας λαός που έχει συνέχεια τη σκέψη του στα θαύματα, σαν δικαιολογία για να δείξουν ότι ο Ιησούς είχε κάνει και άλλο θαύμα.
145:3.1 Την ώρα που ο Ιησούς και οι απόστολοί του ήταν έτοιμοι να μοιραστούν το βραδινό φαγητό τους, τις τελευταίες ώρες αυτού του γεμάτου γεγονότα Σαββάτου, όλη η Καπερναούμ και τα περίχωρά της ανυπομονούσαν γι αυτά τα ονομαστά θαύματα θεραπείας, και όλοι όσοι ήταν άρρωστοι ή πονεμένοι άρχισαν να προετοιμάζονται να πάνε στον Ιησού ή να τους μεταφέρουν οι φίλοι τους μόλις ο ήλιος έδυε. Σύμφωνα με την ιουδαϊκή διδασκαλία δεν επιτρεπόταν ακόμα και να ζητήσουν να θεραπευτούν τις ιερές ώρες του Σαββάτου.
145:3.2 Έτσι, μόλις ο ήλιος βυθίστηκε στον ορίζοντα, πλήθη πονεμένων ανδρών, γυναικών και παιδιών άρχισαν να παίρνουν το δρόμο προς το σπίτι του Ζεβεδαίου στη Βηθσαϊσδά. Ένας άνδρας μάλιστα ξεκίνησε με την παράλυτη κόρη του μόλις ο ήλιος χάθηκε πίσω από το σπίτι του γείτονά του[16].
145:3.3 Τα γεγονότα όλης της μέρας είχαν προετοιμάσει τη σκηνή για το καταπληκτικό επεισόδιο στη δύση του ήλιου. Ακόμα και τα κείμενα που είχε χρησιμοποιήσει ο Ιησούς κατά την απογευματινή ομιλία του υποδήλωναν ότι η ασθένεια θα εξαφανιζόταν, και είχε μιλήσει με τόσο πρωτάκουστη δύναμη και εξουσία! Το μήνυμά του είχε τόση ένταση! Ενώ δεν επικαλείτο την ανθρώπινη εξουσία, μιλούσε κατευθείαν στις συνειδήσεις και στις ψυχές των ανθρώπων. Αν και δεν κατέφευγε στη λογική, νομικές υπεκφυγές ή έξυπνα λόγια, έκανε μια δυναμική, άμεση, καθάρια και προσωπική έκκληση στις καρδιές των ακροατών.
145:3.4 Εκείνο το Σάββατο ήταν μια μεγάλη μέρα στη γήινη ζωή του Ιησού, ναι, στη ζωή ενός σύμπαντος. Η μικρή ιουδαϊκή πόλη της Καπερναούμ ήταν εκείνη τη στιγμή, για όλους τους στόχους και τους σκοπούς του τοπικού σύμπαντος, η πραγματική πρωτεύουσα του Νέβαδον. Η μια χούφτα Ιουδαίοι στη συναγωγή της Καπερναούμ δεν ήταν τα μοναδικά όντα που άκουσαν τη βαρυσήμαντη δήλωση, με την οποία έκλεισε την ομιλία του ο Ιησούς: «Το μίσος είναι η σκιά του φόβου, η εκδίκηση το κάλυμμα της δειλίας». Ούτε μπόρεσαν οι ακροατές του να ξεχάσουν τις ευλογημένες λέξεις του, όταν διακήρυττε: «Ο άνθρωπος είναι το παιδί του Θεού, όχι το παιδί του διαβόλου».
145:3.5 Γρήγορα, μετά τη δύση του ήλιου, καθώς ο Ιησούς και οι απόστολοι χρονοτριβούσαν ακόμα για το βραδινό δείπνο, η γυναίκα του Πέτρου άκουσε φωνές στη μπροστινή αυλή και, πηγαίνοντας προς την πόρτα, είδε μια μεγάλη συγκεντρωμένη παρέα από άρρωστους και το δρόμο της Καπερναούμ γεμάτο από αυτούς που ερχόντουσαν να βρουν θεραπεία από τα χέρια του Ιησού. Βλέποντας αυτό το θέαμα, πήγε αμέσως και πληροφόρησε τον άνδρα της, που το είπε στον Ιησού.
