© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 183. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 185. Η ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ |
184:0.1 Αντιπρόσωποι του Άννα είχαν κρυφά δώσει εντολή στον αρχηγό των Ρωμαίων στρατιωτών να φέρει τον Ιησού στο ανάκτορο του Άννα αμέσως μετά τη σύλληψη. Ο πρώην αρχιερέας επιθυμούσε να διατηρήσει το κύρος του ως εκκλησιαστική εξουσία των Ιουδαίων. Είχε επίσης άλλο σκοπό που κράτησε τον Ιησού στο σπίτι του μερικές ώρες, και αυτός ήταν για να περάσει η ώρα ώστε να συγκαλέσει νομότυπα το δικαστικό σώμα Σανχεντρίν. Δεν ήταν νόμιμο να συνέλθει σε σώμα το δικαστήριο Σανχεντρίν πριν από την ώρα της προσφοράς κατά την πρωινή λειτουργία στο ναό, και αυτή η λειτουργία γινόταν περίπου στις τρεις το πρωί.
184:0.2 Ο Άννας γνώριζε ότι ένα τμήμα των δικαστών του Σανχεντρίν ανάμενε στο ανάκτορο του γαμπρού του, Καϊάφα. Τριάντα περίπου μέλη του Σανχεντρίν είχαν συγκεντρωθεί στο σπίτι του αρχιερέα από τα μεσάνυχτα ώστε να είναι έτοιμοι να δικάσουν τον Ιησού όταν θα το έφερναν ενώπιόν τους. Είχαν συγκεντρωθεί μόνο τα μέλη που ήταν έντονα και ανοιχτά αντίθετοι προς τον Ιησού και τη διδασκαλία του, εφόσον απαιτούντο μόνο εικοσιτρία για να συσταθεί μια δίκη.
184:0.3 Ο Ιησούς πέρασε τρεις ώρες περίπου στο ανάκτορο του Άννα στο Όρος των Ελαιών, όχι μακριά από τον κήπο της Γεθσημανής, όπου τον συνέλαβαν. Ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ήταν ελεύθερος και ασφαλής στο ανάκτορο του Άννα όχι μόνο εξαιτίας του λόγου του Ρωμαίου αρχηγού, αλλά επίσης επειδή αυτός και ο αδελφός του Ιάκωβος ήταν γνωστοί των παλαιότερων υπηρετών, όντας πολλές φορές προσκαλεσμένοι στο ανάκτορο, καθώς ο πρώην αρχιερέας ήταν μακρινός συγγενής της μητέρας τους Σαλώμης.
184:1.1 Ο Άννας, έχοντας πλουτίσει από τα έσοδα του ναού, ο γαμπρός του να είναι ο εν ενεργεία αρχιερέας και έχοντας σχέσεις με τις Ρωμαϊκές αρχές, ήταν όντως το μοναδικό πιο ισχυρό πρόσωπο όλων των Ιουδαίων. Ήταν μειλίχιος και μηχανορραφούσε πολιτικές συνομωσίες. Επιθυμούσε να διευθύνει την υπόθεση της αποπομπής του Ιησού. Φοβόταν να εμπιστευθεί ένα τόσο σπουδαίο εγχείρημα στον καθ’ ολοκληρία απότομο και επιθετικό γαμπρό του. Ο Άννας ήθελε να βεβαιωθεί ότι η δίκη του Κυρίου θα παρέμενε στα χέρια των Σαδδουκαίων. Φοβόταν την πιθανή συμπάθεια μερικών Φαρισαίων, βλέποντας ότι σχεδόν όλα τα μέλη του Σανχεντρίν που είχαν υιοθετήσει την υπόθεση του Ιησού ήταν Φαρισαίοι.
184:1.2 Ο Άννας δεν είχε δει τον Ιησού για κάμποσα χρόνια, από τότε που ο Κύριος είχε κληθεί στο σπίτι του και αμέσως είχε αναχωρήσει παρατηρώντας την ψυχρότητα και την επιφύλαξή του να τον υποδεχτεί. Ο Άννας σκέφτηκε να αναφερθεί στην πρώτη αυτή γνωριμία και ως εκ τούτου να προσπαθήσει να πείσει τον Ιησού να εγκαταλείψει τις απαιτήσεις του και να φύγει από την Παλαιστίνη. Ήταν ενάντιος στο να λάβει μέρος στο φόνο ενός καλού ανθρώπου και έκρινε ότι ο Ιησούς θα ήταν καλύτερο να άφηνε τη χώρα παρά να υποστεί το θάνατο. Αλλά όταν ο Άννας στάθηκε ενώπιον τού ακλόνητου και αποφασισμένου Γαλιλαίου, έμαθε αμέσως ότι θα ήταν άχρηστο να κάνει μια τέτοια πρόταση. Ο Ιησούς ήταν ακόμα πιο μεγαλοπρεπής και πιο καλά συγκροτημένος απ’ ότι θυμόταν ο Άννας.
184:1.3 Όταν ο Ιησούς ήταν νέος, ο Άννας είχε ενδιαφερθεί πολύ γι αυτόν, αλλά τώρα τα έσοδά του απειλούνταν από αυτό που ο Ιησούς είχε κάνει πρόσφατα, διώχνοντας τους αργυραμοιβούς και τους άλλους εμπόρους έξω από το ναό. Αυτή η πράξη είχε προκαλέσει την έχθρα του πρώην αρχιερέα πολύ περισσότερο από ό,τι οι διδασκαλίες του Ιησού.
