© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 153. Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 155. ΞΕΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ |
154:0.1 Την επεισοδιακή νύχτα της 30ης Απριλίου, ενώ ο Ιησούς μίλαγε με παρηγορητικά και ενθαρρυντικά λόγια στους αποκαρδιωμένους και μπερδεμένους μαθητές του, στην Τιβεριάδα είχε συγκληθεί ένα συμβούλιο μεταξύ του Ηρώδη Αντύπα και μιας ομάδας ειδικών επιτρόπων που εκπροσωπούσαν το Σανχεντρίν της Ιερουσαλήμ. Αυτοί οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι εξωθούσαν τον Ηρώδη να συλλάβει τον Ιησού. Έκαναν ότι μπορούσαν καλύτερο για να τον πείσουν ότι ο Ιησούς αφύπνιζε τη μάζα για έριδες ακόμη και για επανάσταση. Αλλά ο Ηρώδης αρνήθηκε να αναλάβει δράση εναντίον του σαν πολιτικού παραβάτη. Οι πληροφοριοδότες του Ηρώδη τού είχαν σωστά αναφέρει το επεισόδιο που είχε γίνει στην απέναντι όχθη της λίμνης, όταν ο λαός ζήτησε να ανακηρύξει τον Ιησού βασιλιά και πώς αυτός απέρριψε την πρόταση.
154:0.2 Ένας από την επίσημη οικογένεια του Ηρώδη, ο Χούζα, του οποίου η γυναίκα ανήκε στη γυναικεία ομάδα, τον είχε πληροφορήσει ότι ο Ιησούς δεν προτίθετο να ανακατευθεί με τις υποθέσεις της γήινης εξουσίας. Ότι ενδιαφερόταν μόνο για την εγκαθίδρυση της πνευματικής αδελφότητας των πιστών του, την οποία αδελφότητα ονόμαζε βασιλεία των ουρανών. Ο Ηρώδης είχε εμπιστοσύνη στις αναφορές του Χούζα, τόσο πολύ μάλιστα που αρνήθηκε να ανακατευθεί με τις δραστηριότητες του Ιησού[1]. Ο Ηρώδης εκείνο τον καιρό είχε επίσης επηρεαστεί, στη στάση του απέναντι στον Ιησού, από τον δεισιδαιμονικό φόβο του για τον Ιωάννη τον Βαπτιστή[2]. Ο Ηρώδης ήταν ένας από εκείνους τους αποστάτες Ιουδαίους που, ενώ δεν πίστευε πουθενά, φοβόταν τα πάντα. Είχε τύψεις που είχε θανατώσει τον Ιωάννη και δεν ήθελε να εμπλακεί σε αυτές τις ίντριγκες κατά του Ιησού. Γνώριζε πολλές περιπτώσεις ασθενειών που είχαν γιατρευτεί προφανώς από τον Ιησού, και τον θεωρούσε είτε σαν προφήτη είτε σαν κάποιο σχετικά αβλαβή φανατικό της θρησκείας.
154:0.3 Όταν οι Ιουδαίοι απείλησαν ότι θα αναφέρουν στον Καίσαρα πως προστάτευε ένα προδοτικό υποκείμενο, ο Ηρώδης τους διέταξε να εξέλθουν από την αίθουσα των συμβουλίων. Τα πράγματα παρέμειναν τοιουτοτρόπως για μια εβδομάδα, κατά την οποία ο Ιησούς ετοίμασε τους οπαδούς του για την επικείμενη διασπορά.
154:1.1 Από την 1η μέχρι τις 7 Μαΐου ο Ιησούς συγκέλεσε ένα πολύ στενό συμβούλιο με τους οπαδούς του στο σπίτι του Ζεβεδαίου. Μόνο οι δοκιμασμένοι και έμπιστοι μαθητές επιτρεπόταν να παρευρεθούν σε αυτές τις συγκεντρώσεις. Εκείνο τον καιρό υπήρχαν μόνο περίπου εκατό μαθητές που είχαν το ψυχικό σθένος να αντιμετωπίσουν γενναία την αντίθεση των Φαρισαίων και να δηλώσουν ανοιχτά την πίστη τους στον Ιησού. Με αυτή την ομάδα έκανε συγκεντρώσεις το πρωί, το απόγευμα και το βράδυ. Μικρές συντροφιές από αναζητητές συγκεντρώνονταν κάθε απόγευμα στην ακροθαλασσιά, όπου μερικοί ευαγγελιστές ή απόστολοι τους μιλούσαν. Αυτές οι ομάδες σπάνια αριθμούσαν περισσότερο από πενήντα.
154:1.2 Την Παρασκευή αυτής της εβδομάδας οι άρχοντες της συναγωγής της Καπερναούμ έδρασαν επίσημα και έκλεισαν τον οίκο του Θεού στον Ιησού και σε όλους τους οπαδούς του. Αυτή η ενέργεια πάρθηκε μετά από πρόκληση των Φαρισαίων της Ιερουσαλήμ. Ο Ιάειρος παραιτήθηκε από αρχηγός και ανοιχτά ευθυγραμμίστηκε με τον Ιησού.