145:3.6 Όταν ο Κύριος βγήκε στα σκαλιά της μπροστινής εισόδου του σπιτιού του Ζεβεδαίου, τα μάτια του συνάντησαν μια παράταξη από πληγωμένους και πονεμένους ανθρώπους. Ατένισε περίπου χίλιες άρρωστες και πάσχουσες ανθρώπινες υπάρξεις. Τουλάχιστον τόσοι ήταν οι άνθρωποι που είχαν μαζευτεί μπροστά του. Δεν ήταν όλοι οι παρόντες άρρωστοι. Μερικοί είχαν έρθει για να βοηθήσουν τους αγαπημένους τους στην προσπάθειά τους να βρουν γιατρειά.
145:3.7 Η θέα αυτών των πονεμένων θνητών, ανδρών, γυναικών και παιδιών που υπέφεραν σε μεγάλο βαθμό, σαν αποτέλεσμα των λαθών και των παραπτωμάτων των δικών του Παιδιών, που του είχε εμπιστευθεί η συμπαντική διοίκηση, συγκίνησε ιδιαίτερα την ανθρώπινη καρδιά του Ιησού και διεκδίκησε το θεϊκό έλεος του καλοκάγαθου Γιου Δημιουργού. Αλλά ο Ιησούς ήξερε καλά πως δεν μπορούσε να στηρίξει ένα διαρκές πνευματικό κίνημα πάνω στη δημιουργία καθαρώς υλιστικών θαυμάτων. Ήταν συνεπής τακτική του να αποφεύγει να επιδεικνύει τα δημιουργικά του προνόμια. Μέχρι το θαύμα της Κανά, το υπερφυσικό και το θαυματουργικό δεν συνόδευε τη διδασκαλία του. Όμως, αυτό το πονεμένο πλήθος συγκίνησε τη συμπονετική καρδιά του και επικαλέστηκε δυναμικά την γεμάτη κατανόηση στοργή του.
145:3.8 Μια φωνή από την μπροστινή αυλή αναφώνησε: «Κύριε, πες τη λέξη, αποκατέστησε την υγεία μας, θεράπευσε τις αρρώστιες μας και σώσε τις ψυχές μας». Μόλις προφέρθηκαν αυτές οι λέξεις μια τεράστια ακολουθία από Σεραφείμ, φυσικούς ελεγκτές, Φορείς Ζωής και μεσολαβητές, που πάντα βρισκόντουσαν κοντά στο Δημιουργό ενός σύμπαντος, προετοιμάστηκαν να δράσουν με δημιουργική δύναμη όταν ο Αρχηγός τους θα τους έκανε το σήμα. Αυτή ήταν μια στιγμή στη γήινη σταδιοδρομία του Ιησού στην οποία η θεϊκή σοφία και η ανθρώπινη συμπόνια είχαν τόσο αλληλοσυνδεθεί στην κρίση του Γιου του Ανθρώπου που ο Ιησούς ζήτησε άσυλο στο θέλημα του Πατέρα του.
145:3.9 Όταν ο Πέτρος ικέτευσε τον Κύριο να προσέξει την κραυγή τους για βοήθεια, ο Ιησούς, κοιτάζοντας το πονεμένο πλήθος, απάντησε: «Έχω έρθει στον κόσμο για να αποκαλύψω τον Πατέρα και να ιδρύσω τη βασιλεία του. Γι αυτό το σκοπό έζησα μέχρι τώρα. Αν, όμως, είναι θέλημα Αυτού που με έστειλε και δεν αντιβαίνει στην αφιέρωσή μου στη διακήρυξη του ευαγγελίου της βασιλείας των ουρανών, επιθυμώ να δω τα παιδιά μου να γίνουν υγιή – και –» αλλά οι παρακάτω λέξεις του Ιησού χάθηκαν μέσα στην οχλοβοή.
