© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
183:0.1 Όταν ο Ιησούς τελικά ξύπνησε τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, πρότεινε να πάνε στις σκηνές τους και να προσπαθήσουν να κοιμηθούν για να προετοιμαστούν για τα καθήκοντα της επομένης. Αλλά την ώρα αυτή οι απόστολοι είχαν ξυπνήσει πια για τα καλά. Είχαν ξεκουραστεί από το σύντομο υπνάκο τους και εκτός των άλλων, είχαν κεντριστεί και σηκωθεί από την άφιξη στην περιοχή, δυο ξαναμμένων αγγελιαφόρων που ρωτούσαν για τον Δαυίδ Ζεβεδαίο και γρήγορα πήγαν σε αναζήτησή του όταν ο Πέτρος τους πληροφόρησε για το μέρος όπου φύλαγε βάρδια.
183:0.2 Αν και οκτώ από τους αποστόλους βρισκόντουσαν σε πλήρη εγρήγορση, οι Έλληνες που είχαν στρατοπεδεύσει κατά μήκος των σκηνών των αποστόλων, φοβόντουσαν περισσότερο τις ταραχές, τόσο, που είχαν τοποθετήσει ένα φρουρό για να τους δώσει το σήμα σε περίπτωση που θα εμφανιζόταν ο κίνδυνος. Όταν οι δυο αγγελιαφόροι έφτασαν τρέχοντας στην κατασκήνωση, ο Έλληνας φρουρός ξεσήκωσε όλους τους συμπατριώτες του, που ξεχύθηκαν από τις σκηνές τους, ντυμένοι και με όλο τον οπλισμό τους. Όλο το στρατόπεδο ήταν τώρα στο πόδι εκτός από τους οκτώ αποστόλους. Ο Πέτρος επιθυμούσε να καλέσει τους συντρόφους του, αλλά ο Ιησούς τους το απαγόρευσε οριστικά. Ο Κύριος τους συμβούλεψε ήπια να επιστρέψουν όλοι στις σκηνές τους, αλλά αυτοί δεν ήταν πρόθυμοι να συμμορφωθούν με τις υποδείξεις του.
183:0.3 Αφού δεν κατάφερε να διαλύσει τους οπαδούς του, ο Κύριος τους άφησε και περπάτησε προς το ελαιοτριβείο, κοντά στην είσοδο του Κήπου της Γεθσημασνής. Αν και οι τρεις απόστολοι, οι Έλληνες και τα άλλα μέλη της κατασκήνωσης δίστασαν να τον ακολουθήσουν αμέσως, ο Ιωάννης Μάρκος πήγε βιαστικά μέσα στα ελαιόδενδρα και κρύφτηκε σε μια μικρή παράγκα κοντά στο ελαιοτριβείο[1]. Ο Ιησούς απομακρύνθηκε από την κατασκήνωση και από τους φίλους του ώστε αυτοί που θα τον συλλάμβαναν, όταν θα έφταναν, να έπιαναν αυτόν χωρίς να ενοχλήσουν τους αποστόλους του. Ο Κύριος φοβόταν να είναι οι απόστολοί του ξύπνιοι και παρόντες τη στιγμή της σύλληψής του μήπως και το θέαμα του Ιούδα, τη στιγμή που θα τον παρέδιδε, τους δημιουργούσε τέτοια εχθρότητα που θα αντιστεκόντουσαν στους στρατιώτες και μπορεί να τους έπαιρναν και αυτούς στη φυλακή μαζί του. Φοβόταν ότι, αν συλλαμβανόντουσαν μαζί του, ίσως να πέθαιναν μαζί του.
183:0.4 Αν και ο Ιησούς γνώριζε ότι το σχέδιο του θανάτου του προερχόταν από τα συμβούλια των αρχηγών των Ιουδαίων, ήταν επίσης ενήμερος ότι όλη αυτή η αισχρή συνομωσία είχε την έγκριση του Λούσιφερ, του Σατανά και του Καλιγάστια[2]. Και ήξερε καλά ότι αυτοί οι επαναστάτες του θεϊκού βασιλείου θα χαιρόντουσαν αν έβλεπαν και τους αποστόλους να πεθαίνουν μαζί του.
183:0.5 Ο Ιησούς κάθισε, μόνος, πάνω στις πέτρες που σύνθλιβαν τις ελιές, και εκεί περίμενε τον ερχομό του προδότη, και την ώρα εκείνη τον έβλεπε μόνο ο Ιωάννης Μάρκος και ένα αναρίθμητο πλήθος ουρανίων παρατηρητών.