154:1.3 Η τελευταία παραθαλάσσια συγκέντρωση έγινε το απόγευμα του Σαββάτου, 7 Μαΐου. Ο Ιησούς μίλησε σε λιγότερους από εκατόν πενήντα που είχαν μαζευτεί εκείνη την ώρα. Το βράδυ του Σαββάτου αυτού σημειώθηκε σαν ο χρόνος της χαμηλότερης υποχώρησης της εκτίμησης του λαϊκού αισθήματος για τον Ιησού και τη διδασκαλία του. Από τότε και μετά υπήρξε μια σταθερή, αργή αλλά πιο υγιής και αξιόπιστη αύξηση ευνοϊκού αισθήματος. Μια νέα συνέχεια χτίστηκε η οποία είχε πιο καλά θεμέλια σε πνευματική πίστη και αληθινή θρησκευτική εμπειρία. Το περισσότερο ή λιγότερο σύνθετο και συμβιβαστικό μεταβατικό στάδιο, μεταξύ των υλιστικών σκέψεων της βασιλείας που έγιναν από τους οπαδούς του Κυρίου και εκείνων των πιο ιδεαλιστικών και πνευματικών σκέψεων που διδάχτηκαν από τον Ιησού, είχε τελειώσει οριστικά. Από τώρα και στο εξής υπήρξε μια περισσότερο ανοιχτή διακήρυξη του ευαγγελίου της βασιλείας για τους ευρύτερους σκοπούς του και τις ευρέως διεσπαρμένες πνευματικές συνέπειές του.
154:2.1 Την Κυριακή 8 Μαΐου, 29 μ.Χ., στην Ιερουσαλήμ, το Σανχεντρίν έβγαλε ψήφισμα που έκλεινε όλες τις συναγωγές της Παλαιστίνης στον Ιησού και τους οπαδούς του. Αυτό ήταν πρωτάκουστος σφετερισμός της εξουσίας από το Σανχεντρίν της Ιερουσαλήμ. Μέχρι τότε κάθε συναγωγή υπήρχε και λειτουργούσε σαν ανεξάρτητη συνάθροιση πιστών και ήταν κάτω από την εξουσία και διεύθυνση της δικής της ομάδας διοικούντων. Μόνο οι συναγωγές της Ιερουσαλήμ ήταν κάτω από την εξουσία του Σανχεντρίν. Αυτή η συνοπτική διαδικασία του Σανχεντρίν ακολουθήθηκε από την παραίτηση πέντε μελών του. Εκατό απεσταλμένοι ορίστηκαν αμέσως για να μεταφέρουν και να επιβάλλουν αυτό το ψήφισμα. Μέσα στο μικρό διάστημα των δυο εβδομάδων κάθε συναγωγή στην Παλαιστίνη υπέκυψε στο μανιφέστο αυτό του Σανχεντρίν εκτός από τη συναγωγή της Χεβρώνας. Οι άρχοντες της συναγωγής της Χεβρώνας αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το δικαίωμα του Σανχεντρίν να ασκεί τέτοια δικαιοδοσία πάνω στα μέλη της. Αυτή η άρνηση να αποδεχτεί το ψήφισμα της Ιερουσαλήμ βασιζότανε στη διαφορά που είχε για την εκκλησιαστική αυτονομία της παρά στη συμπάθεια για την περίπτωση του Ιησού. Σύντομα μετά από αυτό η συναγωγή της Χεβρώνας καταστράφηκε από φωτιά.
154:2.2 Το ίδιο αυτό πρωινό της Κυριακής, ο Ιησούς ανακοίνωσε αργία μιας εβδομάδας, παρακινώντας όλους τους μαθητές του να επιστρέψουν στα σπίτια τους ή στους φίλους τους για να αναπαύσουν τις ταραγμένες ψυχές τους και να πουν λόγια ενθαρρυντικά στους αγαπημένους τους. Είπε: «Πηγαίνετε στα μέρη σας για να διασκεδάσετε ή να ψαρέψετε ενώ θα προσεύχεστε για την επέκταση της βασιλείας».
154:2.3 Αυτή την εβδομάδα της ανάπαυσης ο Ιησούς μπόρεσε να επισκεφθεί πολλές οικογένειες και ομάδες ανθρώπων κοντά στην παραλία. Πήγε επίσης σε αρκετές ευκαιρίες για ψάρεμα με το Δαυίδ Ζεβεδαίο και όταν περιδιάβαζε μόνος του τον περισσότερο καιρό, παραφύλαγαν πάντα εκεί κοντά κρυμμένοι δυο ή τρεις από τους πιο πιστούς αγγελιαφόρους του Δαυίδ, που είχαν προκαθορισμένες εντολές από τον αρχηγό τους να προσέχουν τη φύλαξη του Ιησού. Δεν έγινε κανένα δημόσιο κήρυγμα κανενός είδους αυτή την εβδομάδα της ανάπαυσης.
154:2.4 Αυτή την εβδομάδα ο Ναθαναήλ και ο Ιάκωβος Ζεβεδαίος υπέφεραν από μια σοβαρή ασθένεια. Επί τρεις ημέρες και νύχτες υπέφεραν από μια έντονη και επίπονη πεπτική διαταραχή. Την τρίτη νύχτα ο Ιησούς έστειλε τη Σαλώμη, τη μητέρα του Ιάκωβου να αναπαυθεί, ενώ αυτός περιποιόταν τους αποστόλους που υπέφεραν. Φυσικά ο Ιησούς θα μπορούσε να τους θεραπεύσει στιγμιαία αυτούς τους δυο άνδρες, αλλά δεν ήταν αυτή η μέθοδος ούτε του Υιού ούτε του Πατέρα σε σχέση με αυτές τις κοινότοπες δυσκολίες και ασθένειες των παιδιών των ανθρώπων στους εξελικτικούς κόσμους μέσα στο χρόνο και το χώρο. Ούτε μια φορά, σε όλη την επεισοδιακή ζωή του στη σάρκα, ο Ιησούς δεν ασχολήθηκε με κανενός είδους υπερφυσική φροντίδα για κανένα από τα μέλη της γήινης οικογένειάς του ή προς το συμφέρον κανενός από τους άμεσους οπαδούς του.