145:3.10 Ο Ιησούς απέδωσε την ευθύνη για την απόφαση αυτής της θεραπείας στην κυριαρχία του Πατέρα του. Προφανώς, το θέλημα του Πατέρα δεν επιδεχόταν αντίρρηση, γιατί τα λόγια του Κυρίου σχεδόν δεν είχαν προφερθεί όταν το σύνολο των ουράνιων οντοτήτων, εκτελώντας τη διαταγή του Ρυθμιστή της Προσωποποιημένης Σκέψης του Ιησού, δραστηριοποιήθηκε δυναμικά. Η τεράστια ακολουθία κατέβηκε στο μέσον αυτού του ανομοιογενούς πλήθους των θνητών που έπασχαν και σε ένα λεπτό 683 άνδρες, γυναίκες και παιδιά έγιναν υγιείς, θεραπεύτηκαν εντελώς από όλες τις φυσικές αρρώστιες τους και άλλες διαταραχές[17]. Ποτέ πριν από εκείνη την ημέρα δεν έγινε στη γη τέτοια εκδήλωση, ούτε μετά. Και για εκείνους εξ ημών που ήσαν παρόντες και παρατήρησαν αυτό το θεραπευτικό κύμα ήταν πράγματι ένα συγκινητικό θέαμα.
145:3.11 Αλλά από όλες τις υπάρξεις που εξεπλάγησαν με αυτό το ξαφνικό και απρόσμενο ξέσπασμα υπερφυσικής θεραπείας, ο Ιησούς ήταν ο πιο έκπληκτος. Τη στιγμή που το ανθρώπινο ενδιαφέρον και η συμπαράστασή του είχαν εστιαστεί πάνω στο θέαμα των πασχόντων και πονεμένων που είχαν απλωθεί μπροστά του, παρέλειψε να φέρει στο ανθρώπινο μυαλό του τις προειδοποιήσεις του Προσωπικού του Ρυθμιστή που αφορούσαν την αδυναμία περιορισμού του παράγοντα χρόνου των δημιουργικών προνομίων ενός Γιου Δημιουργού κάτω υπό ορισμένες συνθήκες και ορισμένες περιστάσεις. Ο Ιησούς επιθυμούσε να δει αυτούς τους θνητούς να γίνονται καλά, αν αυτό δεν παραβίαζε το θέλημα του Πατέρα του. Ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Ιησού όρισε στιγμιαία ότι μια πράξη τέτοιας θαυματουργικής ενέργειας, εκείνη τη στιγμή, δεν θα παρέβαινε το θέλημα του Πατέρα, και με αυτή την απόφαση – εν όψει της προηγούμενης εκφρασμένης επιθυμίας του Ιησού για θεραπεία – πραγματοποιήθηκε η θαυματουργική πράξη. Ό,τι επιθυμεί ο Δημιουργός Γιος ΕΙΝΑΙ και το θέλημα του Πατέρα του. Ποτέ άλλοτε στη γήινη ζωή του Ιησού, που επακολούθησε, δεν έλαβε χώρα παρόμοια πράξη μαζικής σωματικής θεραπείας θνητών.
145:3.12 Όπως ήταν αναμενόμενο, η φήμη από αυτή τη θεραπεία κατά τη δύση, στη Βηθσαϊδά της Καπερναούμ διαδόθηκε σε όλη τη Γαλιλαία και την Ιουδαία και σε περιοχές πέραν αυτών. Για μια ακόμη φορά οι φόβοι του Ηρώδη φούντωσαν και έστειλε παρατηρητές να του αναφέρουν για το έργο και τη διδασκαλία του Ιησού και να εξακριβώσουν αν ήταν ο πρώην ξυλουργός της Ναζαρέτ ή ο Ιωάννης ο Βαπτιστής που σηκώθηκε από τους πεθαμένους.
145:3.13 Κυρίως εξαιτίας αυτής της απρομελέτητης επίδειξης σωματικής θεραπείας, εις το εξής, καθ’ όλη την υπόλοιπη σταδιοδρομία του στη γη, ο Ιησούς έγινε τόσο ιεροκήρυκας όσο και ιατρός. Αλήθεια είναι ότι συνέχισε τη διδασκαλία του, αλλά η προσωπική του εργασία συνίστατο κυρίως στο να θεραπεύει τους άρρωστους και τους δυστυχισμένους, ενώ οι απόστολοι έκαναν το δημόσιο κήρυγμα και βάφτιζαν πιστούς.