183:1.1 Υπάρχει μεγάλος κίνδυνος παρανόησης της σημασίας των πολυάριθμων ρητών και των πολλών γεγονότων που σχετίζονται με τον τερματισμό της σταδιοδρομίας του Κυρίου στον κόσμο. Η απάνθρωπη μεταχείριση του Ιησού από τους αμαθείς υπηρέτες και τους σκληρούς στρατιώτες, η άδικη διεξαγωγή της δίκης του και η αναίσθητη συμπεριφορά των δηλωμένων θρησκευτικών αρχηγών, δεν πρέπει να μπερδεύεται με το γεγονός ότι ο Ιησούς, δεχόμενος αδιαμαρτύρητα με υπομονή όλο αυτό τον πόνο και την ταπείνωση, έκανε πράγματι το θέλημα του Πατέρα του στον Παράδεισο[3]. Ήταν, όντως και αλήθεια, θέλημα του Πατέρα, ο Γιος του να πιει μέχρι τέλους το ποτήρι της θνητής εμπειρίας, από τη γέννηση έως το θάνατο, αλλά ο ουράνιος Πατέρας δεν είχε τίποτε να κάνει με την προκλητική και βάρβαρη συμπεριφορά εκείνων των υποτιθέμενων πολιτισμένων ανθρώπινων υπάρξεων, οι οποίες τόσο βάναυσα βασάνισαν τον Κύριο και τόσο φριχτά επισυσσώρευσαν διαδοχικές προσβολές σ’ ένα μη αντιστεκόμενο πρόσωπο. Αυτές οι απάνθρωπες και τρομερές εμπειρίες τις οποίες ο Ιησούς κλήθηκε να υπομείνει τις τελευταίες ώρες της θνητής ζωής του, κατ’ ουδένα λόγο δεν αποτελούσαν τμήμα του θεϊκού θελήματος του Πατέρα, το οποίο η ανθρώπινη φύση του είχε δεσμευτεί να φέρει εις πέρας τόσο θριαμβευτικά, κατά την ώρα της τελικής υποταγής του ανθρώπου στο Θεό, όπως εκφράστηκε τρεις φορές στην προσευχή που ο Ιησούς είπε στον κήπο, ενώ οι εξουθενωμένοι απόστολοι κοιμόντουσαν από τη σωματική εξάντληση.
183:1.2 Ο ουράνιος Πατέρας επιθυμούσε ο ενσαρκωμένος Γιος να τελειώσει τη γήινη σταδιοδρομία του φυσιολογικά, ακριβώς όπως όλοι οι θνητοί τελειώνουν τη γήινη ζωή τους στον κόσμο. Οι συνηθισμένοι άνδρες και γυναίκες δεν μπορούν να προσδοκούν οι τελευταίες ώρες τους στη γη και το επερχόμενο επεισόδιο του θανάτου να γίνουν εύκολα με ειδικό τρόπο απαλλαγής από τη σάρκα. Επομένως, ο Ιησούς διάλεξε να δώσει τη ζωή του με τον τρόπο που ήταν σύμφωνος προς τα φυσικά γεγονότα, και αρνήθηκε σταθερά να απαλλάξει τον εαυτό του από τις φριχτές επιπτώσεις της άνομης συνομωσίας των απάνθρωπων γεγονότων που έλαβαν χώρα και αναπόφευκτα τον οδήγησαν στον απίστευτο εξευτελισμό και στον ατιμωτικό θάνατο. Και κάθε κομμάτι όλης αυτής της εκπληκτικής εκδήλωσης έχθρας και αυτή η πρωτάκουστη επίδειξη σκληρότητας ήταν έργο κακών ανθρώπων και διεφθαρμένων θνητών. Ο ουράνιος Θεός δεν το ήθελε, ούτε το υπαγόρευσαν οι πρωταρχικοί εχθροί του Ιησού, αν και αυτοί έκαναν πολλά για να εξασφαλίσουν ότι άφρονες και απαίσιοι θνητοί θα απαρνιόντουσαν κατ’ αυτό τον τρόπο τον ενσαρκωμένο Γιο. Ακόμα και ο πατέρας της αμαρτίας απέστρεψε το πρόσωπό του από τη βασανιστική φρίκη της σκηνής της σταύρωσης.
183:2.1 Όταν ο Ιούδας άφησε τόσο αιφνίδια το τραπέζι ενώ έτρωγαν κατά το Μυστικό Δείπνο, πήγε αμέσως στο σπίτι του ξαδέλφου του και μετά οι δυο πήγαν κατ’ ευθείαν στον αρχηγό των φρουρών του ναού. Ο Ιούδας ζήτησε από τον αρχηγό να συγκεντρώσει τους φρουρούς και τον πληροφόρησε ότι ήταν έτοιμος να τους οδηγήσει στον Ιησού. Ο Ιούδας είχε παρουσιαστεί σ’ αυτούς λίγο ενωρίτερα απ’ ό,τι τον περίμεναν, και καθυστέρησαν κάπως να ξεκινήσουν για το σπίτι του Μάρκου, όπου ο Ιούδας προσδοκούσε να βρει τον Ιησού να φλυαρεί ακόμα με τους αποστόλους. Ο Κύριος και οι ένδεκα άφησαν το σπίτι του Ηλία Μάρκου δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά πριν αφιχθούν ο προδότης και οι φρουροί. Την ώρα που οι στρατιώτες έφτασαν στο σπίτι του Μάρκου, ο Ιησούς και οι ένδεκα ήταν ήδη αρκετά μακριά από τα τείχη της πόλης και καθ’ οδόν προς την κατασκήνωση στον Ελαιώνα.