154:2.5 Συμπαντικές δυσκολίες πρέπει να απαντώνται και πλανητικά εμπόδια πρέπει να αντιμετωπίζονται σαν μέρος της εμπειρίας της εκγύμνασης για την αύξηση και την ανάπτυξη, την προοδευτική τελειότητα των αναπτυσσόμενων ψυχών των θνητών υπάρξεων. Ο πνευματικός εξαγνισμός της ανθρώπινης ψυχής απαιτεί ενδόμυχη εμπειρία μέσα από την εκπαιδευτική επίλυση ενός ευρέως φάσματος αληθινών προβλημάτων του σύμπαντος. Η ζωώδης φύση και οι κατώτερες μορφές των δημιουργημάτων δεν προοδεύουν θετικά σε περιβαλλοντική ευκολία. Προβληματικές καταστάσεις, που συνδέονται με προσπάθεια σε δράση, συνωμοτούν και παράγουν εκείνες τις διεργασίες του μυαλού, της ψυχής και του πνεύματος που συμβάλλουν ισχυρά στην επίτευξη αξιέπαινων στόχων στην προοδευτική κίνηση των θνητών και στο κατόρθωμα υψηλότερων επιπέδων πνευματικού πεπρωμένου.
154:3.1 Στις 16 Μαΐου συνήλθε η δεύτερη συγκέντρωση στην Τιβεριάδα, μεταξύ των αρχών της Ιερουσαλήμ και του Ηρώδη Αντύπα. Στο ακροατήριο παρευρίσκονταν οι θρησκευτικοί και οι πολιτικοί αρχηγοί από την Ιερουσαλήμ. Οι Ιουδαίοι αρχηγοί ήταν σε θέση να αναφέρουν στον Ηρώδη ότι πρακτικά όλες οι συναγωγές της Γαλιλαίας και της Ιουδαίας ήταν κλειστές για τις διδασκαλίες του Ιησού. Έγινε μια νέα προσπάθεια για να κάνουν τον Ηρώδη να συλλάβει τον Ιησού, αλλά αυτός αρνήθηκε να εκτελέσει τις εντολές τους. Στις 18 Μαΐου, όμως, ο Ηρώδης συμφώνησε με το σχέδιο να επιτρέψει στις αρχές του Σανχεντρίν να συλλάβουν τον Ιησού και να τον μεταφέρουν στην Ιερουσαλήμ για να του επιβάλουν θρησκευτικές κατηγορίες αν ο Ρωμαίος κυβερνήτης της Ιουδαίας ενέκρινε τέτοια διευθέτηση. Εν τω μεταξύ, οι εχθροί του Ιησού διέδιδαν με επιμέλεια τη φήμη σε όλη τη Γαλιλαία ότι ο Ηρώδης είχε γίνει εχθρικός προς τον Ιησού και ότι σκόπευε να εξολοθρεύσει όλους που πίστευαν τις διδασκαλίες του.
154:3.2 Το Σάββατο το βράδυ, 21 Μαΐου, έφτασε η είδηση στην Τιβεριάδα ότι οι πολιτικές αρχές της Ιερουσαλήμ δεν είχαν αντίρρηση για τη συμφωνία μεταξύ του Ηρώδη και των Φαρισαίων να συλλάβουν τον Ιησού και να τον μεταφέρουν στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί ενώπιον του Σανχεντρίν με τις κατηγορίες ότι χλεύαζε τους ιερούς νόμους του Ιουδαϊκού έθνους. Στη συνέχεια, ακριβώς πριν από τα μεσάνυχτα αυτής της μέρας, ο Ηρώδης υπέγραψε το ψήφισμα που εξουσιοδοτούσε τους αξιωματούχους του Σανχεντρίν να συλλάβουν τον Ιησού μέσα στην επικράτεια του Ηρώδη και δια της βίας να τον φέρουν στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί. Ισχυρές πιέσεις ασκήθηκαν από πολλές πλευρές στον Ηρώδη πριν συναινέσει στο να δώσει την άδεια αυτή και γνώριζε καλά ότι ο Ιησούς δεν μπορούσε να ελπίζει σε μια δίκαιη δίκη ενώπιον των άσπονδων εχθρών του στην Ιερουσαλήμ.