184:1.4 Ο Άννας εισήλθε στην ευρύχωρη αίθουσα ακροάσεων, κάθισε σε μια μεγάλη πολυθρόνα και διέταξε να μεταφερθεί ο Ιησούς ενώπιόν του. Μετά λίγα λεπτά σιωπηλής επιθεώρησης του Κυρίου, είπε: «Αντιλαμβάνεσαι ότι κάτι πρέπει να γίνει με τη διδασκαλία σου εφόσον διαταράσσεις την ειρήνη και την τάξη της χώρας σου». Καθώς ο Άννας κοίταζε ερευνητικά τον Ιησού, ο Κύριος τον κοίταζε κατευθείαν μέσα στα μάτια αλλά δεν απάντησε. Ο Άννας μίλησε ξανά, «Ποια είναι τα ονόματα των μαθητών σου, εκτός του Σίμωνα του Ζηλωτή, του ταραχοποιού;». Πάλι ο Ιησούς τον κοίταζε αλλά δεν απάντησε.
184:1.5 Ο Άννας ενοχλήθηκε σημαντικά από την άρνηση του Ιησού να απαντήσει στις ερωτήσεις του, τόσο που του είπε: «Δεν σε νοιάζει κατά πόσον είμαι φιλικός απέναντί σου ή όχι; Δεν λαμβάνεις υπ’ όψη σου τη δύναμη που έχω να καθορίσω την έκβαση της προσεχούς δίκης σου;». Όταν ο Ιησούς το άκουσε αυτό, είπε: «Άννα, γνωρίζεις ότι δεν μπορείς να έχεις δύναμη πάνω μου αν αυτό δεν επιτρεπόταν από τον Πατέρα μου. Μερικοί θα καταστρέψουν το Γιο του Ανθρώπου επειδή είναι αμαθείς. Δεν γνωρίζουν τίποτα περισσότερο, αλλά εσύ, φίλε, γνωρίζεις τι κάνεις. Πώς εσύ, λοιπόν, απαρνείσαι το φως του Θεού;».
184:1.6 Ο ευγενικός τρόπος με τον οποίο μίλησε ο Ιησούς στον Άννα σχεδόν τον μπέρδεψε. Αλλά είχε ήδη αποφασίσει στο νου του ότι ο Ιησούς έπρεπε είτε να φύγει από την Παλαιστίνη ή να πεθάνει. Έτσι μάζεψε όλο το κουράγιο του και ρώτησε: «Τι είναι ακριβώς αυτό που προσπαθείς να διδάξεις στον κόσμο; Τι ισχυρίζεσαι ότι είσαι;». Ο Ιησούς απάντησε: «Γνωρίζεις πολύ καλά ότι στον κόσμο μιλούσα ανοιχτά. Δίδαξα στις συναγωγές και πολλές φορές στο ναό, όπου με άκουσαν όλοι οι Ιουδαίοι και πολλοί εθνικοί. Στα κρυφά δεν είπα τίποτε. Γιατί λοιπόν με ερωτάς για τη διδασκαλία μου; Γιατί δεν καλείς και να ερωτήσεις εκείνους που με άκουσαν; Πρόσεξε, όλη η Ιερουσαλήμ άκουσε όσα είπα ακόμα και αν εσύ ο ίδιος δεν άκουσες τις διδασκαλίες αυτές». Πριν όμως προλάβει να απαντήσει ο Άννας, ο αρχι-διαχειριστής του ανακτόρου, που στεκόταν κοντά, χτύπησε τον Ιησού στο πρόσωπο με το χέρι του, λέγοντας, «Πώς τολμάς και απαντάς στον αρχιερέα με αυτά τα λόγια;». Ο Άννας δεν είπε τίποτε για να επιπλήξει το διαχειριστή του, αλλά ο Ιησούς απευθύνθηκε σ’ αυτόν, λέγοντας, «Φίλε μου, αν μίλησα άσχημα, να φέρεις μαρτυρία για τα άσχημα, αλλά αν μίλησα την αλήθεια, τότε γιατί με χτυπάς;».[1]
184:1.7 Αν και ο Άννας λυπήθηκε που ο διαχειριστής του χτύπησε τον Ιησού, ήταν πολύ υπερήφανος για να προσέξει το ζήτημα. Στη σύγχυσή του πήγε στο άλλο δωμάτιο αφήνοντας τον Ιησού ήσυχο με τους ακόλουθους του σπιτιού και τους φρουρούς του ναού για σχεδόν μια ώρα.
184:1.8 Όταν επέστρεψε, πηγαίνοντας προς το μέρος του Κυρίου, είπε, «Ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Μεσσίας, ο ελευθερωτής του Ισραήλ;». Είπε ο Ιησούς: «Άννα, με ξέρεις από τα χρόνια της νιότης μου. Γνωρίζεις πως ισχυρίζομαι ότι δεν είμαι τίποτε εκτός από αυτό που ο Πατέρας μου με έχρισε, και ότι στάλθηκα σε όλους τους ανθρώπους, εθνικούς και Ιουδαίους». Τότε είπε ο Άννας: «Μου είπαν ότι ισχυρίστηκες πως είσαι ο Μεσσίας, είναι αλήθεια;». Ο Ιησούς κοίταξε τον Άννα αλλά είπε μόνο, «Εσύ είπες έτσι».[2]
184:1.9 Κατ’ αυτή την ώρα οι αγγελιαφόροι έφθασαν από το παλάτι του Καϊάφα να ρωτήσουν τι ώρα θα μεταφερόταν ο Ιησούς ενώπιον του σώματος των Σανχεντρίν, και επειδή πλησίαζε το χάραμα, ο Άννας σκέφτηκε καλύτερα να στείλει τον Ιησού δεμένο και με τη συνοδεία των φρουρών του ναού στον Καϊάφα[3]. Ο ίδιος τους ακολούθησε σύντομα.