183:2.2 Ο Ιούδας θορυβήθηκε πολύ από αυτή την αποτυχία να βρει τον Ιησού στην κατοικία του Μάρκου με τη συνοδεία των ένδεκα ανδρών, εκ των οποίων μόνο δυο ήταν οπλισμένοι για αντίσταση. Έτυχε να γνωρίζει ότι, το απόγευμα όταν άφησαν την κατασκήνωση, μόνο ο Σίμων Πέτρος και ο Σίμων ο Ζηλωτής ήταν ζωσμένοι με ξίφη. Ο Ιούδας έλπιζε να συλλάβει τον Ιησού όταν η πόλη θα ήταν ήσυχη, και όταν θα υπήρχαν λίγες πιθανότητες για αντίσταση. Ο προδότης φοβόταν ότι, αν περίμενε να επιστρέψουν στην κατασκήνωσή τους, θα αντιμετώπιζε περισσότερους από εξήντα αφοσιωμένους μαθητές και ήξερε επίσης ότι ο Σίμων ο Ζηλωτής είχε ένα μεγάλο απόθεμα όπλων στην κατοχή του. Ο Ιούδας γινόταν ολονέν και περισσότερο νευρικός καθώς αναλογιζόταν πόσο θα τον μισούσαν οι ένδεκα πιστοί απόστολοι, και φοβόταν ότι θα προσπαθούσαν όλοι να τον σκοτώσουν. Δεν ήταν μόνο άπιστος αλλά και πραγματικά δειλός.
183:2.3 Όταν δεν κατάφεραν να βρούνε τον Ιησού στο υπερώο, ο Ιούδας ζήτησε από τον αρχηγό της φρουράς να επιστρέψουν στο ναό. Την ώρα αυτή οι αρχηγοί των Ιουδαίων είχαν αρχίσει να μαζεύονται στο σπίτι του αρχιερέα πριν υποδεχθούν τον Ιησού, δεδομένου ότι η συμφωνία τους με τον προδότη έλεγε ότι η σύλληψη του Ιησού θα γινόταν κατά τα μεσάνυχτα εκείνης της μέρας. Ο Ιούδας εξήγησε στους συνεργάτες του ότι είχε χάσει τον Ιησού από το σπίτι του Μάρκου και ότι θα ήταν απαραίτητο να πάνε στη Γεθσημανή για να τον συλλάβουν[4]. Ο προδότης μετά συνέχισε να αφηγείται ότι περισσότεροι από εξήντα αφοσιωμένοι οπαδοί είχαν στρατοπεδεύσει μαζί του και ότι όλοι ήταν καλά οπλισμένοι. Οι αρχηγοί των Ιουδαίων υπενθύμισαν στον Ιούδα ότι ο Ιησούς κήρυττε πάντα μη-αντίσταση, αλλά ο Ιούδας αποκρίθηκε ότι δεν μπορούσαν να είναι σίγουροι πως όλοι οι οπαδοί του Ιησού υπάκουαν σε μια τέτοια διδασκαλία. Φοβόταν πραγματικά για τον εαυτό του και έτσι πήρε το θάρρος να ζητήσει συνοδεία σαράντα οπλισμένων στρατιωτών. Επειδή οι ιουδαϊκές αρχές δεν είχαν μια τόση δύναμη οπλισμένων στρατιωτών στη δικαιοδοσία τους, πήγαν αμέσως στο φρούριο της Αντώνια και παρακάλεσαν το Ρωμαίο διοικητή να τους δώσει αυτή τη φρουρά. Όταν όμως αυτός έμαθε ότι σκόπευαν να συλλάβουν τον Ιησού, αρνήθηκε γοργά να αποδεχτεί την παράκλησή τους και αποτάθηκε στον ανώτερό του αξιωματούχο. Έτσι περισσότερο από μια ώρα καταναλώθηκε, πηγαίνοντας από την μια αρχή στην άλλη, έως ότου τελικά εξαναγκάστηκαν να πάνε στον ίδιο τον Πιλάτο για να πάρουν την άδεια να χρησιμοποιήσουν τους οπλισμένους Ρωμαίους φρουρούς. Ήταν αργά όταν έφτασαν στο σπίτι του Πιλάτου και αυτός είχε αποσυρθεί στα ιδιαίτερα διαμερίσματα με τη σύζυγό του. Δίστασε να ανακατευθεί με το εγχείρημα, και πιο πολύ επειδή η γυναίκα του τού ζήτησε να μην συγκατατεθεί στο αίτημα. Αλλ’ εφόσον ήταν παρών ο προεδρεύων αξιωματούχος του ιουδαϊκού Σανχεντρίν και έκανε προσωπική έκκληση για βοήθεια, ο κυβερνήτης θεώρησε σοφό να συγκατανεύσει στην παράκληση, σκεπτόμενος ότι αργότερα θα μπορούσε να διορθώσει κάθε λάθος που αυτοί ίσως να ήταν διατεθειμένοι να διαπράξουν.
183:2.4 Συνεπώς, όταν ο Ιούδας ο Ισκαριώτης ξεκίνησε από το ναό, μισή ώρα περίπου μετά τις ένδεκα το βράδυ, συνοδευόταν από περισσότερα από εξήντα άτομα – φρουρούς του ναού, Ρωμαίους στρατιώτες και περίεργους υπηρέτες των αρχιερέων και των αρχηγών των Ιουδαίων.