145:3.14 Αλλά η πλειονότητα εκείνων που έγιναν παραλήπτες της υπερφυσικής ή θαυματουργικής σωματικής θεραπείας, κατ’ εκείνη την επίδειξη της θεϊκής ενέργειας την ώρα που έδυε ο ήλιος, δεν ευνοήθηκαν μόνιμα στο πνεύμα από την καταπληκτική εκδήλωση του ελέους. Ένας μικρός αριθμός ευνοήθηκε πράγματι εποικοδομητικά από τη φυσική ευεργεσία, αλλά η γνώση για το πνευματικό βασίλειο δεν προχώρησε στις καρδιές των ανθρώπων από αυτή την καταπληκτική έκρηξη της αιώνιας θαυματουργικής θεραπείας.
145:3.15 Τα θαύματα θεραπείας που κάθε λίγο συνέβαιναν στην αποστολή του Κυρίου στη γη δεν αποτελούσαν μέρος του σχεδίου του για τη διακήρυξη της βασιλείας. Η ύπαρξή τους ήταν παρενθετική επειδή υπήρχε στη γη ένα θεϊκό πλάσμα με σχεδόν απεριόριστα θαυματουργικά προνόμια σε συνεργασία με έναν άνευ προηγουμένου συνδυασμό θεϊκής ευσπλαχνίας και ανθρώπινης συμπόνιας. Όμως τέτοιου είδους θαύματα δημιούργησαν στον Ιησού μεγαλύτερη φασαρία επειδή από τη δημοσιότητα που του εξασφάλισαν, γεννήθηκαν άδικες προκαταλήψεις και κακή φήμη που δεν την επιδίωξε.
145:4.1 Όλο το βράδυ που ακολούθησε τη μεγάλη θεραπευτική έκρηξη, το χαρούμενο και ευτυχισμένο πλήθος ξεχείλιζε το σπίτι του Ζεβεδαίου, και οι απόστολοι του Ιησού ήταν σε πολύ μεγάλη υπερένταση από τη συναισθηματική φόρτιση του ενθουσιασμού. Από ανθρώπινη πλευρά, αυτή ήταν πιθανότατα η μεγαλύτερη από όλες τις μεγάλες μέρες της σχέσης τους με τον Ιησού. Ποτέ πριν ή μετά οι ελπίδες τους δεν έφτασαν σε τόσο μεγάλα ύψη σίγουρων προσδοκιών. Ο Ιησούς τους είχε πει μόλις πριν λίγες μέρες, και όταν ήσαν ακόμη εντός των συνόρων της Σαμάρειας, ότι η ώρα θα είχε έρθει όταν θα διακήρυσσαν τη βασιλεία με δύναμη και τώρα τα μάτια τους είχαν δει αυτό που θεωρούσαν σαν ολοκλήρωση εκείνης της υπόσχεσης. Είχαν συγκινηθεί από το όραμα για το τι θα επακολουθούσε, αν αυτή η καταπληκτική υλοποίηση της θεραπευτικής δύναμης ήταν μόνο η αρχή. Οι παρατεινόμενες αμφιβολίες τους για τη θεϊκότητα του Ιησού είχαν εξαφανιστεί. Είχαν κυριολεκτικά μεθύσει από την έκσταση της αγαλλίασης.
145:4.2 Αλλά όταν έψαξαν τον Ιησού, δεν μπόρεσαν να τον βρουν. Ο Κύριος είχε ανησυχήσει πολύ από αυτό που συνέβη. Αυτοί οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που είχαν γιατρευτεί από διάφορες ασθένειες, χρονοτριβούσαν μέχρι αργά το βράδυ, προσδοκώντας να επιστρέψει ο Ιησούς για να τον ευχαριστήσουν. Οι απόστολοι δεν μπορούσαν να εξηγήσουν τη συμπεριφορά του Κυρίου καθώς οι ώρες περνούσαν και παρέμενε απομονωμένος. Η χαρά τους θα ήταν πλήρης και τέλεια αν δεν συνέχιζε να είναι απών. Όταν ο Ιησούς επέστρεψε ανάμεσά τους, η ώρα ήταν περασμένη και πρακτικά όλοι οι ευεργετημένοι από το επεισόδιο της θεραπείας, είχαν πάει στα σπίτια τους. Ο Ιησούς αρνήθηκε τα συγχαρητήρια και τις εκφράσεις θαυμασμού των δώδεκα και των άλλων που είχαν καθυστερήσει για να τον χαιρετήσουν, λέγοντάς τους μόνο: «Μη χαίρεστε που ο Πατέρας μου είναι δυνατός και θεραπεύει το σώμα, αλλά επειδή είναι ισχυρός για να σώζει τις ψυχές. Ας αναπαυθούμε γιατί αύριο πρέπει να συνεχίσουμε το έργο του Πατέρα».