154:4.1 Αυτό το ίδιο βράδυ του Σαββάτου, στην Καπερναούμ μια ομάδα από πενήντα ηγετικούς πολίτες συναντήθηκαν στη συναγωγή για να συζητήσουν τη βαρυσήμαντη ερώτηση: «Τι θα κάνουμε με τον Ιησού;». Μιλούσαν και φιλονικούσαν μέχρι μετά τα μεσάνυχτα, αλλά δεν μπορούσαν να βρούνε κάποια κοινή γραμμή για να συμφωνήσουν. Εκτός από λίγα άτομα που έκλιναν προς το πιστεύω ότι ο Ιησούς μπορούσε να ήταν ο Μεσσίας, τουλάχιστον ένας άγιος, ή ίσως ένας προφήτης, η συγκέντρωση χωρίστηκε σε τέσσερις σχεδόν ισοδύναμες ομάδες που υποστήριζαν αντίστοιχα τις ακόλουθες απόψεις για τον Ιησού:
154:4.2 1. Ότι ήταν ένας παραπλανημένος αβλαβής φανατικός της θρησκείας.
154:4.3 2. Ότι ήταν ένας επικίνδυνος και πανούργος υποκινητής που μπορούσε να δημιουργήσει επανάσταση.
154:4.4 3. Ότι ήταν σε συμμαχία με διαβόλους, ότι ίσως να ήταν ακόμα και ο πρίγκιπας των διαβόλων.
154:4.5 4. Ότι ήταν εκτός εαυτού, ότι ήταν τρελός, διανοητικά ανισόρροπος.
154:4.6 Έγινε πολλή συζήτηση για τις θεωρίες των κηρυγμάτων του Ιησού οι οποίες ήταν ανησυχητικές για τους απλούς ανθρώπους. Οι εχθροί του υποστήριζαν ότι οι διδασκαλίες του δεν ήταν πρακτικές, ότι το παν θα γκρεμιζόταν αν καθένας έκανε έντιμη προσπάθεια να ζήσει σύμφωνα με τις ιδέες του. Και οι άνθρωποι από πολλές διαδοχικές γενιές είπαν τα ίδια πράγματα. Πολλοί λογικοί και καλοπροαίρετοι άνθρωποι, ακόμα και στην πιο φωτισμένη εποχή αυτών των αποκαλύψεων, υποστήριξαν ότι ο σύγχρονος πολιτισμός δεν θα μπορούσε να χτιστεί πάνω στις διδασκαλίες του Ιησού – και εν μέρει έχουν δίκιο. Αλλά όλοι αυτοί οι αμφισβητίες ξεχνούν ότι ένας πολύ καλύτερος πολιτισμός θα μπορούσε να έχει χτιστεί πάνω στις διδασκαλίες του και κάποτε θα γίνει. Αυτός ο κόσμος ποτέ δεν προσπάθησε σοβαρά να εκτελέσει τις διδασκαλίες του Ιησού σε μεγάλη κλίμακα, παρόλο που συχνά έγιναν απρόθυμες προσπάθειες για να ακολουθήσουν τις θεωρίες του λεγόμενου Χριστιανισμού.
154:5.1 Η 22η Μαΐου ήταν μια επεισοδιακή ημέρα στη ζωή του Ιησού. Αυτό το πρωινό της Κυριακής, πριν το ξημέρωμα, ένας από τους αγγελιαφόρους του Δαυίδ έφτασε με μεγάλη σπουδή από την Τιβεριάδα, φέρνοντας την είδηση ότι ο Ηρώδης είχε εξουσιοδοτήσει, ή επρόκειτο να εξουσιοδοτήσει, τη σύλληψη του Ιησού από τους αξιωματούχους του Σανχεντρίν. Η λήψη των ειδήσεων αυτού του επικείμενου κινδύνου έκανε το Δαυίδ να ξεσηκώσει τους αγγελιαφόρους του και να τους στείλει σε όλες τις τοπικές ομάδες μαθητών, προσκαλώντας τους σε ένα επείγον συμβούλιο στις επτά εκείνο το πρωί. Όταν η κουνιάδα του Ιούδα (αδελφού του Ιησού) άκουσε την τρομαχτική αναφορά, μετέφερε βιαστικά τις ειδήσεις σε όλη την οικογένεια του Ιησού που διέμενε εκεί κοντά, προσκαλώντας τους αμέσως να μαζευτούν στο σπίτι του Ζεβεδαίου. Και σαν απάντηση σε αυτό το βιαστικό κάλεσμα, μαζεύτηκαν εκεί χωρίς καθυστέρηση η Μαρία, ο Ιάκωβος, ο Ιωσήφ, ο Ιούδας και η Ρουθ.
154:5.2 Σε αυτή τη συγκέντρωση, νωρίς το πρωί, ο Ιησούς έδωσε τις τελικές οδηγίες του στους μαζεμένους μαθητές. Δηλαδή, τους αποχαιρέτησε για την ώρα, γνωρίζοντας καλά ότι σύντομα θα διασκορπιζόντουσαν από την Καπερναούμ. Τους κατεύθυνε ώστε να ζητήσουν όλοι από το Θεό καθοδήγηση και να συνεχίσουν παρά τις αντιξοότητες το έργο της βασιλείας εις πείσμα όλων των συνεπειών. Οι ευαγγελιστές έπρεπε να εργαστούν όπως γνώριζαν μέχρι την ώρα που θα λάβαιναν κλίση. Επέλεξε δώδεκα από τους ευαγγελιστές να τον συνοδεύουν. Οι δώδεκα απόστολοι διέταξε να παραμείνουν μαζί του άσχετα με το τι θα συνέβαινε. Για τις δώδεκα γυναίκες έδωσε οδηγίες να παραμείνουν στο σπίτι του Ζεβεδαίου και στο σπίτι του Πέτρου μέχρι να τις καλούσε.