183:3.1 Καθώς η συνοδεία των οπλισμένων στρατιωτών και φρουρών, που έφεραν δαυλούς και φανούς, πλησίαζε στον κήπο, ο Ιούδας προχώρησε αρκετά μπροστά από την ομάδα ώστε να είναι έτοιμος να αναγνωρίσει γρήγορα τον Ιησού για να μπορέσουν οι στρατιώτες εύκολα να τον πιάσουν πριν συσπειρωθούν οι σύντροφοί του για να τον υπερασπιστούν[5]. Και υπήρχε ένας ακόμα λόγος γιατί ο Ιούδας διάλεξε να είναι μπροστά από τους εχθρούς του Ιησού: Σκέφτηκε ότι έτσι θα φαινόταν πως είχε φτάσει στην περιοχή πριν από τους στρατιώτες, ώστε οι απόστολοι και οι άλλοι συγκεντρωμένοι γύρω από τον Ιησού να μην τον συνέδεαν άμεσα με τους οπλισμένους φρουρούς που ακολουθούσαν τόσο κοντά τα βήματά του. Ο Ιούδας είχε ακόμα σκεφτεί να μπλοφάρει σαν να είχε τρέξει να τους προειδοποιήσει για τον ερχομό των στρατιωτών, αλλά το σχέδιό του χάλασε από το σκαιό χαιρετισμό του Ιησού προς τον προδότη. Αν και ο Κύριος μίλησε ευγενικά στον Ιούδα, τον υποδέχτηκε σαν προδότη.
183:3.2 Μόλις ο Πέτρος, ο Ιάκωβος και ο Ιωάννης, μαζί με καμιά τριανταριά συντρόφους κατασκηνωτές, είδαν την οπλισμένη ομάδα με τους δαυλούς να κινείται γύρω από την άκρη του λόφου, κατάλαβαν ότι αυτοί οι στρατιώτες ερχόντουσαν να συλλάβουν τον Ιησού, και όλοι τους όρμηξαν προς τη λιόπετρα, όπου ο Κύριος ήταν καθισμένος μόνος, λουσμένος από το φεγγαρόφωτο. Καθώς η παρέα των στρατιωτών πλησίαζε από το ένα μέρος, οι τρεις απόστολοι και οι σύντροφοί τους πλησίαζαν από το άλλο. Καθώς ο Ιούδας δρασκέλισε εμπρός για να πλησιάσει τον Κύριο, οι δυο ομάδες στάθηκαν εκεί, ακίνητες, με τον Κύριο ανάμεσά τους και τον Ιούδα έτοιμο να δώσει το φιλί της προδοσίας στο μέτωπό του.
183:3.3 Ο προδότης έλπιζε ότι θα μπορούσε, μετά την οδήγηση των φρουρών στη Γεθσημανή, να δείξει απλά στους στρατιώτες τον Ιησού, ή τουλάχιστον να εκτελέσει την υπόσχεσή του χαιρετώντας τον Ιησού με ένα φιλί, και ύστερα γρήγορα να αποσυρθεί από την περιοχή[6]. Ο Ιούδας φοβόταν πολύ ότι οι απόστολοι θα ήταν όλοι παρόντες, και ότι θα επικέντρωναν την επίθεσή τους πάνω του σαν τιμωρία που τόλμησε να προδώσει τον αγαπημένο τους δάσκαλο. Αλλά όταν ο Κύριος τον υποδέχτηκε σαν προδότη, ταράχτηκε τόσο που δεν προσπάθησε να το σκάσει.
183:3.4 Ο Ιησούς έκανε μια τελευταία προσπάθεια να σώσει τον Ιούδα από το να τον προδώσει, γιατί πριν προλάβει ο προδότης να τον φτάσει, προχώρησε προς το ένα μέρος και απευθυνόμενος στον πιο σπουδαίο στρατιώτη από αριστερά, το Ρωμαίο λοχαγό, είπε, «Ποιον ζητάτε;» και ο λοχαγός αποκρίθηκε, «Τον Ιησού το Ναζωραίο». Τότε ο Ιησούς προωθήθηκε αμέσως μπροστά στον αξιωματικό και όρθιος εκεί με την ήρεμη μεγαλοπρέπεια του Θεού όλης αυτής της πλάσης, είπε, «Εγώ είμαι»[7]. Πολλοί από την οπλισμένη ομάδα είχαν ακούσει τον Ιησού να διδάσκει στο ναό, άλλοι είχαν μάθει τα παντοδύναμα έργα του και όταν τον άκουσαν τόσο θαρραλέα να αναγγέλλει την ταυτότητά του, εκείνοι που βρίσκονταν στις μπροστινές σειρές έπεσαν ξαφνικά προς τα πίσω. Τους κατέλαβε έκπληξη με την ηρεμία και τη μεγαλοπρέπεια της αναγγελίας της ταυτότητας. Δεν υπήρξε επομένως ανάγκη για τον Ιούδα να συνεχίσει το σχέδιο της προδοσίας του. Ο Κύριος είχε αποκαλυφθεί θαρρετά στους εχθρούς του και αυτοί μπορούσαν να τον είχαν πάρει χωρίς τη βοήθεια του Ιούδα. Αλλά ο προδότης έπρεπε να κάνει κάτι για να εξηγήσει την παρουσία του με την οπλισμένη ομάδα, και εκτός αυτού, ήθελε να κάνει μια επίδειξη εκτέλεσης του δικού του τμήματος από τη συμφωνία της προδοσίας που έκανε με τους αρχηγούς των Ιουδαίων, ώστε να δικαιολογήσει τη μεγάλη αμοιβή και τις τιμές που πίστευε ότι θα συσσωρεύονταν επάνω του σαν αποζημίωση για την υπόσχεσή του να παραδώσει τον Ιησού στα χέρια τους.