145:4.3 Ξανά δώδεκα απογοητευμένοι, μπερδεμένοι και λυπημένοι άνδρες πήγαν να ξεκουραστούν. Λίγοι από αυτούς, εκτός των διδύμων, μπόρεσαν να κοιμηθούν πολύ εκείνη τη νύχτα. Μόλις ο Κύριος έκανε κάτι για να χαρεί η ψυχή και να ευχαριστηθεί η καρδιά των αποστόλων του, μετά αμέσως φαινόταν να καταστρέφει τις ελπίδες τους και να γκρεμίζει τελείως τα αποθέματα του θάρρους και του ενθουσιασμού τους. Καθώς αυτοί οι μπλεγμένοι ψαράδες κοιταζόντουσαν στα μάτια, δεν είχαν παρά μόνο μια σκέψη: «Δεν μπορούμε να τον καταλάβουμε. Τι σημαίνουν όλα αυτά;».
145:5.1 Ούτε ο Ιησούς κοιμήθηκε πολύ εκείνο το Σαββατόβραδο. Συνειδητοποίησε ότι ο κόσμος ήταν γεμάτος από πονεμένους και ταλαιπωρημένους από σωματικές δυσλειτουργίες και αναλογιζόταν τον κίνδυνο να εξαναγκασθεί να αφιερώνει πολύ από το χρόνο του στη φροντίδα των αρρώστων και πληγωμένων, ούτως ώστε η αποστολή του για την ίδρυση της πνευματικής βασιλείας στις καρδιές των ανθρώπων θα ανακατευόταν ή το χειρότερο θα έμπαινε σε δεύτερη μοίρα ένεκα της φροντίδας των φυσικών υποθέσεων. Εξαιτίας αυτών και παρόμοιων σκέψεων που απασχολούσαν τη θνητή σκέψη του Ιησού κατά τη νύχτα, σηκώθηκε πολύ πριν την ανατολή και πήγε ολομόναχος σε μια από τις αγαπημένες τοποθεσίες για να επικοινωνήσει με τον Πατέρα. Το θέμα της προσευχής του Ιησού αυτό το πρωινό ήταν για φώτιση και κρίση ώστε να μην αφήνει την ανθρώπινη συμπόνια του να ενώνεται με τη θεϊκή ευσπλαχνία του, να κάνει μια τέτοια επίκληση σ’ αυτόν λόγω της παρουσίας τόσης ανθρώπινης θλίψης που όλος ο χρόνος του θα ήταν δοσμένος στη φροντίδα των σωμάτων και θα παραμελούσε τη φροντίδα της ψυχής[18]. Αν και δεν επιθυμούσε να αποφύγει εντελώς τη φροντίδα των αρρώστων, γνώριζε ότι έπρεπε να κάνει την πιο σημαντική δουλειά της πνευματικής διδασκαλίας και της θρησκευτικής εκπαίδευσης.
145:5.2 Ο Ιησούς πήγαινε να προσευχηθεί μακριά στους λόφους τόσες πολλές φορές επειδή δεν υπήρχε ιδιωτικός χώρος κατάλληλος για προσωπικές εκμυστηρεύσεις.
145:5.3 Ο Πέτρος δεν μπορούσε να κοιμηθεί εκείνη τη νύχτα[19]. Έτσι, πολύ νωρίς, λίγο μετά τον Ιησού που είχε βγει έξω να προσευχηθεί, σήκωσε τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και οι τρεις πήγαν να βρουν τον Κύριό τους. Μετά από ψάξιμο μιας ώρας και πλέον, βρήκαν τον Ιησού και τον ικέτευσαν να τους πει την αιτία της παράξενης συμπεριφοράς του. Ήθελαν να μάθουν γιατί φάνηκε να έχει ενοχληθεί από τη δυναμική έκχυση του πνεύματος της θεραπείας όταν όλοι είχαν ευχαριστηθεί πολύ και οι απόστολοί του είχαν πάρει τόση χαρά.