184:2.1 Καθώς η ομάδα των φρουρών και των στρατιωτών πλησίαζε την είσοδο του ανακτόρου του Άννα, ο Ιωάννης Ζεβεδαίος βάδιζε στο πλευρό του αρχηγού των Ρωμαίων στρατιωτών. Ο Ιούδας είχε μείνει σε κάποια απόσταση πίσω και ο Σίμων Πέτρος ακολουθούσε από μακριά. Μετά την είσοδο του Ιωάννη στον περίβολο του ανακτόρου με τον Ιησού και τους φρουρούς, ο Ιούδας ήρθε μέχρι την πύλη αλλά, βλέποντας τον Ιησού και τον Ιωάννη, πήγε πίσω στο σπίτι του Καϊάφα, όπου γνώριζε ότι θα γινόταν η πραγματική δίκη του Κυρίου. Λίγο μετά την αναχώρηση του Ιούδα, ο Σίμων Πέτρος έφτασε και καθώς στεκόταν μπροστά στην πύλη, ο Ιωάννης τον είδε ακριβώς τη στιγμή που ετοιμαζόντουσαν να πάρουν τον Ιησού μέσα στο παλάτι. Η θυρωρός που φύλαγε την πύλη γνώριζε τον Ιωάννη και όταν αυτός της μίλησε, ζητώντας της να αφήσει τον Πέτρο να εισέλθει, αυτή συγκατένευσε με ευχαρίστηση.
184:2.2 Ο Πέτρος, εισερχόμενος στον περίβολο, πήγε προς το μέρος της φωτιάς και προσπάθησε να ζεσταθεί, γιατί η νύχτα ήταν παγωμένη[4]. Αισθανόταν πολύ έξω από τα νερά του εδώ, ανάμεσα στους εχθρούς του Ιησού, και όντως ήταν έξω από τα νερά του. Ο Κύριος δεν του είχε δώσει εντολή να παραμείνει πλησίον του όπως είχε υποδείξει στον Ιωάννη. Ο Πέτρος ανήκε με τους λοιπούς αποστόλους, οι οποίοι είχαν προειδοποιηθεί ιδιαζόντως, να μην διακινδυνέψουν τις ζωές τους κατά τη διάρκεια αυτών των ωρών της δίκης και της σταύρωσης του Κυρίου τους.
184:2.3 Ο Πέτρος πέταξε μακριά το ξίφος του λίγο πριν έρθει στην πύλη του παλατιού έτσι ώστε να μπει στον περίβολο του Άννα άοπλος. Ο νους του στριφογύριζε με σύγχυση. Μόλις και μετά βίας μπορούσε να εννοήσει ότι ο Ιησούς είχε συλληφθεί. Δεν μπορούσε να καταλάβει την πραγματικότητα της κατάστασης – ότι βρισκόταν στον περίβολο του Άννα, ζεσταίνοντας τον εαυτό του δίπλα στους υπηρέτες του αρχιερέα. Αναρωτιόταν τι να έκαναν οι άλλοι απόστολοι, και στριφογυρίζοντας στο μυαλό του πώς ο Ιωάννης επιτράπηκε να εισέλθει στο παλάτι, συμπέρανε ότι αυτό έγινε επειδή ήταν γνωστός στους υπηρέτες, εφόσον του είχε απαγορεύσει του ίδιου η φύλακας της πύλης να μπει μέσα.
184:2.4 Λίγο μετά που η θυρωρός άφησε τον Πέτρο να εισέλθει, και ενόσω αυτός ζεσταινόταν κοντά στη φωτιά, αυτή τον πλησίασε και πονηρά είπε, «Δεν είσαι κι εσύ ένας από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;»[5]. Ο Πέτρος λοιπόν δεν έπρεπε να ξαφνιαστεί από την αναγνώριση αυτή, γιατί ήταν ο Ιωάννης που είχε ζητήσει από το κορίτσι να τον αφήσει να περάσει από τις πύλες του ανακτόρου. Αλλά ήταν σε τόσο έντονη νευρική κατάσταση που αυτή η αναγνώριση ως μαθητή τον έβγαλε από την ισορροπία του και με μια σκέψη μόνο να υπερισχύει στο μυαλό του – τη σκέψη να γλιτώσει τη ζωή του – απάντησε γοργά στην ερώτηση της κοπέλας λέγοντας, «Δεν είμαι».
184:2.5 Πολύ σύντομα ένας άλλος υπηρέτης ήρθε προς τον Πέτρο και ρώτησε: «Δεν σε είδα στον κήπο όταν συνέλαβαν αυτό τον άνθρωπο; Δεν είσαι κι εσύ ένας από τους οπαδούς του;»[6]. Ο Πέτρος τώρα θορυβήθηκε για τα καλά. Δεν έβλεπε τρόπο να ξεφύγει με ασφάλεια από αυτούς τους κατήγορους. Έτσι αρνήθηκε σφοδρά κάθε σχέση με τον Ιησού, λέγοντας, «Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο, ούτε είμαι οπαδός του».
184:2.6 Εκείνη τη στιγμή η θυρωρός της πύλης έσπρωξε τον Πέτρο στο πλευρό και είπε: «Είμαι σίγουρη ότι είσαι μαθητής αυτού του Ιησού, όχι μόνο επειδή ένας από τους οπαδούς του μου είπε να σε αφήσω να μπεις στον περίβολο, αλλά η αδελφή μου εδώ σε είδε στο ναό μαζί με αυτό τον άνδρα. Γιατί το αρνείσαι;»[7]. Όταν ο Πέτρος άκουσε την κοπέλα να τον κατηγορεί, αρνήθηκε κάθε γνώση για τον Ιησού με κατάρες και όρκους, λέγοντας πάλι, «Δεν είμαι οπαδός του άνδρα, ούτε που τον γνωρίζω, ποτέ δεν άκουσα γι αυτόν πριν».