154:5.3 Ο Ιησούς συγκατατέθηκε να συνεχίσει ο Δαυίδ Ζεβεδαίος την υπηρεσία των αγγελιαφόρων σε όλη τη χώρα, και ανταπαντώντας χωρίς καθυστέρηση στον αποχαιρετισμό του Κυρίου, ο Δαυίδ είπε: «Πήγαινε να κάνεις το έργο σου Κύριε. Μην αφήσεις τους φανατικούς να σε πιάσουν, και μην αμφιβάλεις για τους αγγελιαφόρους, θα σε ακολουθούν. Οι άνδρες μου δεν θα χάσουν ποτέ την επαφή μαζί σου και απ’ αυτούς θα μαθαίνεις τα νέα για τη βασιλεία σε άλλα μέρη, και απ’ αυτούς θα μαθαίνουμε τα πάντα για σένα. Οτιδήποτε και να μου συμβεί δεν θα με εμποδίσει να κάνω αυτή την υπηρεσία, γιατί έχω ορίσει πρώτο και δεύτερο αρχηγό, ακόμη και τρίτο. Δεν είμαι ούτε δάσκαλος ούτε ιεροκήρυκας, αλλά μέσα στην καρδιά μου είναι να κάνω αυτό και τίποτα δεν μπορεί να με σταματήσει».
154:5.4 Στις 7.30 περίπου το πρωί ο Ιησούς άρχισε την ομιλία του αποχωρισμού σε περίπου εκατό πιστούς που συνωστίζονταν μέσα στο σπίτι για να τον ακούσουν. Για όλους τους παρόντες αυτή ήταν μια κατανυκτική περίπτωση, αλλά ο Ιησούς φαινόταν εξαιρετικά ευδιάθετος. Ήταν πάλι ο κανονικός εαυτός του. Η σοβαρότητα τόσων εβδομάδων είχε φύγει και επηρέασε όλους τους με τα λόγια πίστης, ελπίδας και κουράγιου.
154:6.1 Κατά τις οκτώ το πρωί της Κυριακής πέντε μέλη από τη γήινη οικογένεια του Ιησού έφτασαν στην περιοχή σαν απάντηση στις επείγουσες εκκλήσεις της κουνιάδας του Ιούδα[3]. Απ’ όλη του τη γήινη οικογένεια, μόνο μία, η Ρουθ, πίστευε με όλη της την καρδιά και συνεχώς στη θεϊκότητα της αποστολής του στη γη. Ο Ιούδας και ο Ιάκωβος, ακόμα και ο Ιωσήφ, διατηρούσαν την πίστη τους στον Ιησού, αλλά είχαν επιτρέψει στην περηφάνια να υπεισέλθει στη κρίση τους και στις πνευματικές πεποιθήσεις τους. Η Μαρία παρόμοια είχε σχιστεί στα δυο από την αγάπη και το φόβο, μεταξύ της αγάπης της μητέρας και της περηφάνιας της οικογένειας. Αν και ήταν εξαντλημένη από τις αμφιβολίες, δεν μπορούσε ποτέ να ξεχάσει τελείως την επίσκεψη του Γαβριήλ πριν γεννηθεί ο Ιησούς. Οι Φαρισαίοι είχαν αγωνιστεί να πείσουν τη Μαρία ότι ο Ιησούς ήταν εκτός εαυτού, τρελός. Την ώθησαν να πάει με τα αγόρια της και να ζητήσουν να τον μεταπείσουν από περαιτέρω προσπάθειες για δημόσια διδασκαλία. Διαβεβαίωναν τη Μαρία ότι η υγεία του Ιησού σύντομα θα καταστρεφόταν και ότι μόνο ατίμωση και δυσμένεια θα έπεφταν πάνω σε όλη την οικογένεια σαν αποτέλεσμα που του επέτρεπαν να συνεχίζει. Και έτσι, όταν έφτασε η είδηση από την κουνιάδα του Ιούδα, και οι πέντε ξεκίνησαν αμέσως για το σπίτι του Ζεβεδαίου, μια και βρίσκονταν μαζί στο σπίτι της Μαρίας, όπου είχαν συναντηθεί με τους Φαρισαίους το περασμένο βράδυ. Μίλησαν με τους αρχηγούς από την Ιερουσαλήμ επί μακρόν μέσα στη νύχτα, και όλοι είχαν λίγο πολύ πειστεί ότι ο Ιησούς ενεργούσε παράξενα, ότι για κάμποσο καιρό ενεργούσε παράξενα. Μια και η Ρουθ δεν μπορούσε να εξηγήσει όλη αυτή τη συμπεριφορά του, επέμεινε στο ότι αυτός είχε πάντα φερθεί στην οικογένειά του σωστά και αρνήθηκε να συμφωνήσει με το σχέδιο να προσπαθήσουν να τον μεταπείσουν από το παρακάτω έργο του.