183:3.5 Καθώς οι φρουροί ανασυντάχθηκαν από το πρώτο τρίκλισμά τους στο αντίκρισμα του Ιησού και στον ήχο της ασυνήθιστης φωνής του, και καθώς οι απόστολοι και οι μαθητές ήρθαν πιο κοντά, ο Ιούδας προχώρησε προς τον Ιησού και, φιλώντας τον στο μέτωπο, είπε, «Χαίρε, Κύριε και Διδάσκαλε». Και καθώς ο Ιούδας φίλησε έτσι τον κύριό του, ο Ιησούς είπε, «Φίλε, δεν είναι αρκετό αυτό! Με φίλημα θα παραδώσεις το Γιο του Ανθρώπου;».[8]
183:3.6 Οι απόστολοι και οι μαθητές κυριολεκτικά τα έχασαν από αυτό που είδαν. Για ένα λεπτό κανείς δεν κουνήθηκε. Κατόπιν ο Ιησούς, απαλλασσόμενος από τον προδοτικό εναγκαλισμό του Ιούδα, πλησίασε τους φρουρούς και τους στρατιώτες και ξαναρώτησε, «Ποιον ζητάτε;». και πάλι ο λοχαγός είπε, «Ιησού το Ναζωραίο». Και πάλι ρώτησε ο Ιησούς: «Σας είπα ότι εγώ είμαι[9]. Αν, επομένως, ζητάτε εμένα, αφήστε τους άλλους να φύγουν. Είμαι έτοιμος να έρθω μαζί σας».
183:3.7 Ο Ιησούς ήταν έτοιμος να επιστρέψει στην Ιερουσαλήμ με τους φρουρούς και ο αρχηγός των στρατιωτών ήταν ολότελα πρόθυμος να αφήσει τους τρεις αποστόλους και τους συνεργάτες τους να φύγουν ήσυχα. Αλλά πριν ξεκινήσουν, καθώς ο Ιησούς στεκόταν περιμένοντας τις διαταγές του αρχηγού, κάποιος Μάλχος, ο Σύριος σωματοφύλακας του αρχιερέα, προχώρησε προς τον Ιησού και ετοιμάστηκε να του δέσει τα χέρια πίσω από την πλάτη του, αν και ο Ρωμαίος αρχηγός δεν είχε διατάξει ότι έπρεπε να δεθεί ο Ιησούς μ’ αυτό τον τρόπο[10]. Όταν ο Πέτρος και οι σύντροφοί του είδαν τον Κύριό τους να υφίσταται αυτή την προσβολή, δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν περισσότερο. Ο Πέτρος τράβηξε το ξίφος του και με τους άλλους όρμηξε μπροστά να χτυπήσει το Μάλχο. Αλλά πριν προλάβουν οι στρατιώτες να έρθουν προς υπεράσπιση του δούλου του αρχιερέα, ο Ιησούς ύψωσε απαγορευτικά το χέρι του στον Πέτρο και μιλώντας αυστηρά, είπε: «Πέτρο, πάρε το ξίφος σου. Αυτοί που κρατούν ξίφος θα χαθούν από ξίφος[11]. Δεν καταλαβαίνεις ότι είναι επιθυμία του Πατέρα να πιω αυτό το ποτήρι; Και πάλι δεν γνωρίζεις ότι θα μπορούσα ακόμα και τώρα να διατάξω περισσότερες από δώδεκα λεγεώνες αγγέλων και συνεργατών τους, που θα με ελευθέρωναν από τα χέρια αυτών των λιγοστών ανθρώπων;».[12][13]
183:3.8 Αν και ο Ιησούς έτσι αποτελεσματικά έδωσε τέρμα στην επίδειξη σωματικής αντίστασης των οπαδών του, ήταν αρκετό να δημιουργήσει φόβο στον αρχηγό των φρουρών, ο οποίος τώρα, με τη βοήθεια των στρατιωτών του, έπιασε άγρια τον Ιησού και τον έδεσε τάχιστα. Και καθώς έδεναν τα χέρια του με χοντρά σχοινιά, ο Ιησούς τους είπε: «Γιατί έρχεστε να με πιάσετε με σπαθιά και ρόπαλα σαν να ήμουν κανένας ληστής; Ήμουν καθημερινά στο ναό, διδάσκοντας δημόσια τους ανθρώπους, και δεν κάνατε καμιά προσπάθεια να με συλλάβετε»[14][15].
183:3.9 Όταν έδεσαν τον Ιησού, ο αρχηγός, φοβούμενος ότι οι οπαδοί του Κυρίου μπορεί να προσπαθούσαν να τον γλιτώσουν, έδωσε διαταγή να τους συλλάβουν[16]. Αλλά οι στρατιώτες δεν έκαναν αρκετά γρήγορα, αφού ακούγοντας κρυφά τη διαταγή του αρχηγού για τη σύλληψή τους, οι οπαδοί του Ιησού το έσκασαν βιαστικά μέσα στη ρεματιά. Όλο αυτό το διάστημα ο Ιωάννης Μάρκος είχε παραμείνει αποκλεισμένος στην κοντινή παράγκα. Όταν οι φρουροί κίνησαν για να επιστρέψουν στην Ιερουσαλήμ με τον Ιησού, ο Ιωάννης Μάρκος προσπάθησε να φύγει κρυφά από την παράγκα για να προφθάσει τους αποστόλους και τους μαθητές που το έσκαγαν[17]. Αλλά μόλις βγήκε, ένας από τους τελευταίους στρατιώτες, που είχε κυνηγήσει τους μαθητές, καθώς αυτοί έτρεχαν, περνούσε από εκεί κοντά και βλέποντας το νεαρό άνδρα με το λινό κάλυμμα, τον κυνήγησε και σχεδόν τον έπιασε. Στην πράξη, ο στρατιώτης πλησίασε αρκετά κοντά τον Ιωάννη για να τον πιάσει από το κάλυμμα, αλλά ο νεαρός πέταξε από πάνω του το ρούχο, και δραπέτευσε γυμνός ενώ ο στρατιώτης κρατούσε το άδειο κάλυμμα. Ο Ιωάννης Μάρκος έκανε τρέχοντας όλο το δρόμο μέχρι το Δαυίδ Ζεβεδαίο που βρισκόταν στο πάνω μονοπάτι. Όταν είπε στο Δαυίδ τι είχε συμβεί, έτρεξαν και οι δυο πίσω στις σκηνές των κοιμισμένων αποστόλων και ενημέρωσαν και τους οκτώ για την προδοσία και τη σύλληψη του Κυρίου.