184:2.7 Ο Πέτρος άφησε τη φωτιά, για ένα διάστημα, ενώ βγήκε έξω από τον περίβολο. Θα ήθελε να το έσκαγε, αλλά φοβόταν μην τραβήξει την προσοχή πάνω του. Επειδή έκανε κρύο ξαναγύρισε στη φωτιά και ένας από τους άνδρες που στεκόταν δίπλα του είπε: «Σίγουρα είσαι ένας από τους μαθητές αυτού του άνδρα. Αυτός ο Ιησούς είναι Γαλιλαίος και η ομιλία σου σε προδίδει, γιατί μιλάς σα Γαλιλαίος». Και πάλι ο Πέτρος αρνήθηκε κάθε σχέση με τον Κύριό του.
184:2.8 Ο Πέτρος είχε τόσο ταραχτεί που προσπάθησε να αποφύγει την επαφή με τους κατηγόρους του απομακρυνόμενος από τη φωτιά και παραμένοντας μόνος του στο μπαλκόνι. Μετά από μια ώρα και πλέον απομόνωσης, η φύλακας της πύλης και η αδελφή της τον συνάντησαν τυχαία και οι δυο πειρακτικά τον κατηγόρησαν ότι ήταν οπαδός του Ιησού. Και πάλι αυτός αρνήθηκε την κατηγορία. Ακριβώς μόλις αρνήθηκε για μια φορά ακόμα κάθε σχέση με τον Ιησού, ο πετεινός λάλησε και ο Πέτρος θυμήθηκε τα λόγια της προειδοποίησης που του είπε ο Κύριός του νωρίτερα εκείνη την ίδια νύχτα[8][9][10]. Καθώς στεκόταν εκεί, με βαριά καρδιά και συντριμμένος από το αίσθημα της ενοχής, οι πόρτες του ανακτόρου άνοιξαν και οι φρουροί οδήγησαν τον Ιησού στο δρόμο για τον Καϊάφα. Καθώς ο Κύριος προσπερνούσε τον Πέτρο, είδε, στο φως των δαυλών, το βλέμμα της απελπισίας στο πρόσωπο του πρώην επιπόλαιου και γεμάτου αυτοπεποίθηση γενναίου αποστόλου, και στράφηκε και κοίταξε τον Πέτρο[11]. Ο Πέτρος δεν ξέχασε ποτέ εκείνο το βλέμμα όσο ζούσε. Ήταν ένα τέτοιο βλέμμα συνδυασμένης συμπόνιας και αγάπης όσο κανένας θνητός δεν διέκρινε ποτέ στο πρόσωπο του Κυρίου.
184:2.9 Όταν ο Ιησούς και οι φρουροί πέρασαν τις πύλες του ανακτόρου, ο Πέτρος ακολούθησε, αλλά για μικρή απόσταση μόνο. Δεν μπορούσε να πάει μακρύτερα. Κάθισε κάτω, στην άκρη του δρόμου και έκλαψε πικρά[12]. Και όταν πια έχυσε δάκρυα αγωνίας, γύρισε τα βήματά του πίσω προς την κατασκήνωση, ελπίζοντας να βρει τον αδελφό του Ανδρέα. Φτάνοντας στην κατασκήνωση, βρήκε το Δαυίδ Ζεβεδαίο, που έστειλε έναν αγγελιαφόρο να τον οδηγήσει εκεί που είχε πάει να κρυφτεί στην Ιερουσαλήμ ο αδελφός του.
184:2.10 Ολόκληρη η εμπειρία του Πέτρου συνέβη στον περίβολο του ανακτόρου του Άννα στο Όρος των Ελαιών. Δεν ακολούθησε τον Ιησού στο ανάκτορο του αρχιερέα Καϊάφα. Το γεγονός ότι ο Πέτρος αντιλήφθηκε ότι είχε επανειλημμένα αρνηθεί τον Κύριό του με το λάλημα του πετεινού, φανερώνει ότι όλα αυτά συνέβαιναν έξω από την Ιερουσαλήμ, εφόσον ήταν παράνομο να κατέχουν πουλερικά μέσα στην ίδια την πόλη.
184:2.11 Μέχρι να επαναφέρει το λάλημα του πετεινού τον Πέτρο στις πραγματικές του αισθήσεις, σκεφτόταν μόνο, καθώς βάδιζε πάνω-κάτω στη βεράντα για να διατηρηθεί ζεστός, πόσο έξυπνα είχε ξεγλιστρήσει από τις κατηγορίες των υπηρετών, και πόσο είχε ματαιώσει το σκοπό τους να τον αναγνωρίσουν μαζί με τον Ιησού. Για την ώρα, σκεφτόταν μόνο ότι οι υπηρέτες δεν είχαν ηθικό ή νόμιμο δικαίωμα να τον ανακρίνουν έτσι, και συγχάρηκε πραγματικά τον εαυτό του για τον τρόπο με τον οποίο σκέφτηκε να αποφύγει να αναγνωρισθεί και πιθανότατα να κινδυνέψει να συλληφθεί και να φυλακιστεί. Μέχρι το λάλημα του πετεινού δεν είχε καταλάβει ο Πέτρος ότι είχε απαρνηθεί τον Κύριό του. Μέχρι το κοίταγμα του Ιησού, δεν είχε αντιληφθεί ότι είχε αποτύχει να ζει σύμφωνα με τα προνόμιά του σαν ένας πρεσβευτής της βασιλείας.
184:2.12 Έχοντας κάνει το πρώτο βήμα στο μονοπάτι του συμβιβασμού και της ελάχιστης αντίστασης, τίποτε άλλο δεν ήταν φανερό στον Πέτρο παρά να προχωρήσει με τη συμπεριφορά που είχε αποφασίσει. Απαιτείται σπουδαίος και ευγενικός χαρακτήρας, έχοντας ξεκινήσει λάθος, για να στραφείς και να βαδίσεις σωστά. Πολύ συχνά το μυαλό ενός ανθρώπου τείνει να δικαιολογεί τη συνέχιση πάνω στο μονοπάτι του λάθους, όταν κάποτε εισήλθε σ’ αυτό.