154:6.2 Καθ’ οδόν προς το σπίτι του Ζεβεδαίου μιλούσαν γι αυτά τα πράγματα και συμφώνησαν μεταξύ τους να προσπαθήσουν να πείσουν τον Ιησού να πάει σπίτι μαζί τους, γιατί, είπε η Μαρία: «Ξέρω ότι θα μπορούσα να επηρεάσω το γιο μου μόνο αν ερχόταν σπίτι και με άκουγε». Ο Ιάκωβος και ο Ιούδας είχαν ακούσει τις διαδόσεις σχετικά με τα σχέδια για τη σύλληψη του Ιησού και για την οδήγησή του στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί. Φοβόντουσαν επίσης και για τη δική τους ασφάλεια. Για όσο διάστημα ο Ιησούς ήταν δημοφιλής στο κοινό, η οικογένειά του επέτρεπε στα γεγονότα να εξελίσσονται, αλλά τώρα που ο λαός της Καπερναούμ και οι αρχηγοί της Ιερουσαλήμ είχαν στραφεί ξαφνικά εναντίον του, άρχισαν να αισθάνονται έντονα την πίεση της ισχυριζόμενης δυσμένειας της στενάχωρης θέσης τους.
154:6.3 Περίμεναν να συναντήσουν τον Ιησού, να τον πάρουν κατά μέρος και να τον παρακινήσουν να πάει σπίτι μαζί τους. Σκέφτηκαν να τον διαβεβαιώσουν ότι θα λησμονούσαν πως τους είχε παραμελήσει – θα συγχωρούσαν και θα ξεχνούσαν – αν παρατούσε μόνο την ανοησία του να προσπαθεί να κηρύξει μια νέα θρησκεία που μόνο φασαρία θα του έφερνε και ατίμωση στην οικογένειά του. Σε όλα αυτά η Ρουθ είπε μόνο: «Θα πω στον αδελφό μου ότι πιστεύω πως είναι άνθρωπος του Θεού και πως ελπίζω να είναι πρόθυμος να πεθάνει πριν επιτρέψει σε αυτούς τους αχρείους Φαρισαίους να σταματήσουν το κήρυγμά του». Ο Ιωσήφ υποσχέθηκε να κρατήσει τη Ρουθ σιωπηλή όσο οι άλλοι θα αγωνιζόντουσαν να τα καταφέρουν με τον Ιησού.
154:6.4 Όταν έφτασαν στο σπίτι του Ζεβεδαίου, ο Ιησούς ήταν στη μέση της ομιλίας του αποχωρισμού του προς τους μαθητές. Προσπάθησαν να εισέλθουν στο σπίτι αλλά είχε πλημμυρίσει από το συνωστισμό. Στο τέλος εγκαταστάθηκαν στην πίσω βεράντα και από στόμα σε στόμα έφτασε η είδηση μέχρι τον Ιησού, ώστε τελικά του το ψιθύρισε ο Σίμων Πέτρος, ο οποίος διέκοψε την ομιλία επί τούτοις και είπε: «Πρόσεξε, η μητέρα σου και τα αδέλφια σου είναι έξω, και ανησυχούν πολύ να μιλήσουν μαζί σου»[4]. Η μητέρα του δεν γνώριζε πόσο σημαντικό ήταν το μήνυμα του αποχωρισμού που έλεγε στους οπαδούς του, ούτε γνώριζε ότι η ομιλία του μπορούσε από στιγμή σε στιγμή να διακοπεί από την άφιξη αυτών που θα τον συλλάμβαναν. Σκέφτηκε πραγματικά, πως ύστερα από τόσο προφανή αποξένωση, εν όψει του γεγονότος ότι αυτή και τα αδέλφια του είχαν δείξει την προθυμία τους εμπράκτως και είχαν έλθει σ’ αυτόν, ο Ιησούς θα σταματούσε να μιλάει και θα ’ρχόταν σ’ αυτούς μόλις μάθαινε την είδηση ότι τον περίμεναν.
154:6.5 Ήταν ένα ακόμη από εκείνα τα περιστατικά τα οποία δεν μπορούσε να κατανοήσει η γήινη οικογένειά του, ότι έπρεπε να κάνει το έργο του Πατέρα του. Και έτσι η Μαρία και τ’ αδέλφια του πληγώθηκαν βαθιά όταν, μολονότι σταμάτησε την ομιλία του για να πάρει το μήνυμα, αντί να τρέξει έξω να τους υποδεχτεί, άκουσαν τη μουσική φωνή του να λέγει με μεγαλύτερη ένταση: «Πείτε στη μητέρα μου και στ’ αδέλφια μου να μη φοβούνται για μένα. Ο Πατέρας που με έστειλε σ’ αυτόν τον κόσμο δεν θα με εγκαταλείψει. Ούτε θα συμβεί κανένα κακό στην οικογένειά μου. Πείτε τους να έχουν δύναμη και να έχουν εμπιστοσύνη στον Πατέρα της βασιλείας[5]. Όμως, τελικά, ποιος είναι η μητέρα μου και ποια τα αδέλφια μου;». Και τείνοντας μπροστά τα χέρια του προς όλους τους συγκεντρωμένους στο δωμάτιο μαθητές του, είπε: «Δεν έχω μητέρα, δεν έχω αδέλφια. Πρόσεξε μητέρα μου και προσέξτε αδέλφια μου! Οποιοσδήποτε κάνει το θέλημα του Πατέρα μου που είναι στον ουρανό, είναι το ίδιο μητέρα μου, αδελφός μου και αδελφή μου».