145:5.4 Για περισσότερες από τέσσερις ώρες ο Ιησούς προσπαθούσε να εξηγήσει στους τρεις αποστόλους τι είχε συμβεί. Τους μίλησε για το τι είχε αποκαλυφθεί και τους εξήγησε τους κινδύνους από τέτοιες εκδηλώσεις. Ο Ιησούς εμπιστεύθηκε σ’ αυτούς την αιτία που τον έκανε να έρθει να προσευχηθεί. Προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει στους προσωπικούς του συντρόφους τους αληθινούς λόγους που η βασιλεία του Πατέρα δεν μπορούσε να οικοδομηθεί πάνω σε θαύματα και θεραπείες. Όμως δεν μπόρεσαν να καταλάβουν το μάθημά του.
145:5.5 Εν τω μεταξύ, νωρίς το πρωί της Κυριακής, άλλα πλήθη πονεμένων ψυχών και πολλοί περίεργοι άρχισαν να μαζεύονται γύρω από το σπίτι του Ζεβεδαίου. Έκαναν φασαρία και ζητούσαν να δουν τον Ιησού. Ο Ανδρέας και οι απόστολοι τα είχαν χάσει τόσο ώστε ενώ ο Σίμων ο Ζηλωτής μιλούσε στη συγκέντρωση, ο Ανδρέας και αρκετοί από τους συντρόφους του πήγαν να βρουν τον Ιησού. Όταν ο Ανδρέας εντόπισε τον Ιησού με τη συντροφιά των τριών, είπε: «Κύριε, γιατί μας αφήνεις μόνους με το πλήθος; Πρόσεξε, όλοι σε ψάχνουν, ποτέ πριν δεν γύρευαν τόσοι τη διδασκαλία σου. Ακόμα και τώρα το σπίτι έχει περικυκλωθεί από εκείνους που έχουν έρθει από κοντά και μακριά εξαιτίας των θαυματουργικών έργων σου. Δεν θα έρθεις μαζί μας για να τους εξυπηρετήσεις;».[20]
145:5.6 Όταν ο Ιησούς άκουσε αυτό αποκρίθηκε: «Ανδρέα, δεν έχω μάθει σε σένα και σε αυτούς τους άλλους ότι η αποστολή μου στη γη είναι η αποκάλυψη του Πατέρα, και μήνυμά μου η φανέρωση της βασιλείας των ουρανών; Πώς λοιπόν, με απομακρύνεις από την εργασία μου για την ευχαρίστηση των περίεργων και για την ικανοποίηση εκείνων που ψάχνουν για σημεία και θαύματα; Δεν είμαστε ανάμεσα σε αυτούς τους ανθρώπους όλους αυτούς τους μήνες, και δεν ερχόντουσαν κατά συρροή για να ακούσουν τα καλά νέα της βασιλείας; Τώρα γιατί ήρθαν και μας πολιορκούν; Δεν είναι περισσότερο για τη θεραπεία των φυσικών τους σωμάτων παρά σαν αποτέλεσμα της αποδοχής της πνευματικής αλήθειας για τη σωτηρία της ψυχής τους; Όταν οι άνθρωποι έρχονται σε μας λόγω των καταπληκτικών εκδηλώσεων, πολλοί από αυτούς έρχονται ψάχνοντας να βρουν όχι την αλήθεια και τη σωτηρία αλλά προς αναζήτηση θεραπείας για τις φυσικές αδιαθεσίες τους και για να εξασφαλίσουν την απαλλαγή από τις σωματικές δυσκολίες τους.