184:2.13 Ο Πέτρος δεν πίστεψε ποτέ τελείως ότι θα μπορούσε να συγχωρεθεί, έως τη στιγμή που συνάντησε τον Κύριό του, μετά την ανάσταση, και είδε ότι τον υποδέχτηκε ακριβώς όπως και πριν τις εμπειρίες της τραγικής νύχτας των αρνήσεων.
184:3.1 Ήταν κατά τις τρεις το πρωί της Παρασκευής όταν ο αρχιερέας, Καϊάφας, συγκάλεσε το ανακριτικό σώμα των Σανχεντρίν για να συνεδριάσει και ζήτησε να μεταφερθεί ο Ιησούς ενώπιόν τους για την επίσημη δίκη[13]. Σε τρεις προηγούμενες περιπτώσεις το Σανχεντρίν, με μεγάλη πλειοψηφία, είχε ψηφίσει το θάνατο του Ιησού, είχε αποφανθεί ότι ήταν άξιος θανάτου με την ανεπίσημη κατηγορία ότι παραβίαζε το νόμο, ήταν βλάσφημος και χλεύαζε τις παραδόσεις των πατέρων του Ισραήλ.
184:3.2 Αυτή δεν ήταν μια κανονική συνάθροιση του Σανχεντρίν και δεν είχε συγκληθεί στο συνηθισμένο τόπο, την αίθουσα της πελεκητής πέτρας του ναού. Ήταν μια ειδική δικαστική συγκέντρωση περίπου τριάντα μελών και είχε συνέλθει σε σώμα στο παλάτι του αρχιερέα. Ο Ιωάννης Ζεβεδαίος ήταν παρών με τον Ιησού καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της υποτιθέμενης δίκης.
184:3.3 Πόσο κολακευόντουσαν αυτοί οι αρχιερείς, οι γραμματείς, οι Σαδδουκαίοι και μερικοί Φαρισαίοι που ο Ιησούς, αυτός που διατάρασσε τη θέση τους και αμφισβητούσε την εξουσία τους, ήταν τώρα σίγουρα στα χέρια τους! Και ήταν αποφασισμένοι να μη ζήσει και ξεφύγει από τις εκδικητικές τανάλιες τους.
184:3.4 Κανονικά, οι Ιουδαίοι, όταν δίκαζαν κάποιον με βαριά κατηγορία, προχωρούσαν με μεγάλη προσοχή και παρείχαν κάθε εγγύηση δίκαιης επιλογής μαρτύρων και συνολικής διεξαγωγής της δίκης. Αλλά στην περίπτωση αυτή, ο Καϊάφας ήταν περισσότερο ένας δημόσιος κατήγορος παρά ένας αμερόληπτος δικαστής.
184:3.5 Ο Ιησούς εμφανίστηκε ενώπιον του δικαστηρίου ντυμένος με τα συνηθισμένα του ρούχα και με τα χέρια του δεμένα πίσω από την πλάτη του[14]. Όλοι οι δικαστές αιφνιδιάστηκαν και κάπως μπερδεύτηκαν από τη μεγαλοπρεπή του παρουσία. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν ατενίσει τέτοιο υπόδικο ούτε είχαν παραστεί μάρτυρες τόσης αυτοκυριαρχίας σε άνθρωπο που δικαζότανε για τη ζωή του.
184:3.6 Ο Ιουδαϊκός νόμος απαιτούσε ότι τουλάχιστον δυο μάρτυρες πρέπει να είναι σύμφωνοι για κάποιο θέμα πριν αποδοθεί κατηγορία σε κάποιον υπόδικο[15]. Ο Ιούδας δεν μπορούσε να χρησιμεύσει σαν μάρτυρας κατά του Ιησού γιατί ο Ιουδαϊκός νόμος απαγόρευε τη μαρτυρία ειδικά ενός προδότη. Περισσότεροι από καμιά εικοσαριά ψευδομάρτυρες ήταν έτοιμοι να μαρτυρήσουν κατά του Ιησού, αλλά η κατάθεσή τους ήταν τόσο αντιφατική και τόσο φανερά κατασκευασμένη που τα ίδια τα μέλη του Σανχεντρίν ντρεπόντουσαν πολύ από την παρουσίαση. Ο Ιησούς στάθηκε εκεί, κοιτάζοντας ευγενικά τους ψευδομάρτυρες αυτούς, και η ήρεμη έκφρασή του τους μπέρδεψε. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ψευδούς μαρτυρίας ο Κύριος δεν είπε λέξη. Δεν απάντησε στις πολλές ψεύτικες κατηγορίες τους.
184:3.7 Την πρώτη φορά που δυο από τους μάρτυρές τους πλησίασαν κοντά και συμφώνησε η κατάθεσή τους ήταν όταν δυο άνδρες κατέθεσαν ότι είχαν ακούσει τον Ιησού να λέγει, στην πορεία μιας ομιλίας του στο ναό, ότι θα «κατέστρεφε το ναό που είχε κάνει με τα χέρια του και σε τρεις μέρες θα έφτιαχνε άλλο ναό χωρίς χέρια»[16][17]. Αυτό δεν ήταν εκείνο ακριβώς που είπε ο Ιησούς, αδιάφορα από το γεγονός ότι υποδείκνυε το δικό του σώμα όταν έκανε το σχόλιο στο οποίο αναφέρθηκαν.