154:6.6 Και όταν η Μαρία άκουσε αυτά τα λόγια, κατέρρευσε στα χέρια του Ιούδα. Τη μετέφεραν έξω στον κήπο για να την ξαναζωντανέψουν, ενώ ο Ιησούς έλεγε τα τελευταία λόγια από το μήνυμα του αποχαιρετισμού του. Μετά θα έβγαινε έξω για να συζητήσει με τη μητέρα του και με τ’ αδέλφια του, αλλά ένας αγγελιαφόρος έφτασε βιαστικά από την Τιβεριάδα φέρνοντας την είδηση ότι οι αξιωματούχοι του Σανχεντρίν ήταν στο δρόμο με την εξουσιοδότηση να τον συλλάβουν και να τον μεταφέρουν στην Ιερουσαλήμ. Ο Ανδρέας πήρε το μήνυμα αυτό και, διακόπτοντας τον Ιησού, του το είπε.
154:6.7 Ο Ανδρέας δεν θυμόταν ότι ο Δαυίδ είχε τοποθετήσει καμιά εικοσιπενταριά φρουρούς γύρω από το σπίτι του Ζεβεδαίου και ότι κανείς δεν μπορούσε να τους καταλάβει αιφνιδιαστικά, έτσι ρώτησε τον Ιησού τι έπρεπε να γίνει. Ο Κύριος στεκόταν εκεί, σιωπηλός, ενώ η μητέρα του που είχε ακούσει τα λόγια, «Δεν έχω μητέρα», συνερχόταν στον κήπο από το σοκ. Τότε ακριβώς ήταν που μια γυναίκα στο δωμάτιο σηκώθηκε και αναφώνησε, «Ευλογημένη η κοιλιά που σε γέννησε και ευλογημένα τα στήθη που σε θρέψανε»[6]. Ο Ιησούς στράφηκε, στο πλάι ένα λεπτό, από τη συνομιλία που είχε με τον Ανδρέα, για να απαντήσει στη γυναίκα λέγοντάς της, «Όχι, ευλογημένος καλύτερα είναι αυτός που ακούει το λόγο του Κυρίου και τολμάει να τον εκτελεί».
154:6.8 Η Μαρία και τα αδέλφια του Ιησού σκέφτηκαν ότι ο Ιησούς δεν τους καταλάβαινε, ότι είχε χάσει το ενδιαφέρον του γι αυτούς, αντιλαμβανόμενοι ελάχιστα ότι αυτοί ήταν που δεν κατάφεραν να καταλάβουν τον Ιησού. Ο Ιησούς ήξερε καλά πόσο δύσκολο είναι για τους ανθρώπους να διαχωριστούν από το παρελθόν τους. Γνώριζε πόσο οι ανθρώπινες υπάρξεις κατευθύνονται από την ευγλωττία του κήρυκα και πόσο η συνείδηση ανταποκρίνεται στη συναισθηματική έλξη όπως το μυαλό στη λογική και την αιτία, αλλά γνώριζε επίσης πόσο πιο δύσκολο είναι να πείσεις τους ανθρώπους να απαρνηθούν το παρελθόν.
154:6.9 Είναι αλήθεια παντοτινή, πως όλοι, όσοι νομίζουν ότι είναι παρεξηγημένοι ή ότι δεν τους εκτιμούν, βρίσκουν στον Ιησού ένα συμπονετικό φίλο και ένα σύμβουλο με κατανόηση. Είχε προειδοποιήσει τους αποστόλους του ότι οι εχθροί ενός ανθρώπου μπορεί να προέρχονται από τη δική του οικογένεια, αλλά δεν είχε αντιληφθεί πόσο κοντά στη δική του εμπειρία αυτή η πρόρρηση θα έβρισκε εφαρμογή[7]. Ο Ιησούς δεν εγκατέλειψε τη γήινη οικογένειά του για να επιτελέσει το έργο του Πατέρα του – αυτοί τον εγκατέλειψαν. Αργότερα, μετά το θάνατο και την ανάσταση του Κυρίου, όταν ο Ιάκωβος συνδέθηκε με το κίνημα του Χριστιανισμού των πρώτων ετών, υπέφερε αμέτρητα σαν αποτέλεσμα της αποτυχίας του να απολαύσει την πρώτη αυτή σχέση με τον Ιησού και τους μαθητές του.
154:6.10 Διερχόμενος από αυτά τα γεγονότα, ο Ιησούς επέλεξε να καθοδηγείται από την περιορισμένη γνώση του ανθρώπινου μυαλού του. Επιθυμούσε να υπομείνει την εμπειρία με τους συντρόφους του σαν απλός άνθρωπος. Και ήταν μέσα στο ανθρώπινο μυαλό του Ιησού να δει την οικογένειά του πριν αναχωρήσει. Δεν επιθυμούσε να σταματήσει στη μέση της ομιλίας του και να καταστήσει με αυτό τον τρόπο, την πρώτη τους συνάντηση μετά από χωρισμό τόσου καιρού, μια δημόσια υπόθεση. Είχε σκοπό να τελειώσει την ομιλία του και μετά να τους επισκεφθεί πριν φύγει, αλλά αυτό το σχέδιο εμποδίστηκε από τη συγκυρία των γεγονότων τα οποία γρήγορα επακολούθησαν.