145:5.7 Όλο αυτό το διάστημα είμαι στη Καπερναούμ, και στη συναγωγή και στην παραλία και διακήρυττα τα καλά νέα της βασιλείας για όλους που είχαν αυτιά να ακούσουν και καρδιές να δεχτούν την αλήθεια. Δεν είναι θέλημα του Πατέρα μου να γυρίσω μαζί σου και να παρέξω τις υπηρεσίες μου σε αυτούς τους περίεργους και να απασχολούμαι με τη φροντίδα φυσικών πραγμάτων προς απαγόρευση των πνευματικών. Σου έχω δώσει εντολή να κηρύττεις το ευαγγέλιο και να φροντίζεις τους άρρωστους, αλλά εγώ δεν πρέπει να απορροφούμαι τελείως από τη θεραπεία προς αποκλεισμό της διδασκαλίας μου. Όχι, Ανδρέα, δεν θα γυρίσω μαζί σου. Πήγαινε και πες στον κόσμο να πιστέψουν σε ό,τι τους διδάξαμε και να χαίρονται με την ελευθερία των παιδιών του Θεού και ετοιμάσου για την αναχώρησή μας για άλλες πόλεις της Γαλιλαίας, όπου ο δρόμος έχει ήδη προετοιμαστεί για το κήρυγμα των καλών ειδήσεων της βασιλείας. Γι αυτό το λόγο ήρθα από τον Πατέρα μου. Πήγαινε, λοιπόν, και ετοιμάσου για την άμεση αναχώρησή μας ενώ αναμένω εδώ την επιστροφή σου».[21]
145:5.8 Όταν μίλησε ο Ιησούς, ο Ανδρέας και οι απόστολοι φίλοι του γύρισαν πίσω λυπημένοι στο σπίτι του Ζεβεδαίου, απόλυσαν το συγκεντρωμένο πλήθος και γρήγορα ετοιμάστηκαν για το ταξίδι όπως τους όρισε ο Ιησούς. Και έτσι, το απόγευμα της Κυριακής, 18 Ιανουαρίου 28 μ.Χ[22]. , ο Ιησούς και οι απόστολοι ξεκίνησαν για την πρώτη αληθινή δημόσια και ανοιχτή περιοδεία τους στις πόλεις της Γαλιλαίας. Στην πρώτη αυτή περιοδεία τους κήρυξαν το ευαγγέλιο της βασιλείας σε πολλές πόλεις αλλά δεν επισκέφθηκαν τη Ναζαρέτ.
145:5.9 Εκείνη την Κυριακή το απόγευμα, λίγο μετά την αναχώρηση του Ιησού και των αποστόλων του για τη Ριμμών, οι αδελφοί του Ιάκωβος και Ιούδας ήρθαν να τον δουν αναζητώντας τον στο σπίτι του Ζεβεδαίου. Το μεσημέρι εκείνης της ημέρας ο Ιούδας είχε βρει τον αδελφό του Ιάκωβο και επέμενε να πάνε στον Ιησού. Όταν ο Ιάκωβος συγκατένευσε να πάει με τον Ιούδα, ο Ιησούς είχε ήδη αναχωρήσει.
145:5.10 Οι απόστολοι ήταν απρόθυμοι να εγκαταλείψουν το τεράστιο ενδιαφέρον που είχε αφυπνισθεί στην Καπερναούμ. Ο Πέτρος υπολόγιζε ότι περίπου χίλιοι πιστοί μπορούσαν να είχαν βαπτισθεί στη βασιλεία. Ο Ιησούς τους άκουσε με υπομονή, αλλά δεν συγκατατέθηκε να επιστρέψει. Σιωπή επικράτησε για ένα διάστημα και μετά ο Θωμάς απευθύνθηκε στους φίλους του αποστόλους λέγοντας: «Πάμε! Ο Κύριος μίλησε. Δεν πειράζει που δεν καταλαβαίνουμε τελείως τα μυστήρια της βασιλείας των ουρανών, για ένα πράγμα είμαστε σίγουροι: Ακολουθούμε ένα δάσκαλο που δεν ψάχνει τη δόξα για τον εαυτό του». Και απρόθυμα ξεκίνησαν για να κηρύξουν τα καλά νέα στις πόλεις της Γαλιλαίας.
Εγγραφο 144. ΣΤΟ ΟΡΟΣ ΓΕΛΒΟΥΕ ΚΑΙ ΣΤΗ ΔΕΚΑΠΟΛΗ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 146. ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΕΙΑ ΚΗΡΥΤΤΟΝΤΑΣ ΣΤΗ ΓΑΛΙΛΑΙΑ |