183:3.10 Εκείνη την ώρα οι οκτώ απόστολοι είχαν ξυπνήσει, εκείνοι που το έσκαγαν από τη ρεματιά επέστρεφαν, και όλοι μαζί συγκεντρώθηκαν κοντά στο ελαιοτριβείο για να συζητήσουν τι έπρεπε να γίνει. Εν τω μεταξύ, ο Σίμων Πέτρος και ο Ιωάννης Ζεβεδαίος, που είχαν κρυφτεί ανάμεσα στα ελαιόδενδρα, ακολούθησαν το πλήθος των στρατιωτών, φρουρών και υπηρετών, οι οποίοι οδηγούσαν τον Ιησού πίσω στην Ιερουσαλήμ, όπως θα οδηγούσαν έναν απελπισμένο εγκληματία. Ο Ιωάννης ακολουθούσε από κοντά πίσω από το πλήθος, αλλά ο Πέτρος ακολουθούσε από μακριά[18][19]. Μετά την απόδραση του Ιωάννη Μάρκου από την αρπάγη του στρατιώτη, αυτός προμηθεύτηκε ένα μανδύα που βρήκε στη σκηνή του Σίμωνα Πέτρου και του Ιωάννη Ζεβεδαίου[20]. Υποψιάστηκε ότι οι φρουροί θα έπαιρναν τον Ιησού στο σπίτι του Άννα, του επίτιμου αρχιερέα. Έτσι γυρόφερνε εκεί κοντά ανάμεσα στο δεντρόκηπο με τις ελιές και βρισκόταν εκεί μπροστά από το πλήθος, κρυμμένος κοντά στην είσοδο της πύλης του ανακτόρου του αρχιερέα.
183:4.1 Ο Ιάκωβος Ζεβεδαίος βρέθηκε χώρια από το Σίμωνα Πέτρο και τον αδελφό του Ιωάννη, και τώρα είχε ενωθεί με τους άλλους αποστόλους και τους άλλους κατασκηνωτές στο ελαιοτριβείο για να συσκεφθούν πάνω στο τι θα έπρεπε να γίνει εν όψει της σύλληψης του Κυρίου.
183:4.2 Ο Ανδρέας είχε απαλλαγεί από κάθε ευθύνη για τη διοίκηση της ομάδας των φίλων του αποστόλων. Συνεπώς, στη μεγαλύτερη από όλες τις κρίσεις της ζωής τους, αυτός ήταν σιωπηλός. Μετά από μια σύντομη άτυπη συζήτηση, ο Σίμων ο Ζηλωτής στάθηκε στον πέτρινο τοίχο του ελαιοτριβείου και κάνοντας μια φλογερή έκκληση για πίστη στον Κύριο και την υπόθεση της βασιλείας, προέτρεψε τους συναδέλφους του αποστόλους και τους άλλους μαθητές να βιαστούν και να πάνε πίσω από το πλήθος για να πετύχουν τη διάσωση του Ιησού. Η πλειονότητα της ομάδας θα είχε συγκατανεύσει να ακολουθήσει την επιθετική αρχηγία του, αν δεν υπήρχε η συμβουλή του Ναθαναήλ, ο οποίος σηκώθηκε τη στιγμή που ο Σίμωνας τελείωνε την ομιλία του και ζήτησε την προσοχή τους στην τόσο συχνά επαναλαμβανόμενη διδασκαλία του Ιησού που αφορούσε τη μη αντίσταση. Επιπλέον τους υπενθύμισε ότι ο Ιησούς τους είχε δώσει εντολή εκείνη την ίδια νύχτα να φυλάξουν τις ζωές τους για την ώρα που θα πήγαιναν στον κόσμο να κηρύξουν τα καλά νέα του ευαγγελίου της ουράνιας βασιλείας. Και ο Ναθαναήλ υποστηρίχτηκε στη θέση αυτή από τον Ιάκωβο Ζεβεδαίο, που τώρα διηγήθηκε πώς ο Πέτρος και οι άλλοι τράβηξαν τα ξίφη τους για να υπερασπιστούν τον Κύριο από τη σύλληψη και πώς ο Ιησούς είπε στο Σίμωνα Πέτρο και στους συντρόφους του ξιφομάχους να κρύψουν τα σπαθιά τους. Ο Ματθαίος και ο Φίλιππος έβγαλαν λόγους επίσης , αλλά τίποτε το οριστικό δεν βγήκε από τη συζήτηση αυτή έως ότου ο Θωμάς, εφιστώντας την προσοχή τους στο γεγονός ότι ο Ιησούς είχε συμβουλέψει το Λάζαρο να μην εκθέτει τη ζωή του στο θάνατο, τόνισε ότι αυτοί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε για να σώσουν τον Κύριό τους, καθόσον είχε αρνηθεί να επιτρέψει στους φίλους του να τον υπερασπιστούν, και εφόσον συνέχιζε να αποφεύγει τη χρήση των θεϊκών του δυνάμεων για να εκμηδενίσει τους εχθρούς του. Ο Θωμάς τους έπεισε να διασκορπιστούν, καθένας για τον εαυτό του, με τη συνεννόηση ότι ο Δαυίδ Ζεβεδαίος θα παρέμενε στην κατασκήνωση για να διατηρηθεί η επαφή της ομάδας με το αρχηγείο των αγγελιαφόρων. Στις δυο το πρωί, η κατασκήνωση ήταν έρημη. Μόνο ο Δαυίδ παρέμενε παρών με τρεις ή τέσσερις αγγελιαφόρους, οι άλλοι είχαν σταλεί σε υπηρεσία για να εξασφαλίσουν πληροφορίες για το πού είχε μεταφερθεί ο Ιησούς και τι θα γινόταν με αυτόν.