154:6.11 Η βιασύνη της φυγής τους μεγάλωσε από την άφιξη μιας ομάδας αγγελιαφόρων του Δαυίδ στην πίσω είσοδο του σπιτιού του Ζεβεδαίου. Η οχλαγωγία που προκλήθηκε από αυτούς τους ανθρώπους φόβισε τους αποστόλους σκεπτόμενοι ότι αυτοί οι νεοφερμένοι μπορεί να ήσαν αυτοί που θα τους συλλάμβαναν, και με το φόβο της άμεσης σύλληψης, έφυγαν βιαστικά από την μπροστινή είσοδο προς το πλοίο που περίμενε. Και όλο αυτό εξηγεί γιατί ο Ιησούς δεν είδε την οικογένειά του που περίμενε στην πίσω βεράντα.
154:6.12 Είπε όμως στο Δαυίδ Ζεβεδαίο καθώς έμπαινε στο πλοίο βιαστικά: «Πες στη μητέρα μου και στ’ αδέλφια μου ότι εκτιμώ τον ερχομό τους, και πως σκόπευα να τους δω. Παραίνεσέ τους να μην μου καταλογίσουν λάθος αλλά καλύτερα να ζητήσουν να μάθουν το θέλημα του Θεού και να ζητήσουν τη χάρη και τη δύναμη να κάνουν το θέλημά του».
154:7.1 Έτσι είχαν τα πράγματα την Κυριακή το πρωί, την 22α Μαΐου, του έτους 29 μ.Χ., που ο Ιησούς, μαζί με τους δώδεκα αποστόλους του και τους δώδεκα ευαγγελιστές, εξαναγκάστηκαν σε αυτή τη βιαστική φυγή από τους αξιωματούχους του Σανχεντρίν που βρισκόντουσαν καθ’ οδό προς τη Βηθσαϊδά με την εξουσιοδότηση του Ηρώδη Αντύπα για να τον συλλάβουν και να τον πάρουν στην Ιερουσαλήμ για να δικαστεί με την κατηγορία της βλασφημίας και άλλων παραβάσεων των ιερών νόμων των Ιουδαίων. Ήταν σχεδόν οκτώμισι αυτό το όμορφο πρωινό όταν η παρέα των εικοσιπέντε κάθισε στα κουπιά και κωπηλατούσε για την ανατολική ακτή της Θάλασσας της Γαλιλαίας.
154:7.2 Ακολουθώντας το πλοίο του Κυρίου, ένα άλλο μικρότερο πλοιάριο περιείχε έξι από τους αγγελιαφόρους του Δαυίδ, που είχαν εντολές να διατηρούν επαφή με τον Ιησού και τους συντρόφους του και να βλέπουνε αν οι πληροφορίες για το που βρισκότανε και για το αν ήταν ασφαλής, μεταδίδονται κανονικά στο σπίτι του Ζεβεδαίου στη Βηθσαϊδά, που είχε χρησιμεύσει σαν αρχηγείο για το έργο της βασιλείας για κάμποσο καιρό. Αλλά ο Ιησούς δεν θα έμενε ξανά στο σπίτι του Ζεβεδαίου. Από δω και πέρα, όλο το υπόλοιπο της γήινης ζωής του, ο Κύριος αληθινά «δεν είχε που την κεφαλήν κλίνει»[8]. Δεν θα είχε πια κάτι που να έμοιαζε με σταθερή διαμονή.
154:7.3 Κωπηλάτησαν μέχρι το κοντινό χωριό της Κερίσα, έβαλαν το πλοίο τους στη φύλαξη φίλων, και ξεκίνησαν τις περιπλανήσεις του τελευταίου αυτού επεισοδιακού χρόνου της ζωής του Κυρίου στη γη. Για κάποιο χρόνο παρέμειναν στην επικράτεια του Φιλίππου, πηγαίνοντας από την Κερίσα πάνω στην Καισάρεια του Φιλίππου, και από εκεί πηγαίνοντας στην ακτή της Φοινίκης.
154:7.4 Το πλήθος χρονοτριβούσε γύρω από το σπίτι του Ζεβεδαίου παρατηρώντας τα δυο αυτά πλοία να προχωράνε στη λίμνη προς την ανατολική ακτή, και είχαν φύγει για τα καλά όταν οι αξιωματούχοι από την Ιερουσαλήμ ήρθαν βιαστικοί και άρχισαν να ψάχνουν για τον Ιησού. Αρνήθηκαν να πιστέψουν ότι τους είχε ξεφύγει, και ενώ ο Ιησούς και η ομάδα του ταξίδευαν βόρεια μέσα από τη Βατάνεια, οι Φαρισαίοι και οι βοηθοί τους ξόδεψαν σχεδόν μια ολόκληρη εβδομάδα άσκοπα ψάχνοντάς τον στις γειτονιές της Καπερναούμ.
154:7.5 Η οικογένεια του Ιησού γύρισε στο σπίτι τους στην Καπερναούμ και ξόδεψαν σχεδόν μια εβδομάδα μιλώντας, φιλονικώντας και προσευχόμενοι. Ήταν ολότελα θολωμένοι και κατάπληκτοι. Δεν ηρέμησαν παρά την Πέμπτη το απόγευμα, όταν η Ρουθ γύρισε από μια επίσκεψη στο σπίτι του Ζεβεδαίου, όπου έμαθε από τον Δαυίδ ότι ο αδελφός/πατέρας της ήταν ασφαλής και υγιής και προχωρούσε προς την ακτή της Φοινίκης.
Εγγραφο 153. Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 155. ΞΕΦΕΥΓΟΝΤΑΣ ΔΙΑ ΜΕΣΟΥ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΑΣ ΓΑΛΙΛΑΙΑΣ |