184:3.8 Αν και ο αρχιερέας φώναξε στον Ιησού, «Δεν απαντάς σε καμία από αυτές τις κατηγορίες;», ο Ιησούς δεν άνοιξε το στόμα του[18]. Στεκόταν εκεί αμίλητος ενώ όλοι οι ψευδομάρτυρες κατέθεταν. Μίσος, φανατισμός και ασυνείδητη υπερβολή χαρακτήριζε τα λόγια των ψευδομαρτύρων σε τέτοιο βαθμό που η κατάθεσή τους υπέπεσε σε αντιφάσεις. Η καλύτερη αναίρεση των ψευδών κατηγοριών τους ήταν η ήρεμη και μεγαλειώδης σιωπή του Κυρίου.
184:3.9 Λίγο μετά το ξεκίνημα των καταθέσεων των ψευδομαρτύρων, ο Άννας έφτασε και πήρε τη θέση του δίπλα στον Καϊάφα. Ο Άννας λοιπόν σηκώθηκε και είπε ότι αυτή η απειλή του Ιησού να καταστρέψει το ναό ήταν αρκετή για να βεβαιώσει τρεις κατηγορίες εναντίον του:[19]
184:3.10 1. Ότι ήταν επικίνδυνος συκοφάντης για το λαό. Ότι τους δίδασκε αδύνατα πράγματα και τους εξαπατούσε με διαφορετικούς τρόπους.
184:3.11 2. Ότι ήταν φανατικός επαναστάτης επειδή συνηγόρησε ότι θα επιτεθεί με βάναυσα χέρια στον ιερό ναό, διαφορετικά πώς θα μπορούσε να τον καταστρέψει;
184:3.12 3. Ότι δίδασκε μαγεία καθόσον υποσχέθηκε να χτίσει ένα καινούργιο ναό, και μάλιστα χωρίς χέρια.
184:3.13 Όλο το σώμα των Σανχεντρίν συμφώνησε ήδη ότι ο Ιησούς ήταν ένοχος της ποινής του θανάτου για παράβαση των Ιουδαϊκών νόμων, αλλά τώρα ασχολήθηκαν περισσότερο με την ανάπτυξη κατηγοριών σχετικά με τη συμπεριφορά και τη διδασκαλία του, οι οποίες θα δικαιολογούσαν να απαγγείλει ο Πιλάτος την καταδίκη σε θάνατο του υποδίκου τους. Γνώριζαν ότι έπρεπε να εξασφαλίσουν τη συγκατάθεση του Ρωμαίου κυβερνήτη πριν θανατώσουν νόμιμα τον Ιησού. Και ο Άννας ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει τη διαδικασία, κάνοντας να φανεί ότι ο Ιησούς ήταν ένας επικίνδυνος διδάσκαλος για να είναι ελεύθερος ανάμεσα στο λαό.
184:3.14 Ο Καϊάφας όμως δεν μπορούσε άλλο να υποφέρει το θέαμα του Κυρίου που στεκόταν εκεί σε τέλεια ηρεμία και αδιατάρακτη σιωπή. Σκέφτηκε πως γνώριζε τουλάχιστον ένα τρόπο με τον οποίο ο κατάδικος θα πειθόταν να μιλήσει. Συνεπώς, όρμηξε προς το μέρος του Ιησού και, κουνώντας απειλητικά το δάκτυλό του στο πρόσωπο του Κυρίου, είπε: «Σ’ εξορκίζω στο όνομα του ζωντανού Θεού, να μας πεις αν είσαι ο Λυτρωτής, ο Γιος του Θεού». Ο Ιησούς απάντησε στον Καϊάφα: «Είμαι. Σύντομα θα πάω στον Πατέρα, και χωρίς καθυστέρηση ο Γιος του Ανθρώπου θα ενδυθεί με δύναμη και θα βασιλεύσει πάλι πάνω στα ουράνια πνεύματα»[20].
184:3.15 Όταν ο αρχιερέας άκουσε τον Ιησού να εκστομίζει αυτά τα λόγια, θύμωσε υπερβολικά και ξεσκίζοντας τα ρούχα του, αναφώνησε: «Τι ανάγκη περαιτέρω έχουμε από μάρτυρες; Προσέξτε, τώρα μόλις ακούσατε όλοι τη βλασφημία του ανθρώπου αυτού. Τι σκέφτεστε ότι πρέπει να γίνει με αυτό τον παραβάτη και βλάσφημο;»[21]. Και όλοι αποκρίθηκαν ομόφωνα, «Του αξίζει ο θάνατος, να σταυρωθεί».[22]
184:3.16 Ο Ιησούς δεν έδειξε ενδιαφέρον για καμία ερώτηση που του έγινε όταν ήταν ενώπιον του Άννα ή των υπολοίπων μελών του Σανχεντρίν εκτός από την ερώτηση τη σχετική με την αποστολή του. Όταν ρωτήθηκε αν ήταν ο Γιος του Θεού, αμέσως και χωρίς αμφιβολία απάντησε καταφατικά.
184:3.17 Ο Άννας επιθυμούσε να προχωρήσει η δίκη παρακάτω, και να διατυπωθούν καθοριστικές κατηγορίες σχετικά με τη σχέση του Ιησού προς το Ρωμαϊκό νόμο και τους Ρωμαϊκούς θεσμούς για να παρουσιαστεί στη συνέχεια στον Πιλάτο. Οι σύνεδροι ανυπομονούσαν να τελειώνουν γρήγορα με την υπόθεση, όχι μόνο επειδή ήταν η προπαρασκευαστική μέρα για το Πάσχα και δεν έπρεπε να γίνεται καμία κοσμική εργασία μετά το μεσημέρι, αλλά επίσης επειδή φοβόντουσαν ότι ο Πιλάτος θα επέστρεφε στη Ρωμαϊκή πρωτεύουσα της Ιουδαίας, την Καισάρεια, αφού βρισκόταν στην Ιερουσαλήμ μόνο για το γιορτασμό του Πάσχα.