183:4.3 Πέντε από τους αποστόλους, ο Ναθαναήλ, ο Ματθαίος, ο Φίλιππος και οι δίδυμοι, πήγαν να κρυφτούν στη Βηθφαγία και τη Βηθανία. Ο Θωμάς, ο Ανδρέας, ο Ιάκωβος και ο Σίμων ο Ζηλωτής κρύφτηκαν στην πόλη. Ο Σίμων Πέτρος και ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ακολούθησαν και πήγαν στο σπίτι του Άννα.
183:4.4 Νωρίς μετά το χάραμα, ο Σίμων Πέτρος περιφερόταν πίσω στην κατασκήνωση της Γεθσημανής, μια θλιμμένη φιγούρα σε βαθιά απόγνωση. Ο Δαυίδ τον έστειλε, με την επίβλεψη ενός αγγελιαφόρου, να συναντήσει τον αδελφό του Ανδρέα, που βρισκόταν στο σπίτι του Νικόδημου στην Ιερουσαλήμ.
183:4.5 Μέχρι και τη σταύρωση, ο Ιωάννης Ζεβεδαίος παρέμεινε, όπως τον είχε διατάξει ο Ιησούς, πάντα κοντά του, και ήταν αυτός που εφοδίαζε τους αγγελιαφόρους του Δαυίδ με πληροφορίες κάθε ώρα, τις οποίες μετέφεραν στο Δαυίδ στον κήπο της κατασκήνωσης, και οι οποίες μετά αναμεταδίδοντο στους κρυμμένους αποστόλους και στην οικογένεια του Ιησού.
183:4.6 Σίγουρα, ο βοσκός σκοτώνεται και τα πρόβατα διασκορπίζονται! Ενώ όλοι σιωπηλά αντιλαμβάνονται ότι ο Ιησούς τους έχει προειδοποιήσει για την κατάσταση αυτή, είναι όλοι τόσο σοκαρισμένοι από την ξαφνική εξαφάνιση του Κυρίου που δεν είναι σε θέση να χρησιμοποιήσουν το μυαλό τους κανονικά[21].
183:4.7 Ήταν λίγο μετά το φως της ημέρας και ακριβώς μετά την αποστολή του Πέτρου στον αδελφό του, που ο Ιούδας, ο αδελφός του Ιησού έφτασε στην κατασκήνωση, σχεδόν ξέπνοος και πριν από την υπόλοιπη οικογένεια του Ιησού, για να μάθει μόνο ότι ο Κύριος είχε ήδη συλληφθεί. Και έτρεξε πίσω στο δρόμο της Ιεριχούς για να μεταφέρει αυτή την πληροφορία στη μητέρα του και στ’ αδέλφια του. Ο Δαυίδ Ζεβεδαίος ειδοποίησε την οικογένεια του Ιησού, με τον Ιούδα, να συναθροιστούν στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας στη Βηθανία και εκεί να περιμένουν ειδήσεις που θα τους έφερναν τακτικά οι αγγελιαφόροι του.
183:4.8 Έτσι είχε η κατάσταση κατά τη διάρκεια του τελευταίου μισού της νύχτας της Πέμπτης και τις πρώτες πρωινές ώρες της Παρασκευής όσον αφορά τους αποστόλους, τους κυριότερους μαθητές και τη γήινη οικογένεια του Ιησού. Και όλες αυτές οι ομάδες και τα άτομα βρισκόντουσαν σε επαφή μεταξύ τους με την υπηρεσία των αγγελιαφόρων που ο Δαυίδ Ζεβεδαίος συνέχιζε να χειρίζεται από το αρχηγείο του στην κατασκήνωση της Γεθσημανής.