184:3.18 Ο Άννας όμως δεν κατόρθωσε να κρατήσει τον έλεγχο στο δικαστήριο. Μετά την τόσο απροσδόκητη απάντηση του Ιησού στον Καϊάφα, ο αρχιερέας, κατευθύνθηκε προς αυτόν και τον κτύπησε στο πρόσωπο με το χέρι του. Ο Άννας σοκαρίστηκε αληθινά όταν τα άλλα μέλη του δικαστηρίου, βγαίνοντας από το δωμάτιο, έφτυσαν τον Ιησού στο πρόσωπο και πολλοί τον χαστούκισαν χλευαστικά με τις παλάμες τους. Και έτσι με αταξία και τόσο εξωφρενική αναταραχή έληξε η πρώτη συνεδρίαση της δίκης του Ιησού από το Σανχεντρίν, στις τέσσερις και μισή.
184:3.19 Τριάντα προκατειλημμένοι και τυφλωμένοι από την παράδοση ψεύτικοι δικαστές, με ψευδομάρτυρες, τολμούν να δικάσουν το δίκαιο Δημιουργό του σύμπαντος. Και οι παθιασμένοι αυτοί κατήγοροι εξοργίστηκαν από τη μεγαλειώδη σιωπή και την έξοχη συμπεριφορά του Θεανθρώπου. Η σιωπή του είναι φοβερή να την υπομείνεις. Ο λόγος του είναι άφοβα ανυπάκουος. Είναι ασυγκίνητος από τις απειλές τους και ατρόμητος στις επιθέσεις τους. Ο άνθρωπος φέρνει σε δίκη το Θεό, αλλά ακόμα και τότε αυτός τους αγαπάει και θα τους έσωζε αν μπορούσε.
184:4.1 Ο Ιουδαϊκός νόμος απαιτούσε, σε περίπτωση θανατικής καταδίκης, να υπάρχουν δυο συνεδριάσεις του δικαστηρίου. Η δεύτερη συνεδρίαση θα συγκαλείτο την ημέρα που ακολουθούσε την πρώτη, και ο ενδιάμεσος χρόνος θα περνούσε με νηστεία και προσευχή των μελών του δικαστηρίου. Οι άνδρες αυτοί όμως δεν μπορούσαν να περιμένουν μέχρι την επομένη για την επικύρωση της απόφασής τους, ότι ο Ιησούς έπρεπε να πεθάνει. Περίμεναν μόνο μια ώρα. Εν τω μεταξύ ο Ιησούς αφέθηκε στην αίθουσα των ακροάσεων με τη συνοδεία των φρουρών του ναού, οι οποίοι, με τους υπηρέτες του αρχιερέα, διασκέδαζαν ξεστομίζοντας κάθε είδους προσβολή στο Γιο του ανθρώπου. Τον κορόιδευαν, τον έφτυναν και τον γρονθοκοπούσαν ανελέητα. Τον χτυπούσαν στο πρόσωπο με μια ράβδο και μετά έλεγαν, «Προφήτεψε σε μας, εσύ ο Λυτρωτής, ποιος σε χτύπησε». Και έτσι συνέχιζαν επί μία γεμάτη ώρα, βρίζοντας και εξευτελίζοντας αυτόν τον μη ανθιστάμενο άνθρωπο από τη Γαλιλαία[23].
184:4.2 Όλη αυτή την τραγική ώρα του πόνου και των εμπαιγμών ενώπιον των αμαθών και αναίσθητων φρουρών και υπηρετών, ο Ιωάννης Ζεβεδαίος περίμενε μόνος κι έντρομος σ’ ένα διπλανό δωμάτιο. Όταν πρωτάρχισαν οι βρισιές, ο Ιησούς υπέδειξε στον Ιωάννη, με ένα νεύμα του κεφαλιού του, ότι έπρεπε να αποσυρθεί. Ο Κύριος γνώριζε καλά ότι, αν επέτρεπε στον απόστολό του να παραμείνει στο δωμάτιο και να παρευρεθεί σ’ αυτές τις προσβολές, θα είχε προκληθεί τόσο έντονο συναίσθημα προσβολής στον Ιωάννη και θα προκαλούσε ένα τέτοιο ξέσπασμα διαμαρτυρίας που πιθανόν να είχε σαν αποτέλεσμα το θάνατό του.
184:4.3 Όλη αυτή την τρομακτική ώρα ο Ιησούς δεν έβγαλε λέξη. Σε αυτή την ευγενική και ευαίσθητη ψυχή του ανθρώπινου είδους, ενωμένη σε προσωπική συγγένεια με το Θεό όλου του σύμπαντος, δεν υπήρχε πιο πικρό τμήμα στο ποτήρι της ταπείνωσης από αυτή τη φοβερή ώρα στο έλεος των αγράμματων και ανελέητων φρουρών και υπηρετών, που είχαν ερεθιστεί με το να τον κακοποιούν κατά το παράδειγμα των μελών του υποτιθέμενου δικαστηρίου Σανχεντρίν.
184:4.4 Η ανθρώπινη καρδιά δεν μπορεί πιθανόν να φανταστεί το ρίγος της αγανάκτησης που διαπερνούσε ένα τεράστιο σύμπαν ουρανίων δυνάμεων, που ήταν αυτόπτες μάρτυρες του θεάματος του αγαπημένου τους Άρχοντα, που υποτασσόταν στο θέλημα των αδαών και παραπλανημένων δημιουργημάτων του, πάνω στη σκοτεινή από την αμαρτία σφαίρα της δύσμοιρης Ουράντια.