183:5.1 Πριν ξεκινήσουν από τον κήπο μαζί με τον Ιησού, προέκυψε μια διαφωνία ανάμεσα στον Ιουδαίο αρχηγό των φρουρών του ναού και το Ρωμαίο αρχηγό της ομάδας των στρατιωτών, για το πού να πήγαιναν τον Ιησού. Ο αρχηγός των φρουρών του ναού έδωσε οδηγίες να τον πάρουν στον Καϊάφα, τον εν ενεργεία αρχιερέα. Ο αρχηγός των Ρωμαίων στρατιωτών διέταξε να πάρουν τον Ιησού στο ανάκτορο του Άννα, του πρώην αρχιερέα και πεθερού τού Καϊάφα. Και αυτό έκαναν επειδή οι Ρωμαίοι είχαν τη συνήθεια να έχουν απ’ ευθείας δοσοληψίες με τον Άννα σε όλα τα θέματα που είχαν να κάνουν με την επιβολή των ιουδαϊκών εκκλησιαστικών νόμων. Και οι διαταγές του Ρωμαίου αρχηγού εκτελέστηκαν[22]. Πήραν τον Ιησού στο σπίτι του Άννα για την προκαταρκτική εξέταση.
183:5.2 Ο Ιούδας βάδιζε μαζί με τους αρχηγούς, κρυφακούγοντας όσα έλεγαν, αλλά δεν πήρε μέρος στη φιλονικία, γιατί ούτε ο Ιουδαίος αρχηγός ούτε ο Ρωμαίος αξιωματικός καταδέχονταν να μιλήσουν στον προδότη – τον περιφρονούσαν τόσο.
183:5.3 Την ώρα αυτή περίπου ο Ιωάννης Ζεβεδαίος, ενθυμούμενος τις οδηγίες του Κυρίου να παραμένει πάντα κοντά του, έτρεξε κοντά στον Ιησού καθώς βάδιζε ανάμεσα στους δυο αρχηγούς. Ο διοικητής των φρουρών του ναού, βλέποντας τον Ιωάννη να έρχεται δίπλα, είπε στον υπασπιστή του: «Πάρε αυτό τον άνδρα και δέσε τον. Είναι ένας από τους οπαδούς του». Αλλά όταν ο Ρωμαίος αρχηγός το άκουσε αυτό, κοιτάζοντας γύρω είδε τον Ιωάννη, διέταξε να έρθει ο απόστολος κοντά του και να μην τον πειράξει κανένας. Ύστερα ο Ρωμαίος αρχηγός είπε στον Ιουδαίο αρχηγό: «Αυτός ο άνδρας δεν είναι ούτε προδότης ούτε δειλός. Τον είδα στον κήπο, και δεν τράβηξε ξίφος για να μας αντισταθεί. Έχει το θάρρος να έρχεται εμπρός για να είναι με τον Κύριό του και κανένας δεν θα βάλει χέρι πάνω του. Ο ρωμαϊκός νόμος επιτρέπει σε κάθε κατάδικο να μπορεί να έχει τουλάχιστον ένα φίλο για να του συμπαραστέκεται στο εδώλιο, και αυτός ο άνδρας δεν θα εμποδιστεί από το να σταθεί στο πλευρό του Κυρίου του, του υπό κράτηση». Και όταν ο Ιούδας το άκουσε αυτό, ντράπηκε τόσο πολύ και εξευτελίστηκε που έμεινε πίσω από τους προελαύνοντες, και πήγε στο ανάκτορο του Άννα μόνος.
183:5.4 Και αυτό εξηγεί γιατί ο Ιωάννης Ζεβεδαίος επετράπη να παραμείνει κοντά στον Ιησού καθ’ όλη τη διάρκεια των δοκιμασιών αυτή τη νύχτα και την επόμενη[23]. Οι Ιουδαίοι φοβήθηκαν να πουν κάτι στον Ιωάννη ή να τον πειράξουν κατά οποιονδήποτε τρόπο, επειδή είχε περίπου την ιδιότητα του Ρωμαίου δικηγόρου, που ήταν προορισμένος να ενεργεί σαν παρατηρητής των διεργασιών του ιουδαϊκού εκκλησιαστικού δικαστηρίου. Η προνομιακή θέση του Ιωάννη έγινε πιο ασφαλής όταν, παραδίνοντας τον Ιησού στον αρχηγό των φρουρών του ναού στην πύλη του ανακτόρου του Άννα, ο Ρωμαίος, απευθυνόμενος στον υπασπιστή του, είπε: «Πήγαινε μαζί με αυτό τον κατάδικο και διαπίστωσε ότι οι Ιουδαίοι δεν θα τον σκοτώσουν χωρίς την συγκατάθεση του Πιλάτου. Να επαγρυπνείς ότι δεν θα τον δολοφονήσουν και φρόντισε ο φίλος του, ο Γαλιλαίος, να επιτραπεί να σταθεί κοντά του και να παρατηρήσει όλα όσα συμβαίνουν». Και έτσι ο Ιωάννης μπόρεσε να βρίσκεται κοντά στον Ιησού μέχρι την ώρα του θανάτου του στο σταυρό, ενώ οι άλλοι δέκα απόστολοι εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν κρυμμένοι. Ο Ιωάννης ενεργούσε κάτω από τη ρωμαϊκή προστασία και οι Ιουδαίοι δεν τόλμησαν να τον πειράξουν μέχρι και μετά το θάνατο του Κυρίου.
183:5.5 Και σε όλο το δρόμο μέχρι το ανάκτορο του Άννα, ο Ιησούς δεν άνοιξε το στόμα του[24]. Από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι τη στιγμή της παρουσίασής του μπροστά στον Άννα, ο Γιος του Ανθρώπου δεν είπε λέξη.