184:4.5 Ποιο είναι αυτό το ζωώδες γνώρισμα του ανθρώπου που τον οδηγεί να θέλει να προσβάλλει και να βιάζει σωματικά εκείνο που δεν μπορεί να φτάσει πνευματικά ή να πετύχει διανοητικά; Στον μισο-πολιτισμένο άνθρωπο παραφυλάει ακόμη μια μοχθηρή κτηνωδία που προσπαθεί να ξεσπάει πάνω σε εκείνους που είναι ανώτεροι σε γνώση και πνευματικά επιτεύγματα. Παρατηρείστε τη μοχθηρή τραχύτητα και την κτηνώδη θηριωδία των υποτιθέμενων πολιτισμένων ανθρώπων πώς αποκομίζουν ιδιαίτερη μορφή ζωώδους ευχαρίστησης από την επίθεση πάνω στο Γιο του Ανθρώπου που δεν έφερε αντίσταση. Καθώς αυτοί προσβάλλουν, σαρκάζουν και επιτίθενται με αγριότητα στον Ιησού, αυτός δεν υπερασπιζόταν τον εαυτό του αλλά δεν ήταν ανυπεράσπιστος. Ο Ιησούς δεν ήταν νικημένος, σχεδόν ασυναγώνιστος κατά την υλική έννοια.
184:4.6 Αυτά είναι τα λεπτά της μεγαλύτερης νίκης του Κυρίου σε όλη τη μακριά και γεμάτη γεγονότα σταδιοδρομία του σαν δημιουργού, υπερασπιστή και σωτήρα ενός ευρύτατου και εκτεταμένου σύμπαντος. Έχοντας ζήσει μέχρι τέλους τη ζωή του αποκαλυμμένου Θεού προς τον άνθρωπο, ο Ιησούς ανέλαβε να κάνει τώρα μια καινούργια και πρωτάκουστη αποκάλυψη του ανθρώπου προς το Θεό. Ο Ιησούς αποκαλύπτει τώρα στον κόσμο τον τελικό θρίαμβο πάνω σε όλους του φόβους απομόνωσης της προσωπικότητας του δημιουργήματος. Ο Γιος του ανθρώπου κατόρθωσε οριστικά να αναγνωριστεί σαν Γιος του Θεού. Ο Ιησούς δεν διστάζει να βεβαιώσει ότι αυτός και ο Πατέρας είναι ένα[24][25]. Και με βάση το γεγονός και την αλήθεια αυτής της ύψιστης και ουράνιας εμπειρίας, παροτρύνει κάθε πιστό της βασιλείας να γίνει ένα με αυτόν, όπως αυτός και ο Πατέρας είναι ένα. Η ζωντανή εμπειρία στη θρησκεία του Ιησού γίνεται έτσι η σίγουρη και ασφαλής τεχνική απ’ όπου οι πνευματικά απομονωμένοι και κοσμικά μοναχικοί θνητοί της γης μπορούν να αποφύγουν την απομόνωση, με όλα τα συνεπακόλουθα αισθήματα του φόβου και της αδυναμίας. Στην αδελφική πραγματικότητα της βασιλείας των ουρανών τα πιστά παιδιά του Θεού βρίσκουν τελικά τη λύτρωση από την απομόνωση του εαυτού, προσωπική και πλανητική. Ο πιστός που γνωρίζει το Θεό βιώνει σταδιακά την έκσταση και το μεγαλείο της πνευματικής κοινωνικοποίησης σε ένα σύμπαν με κλιμακωτά πολιτικά δικαιώματα στον ουρανό , σε συνδυασμό με την αιώνια πραγματικότητα του θεϊκού πεπρωμένου της επίτευξης της τελειότητας.
184:5.1 Στις πεντέμισι το δικαστήριο συνεκλήθη εκ νέου, και ο Ιησούς οδηγήθηκε στο παρακείμενο δωμάτιο, όπου περίμενε ο Ιωάννης. Εδώ οι Ρωμαίοι στρατιώτες και οι φρουροί του ναού φύλαγαν τον Ιησού ενώ το δικαστήριο άρχισε τη διατύπωση των κατηγοριών που θα υποβαλλόντουσαν στον Πιλάτο[26]. Ο Ιούδας ήταν παρών κατά τη διάρκεια της δεύτερης σύσκεψης του δικαστηρίου, αλλά δεν κατέθεσε.
184:5.2 Η συνεδρίαση αυτή του δικαστηρίου διήρκεσε μόνο μισή ώρα, και όταν διέκοψαν για να παραστούν ενώπιον του Πιλάτου, είχαν εκδώσει το κατηγορητήριο του Ιησού, ότι ήταν ένοχος θανάτου, αποτελούμενο από τρία κύρια σημεία:
184:5.3 1. Ήταν διαφθορέας του Ιουδαϊκού έθνους. Εξαπατούσε το λαό και τους υποκινούσε σε επανάσταση.
184:5.4 2. Δίδασκε το λαό να αρνείται να πληρώνει φόρο στον Καίσαρα.
184:5.5 3. Με το να ισχυρίζεται ότι ήταν βασιλιάς και ιδρυτής ενός νέου είδους βασιλείας, υποκινούσε την προδοσία στο πρόσωπο του αυτοκράτορα.
184:5.6 Η όλη διαδικασία ήταν παράτυπη και εντελώς αντίθετη προς τους Ιουδαϊκούς νόμους. Δυο μάρτυρες δεν συμφώνησαν σε κανένα ζήτημα εκτός από εκείνους που κατέθεσαν σχετικά με την αναφορά του Ιησού για την καταστροφή του ναού και την ανακατασκευή του σε τρεις μέρες. Και ακόμα, αναφορικά με εκείνο το θέμα, κανένας μάρτυρας δεν υπήρξε υπεράσπιση, και ούτε ο Ιησούς ζήτησε να εξηγήσει το προτιθέμενο νόημα.
184:5.7 Το μόνο σημείο, για το οποίο το δικαστήριο τον καταδίκασε, ήταν η βλασφημία, και αυτό εναπέκειτο εξ ολοκλήρου στην κατάθεση του δικαστηρίου. Ακόμα και σε σχέση με τη βλασφημία, δεν κατόρθωσαν να πάρουν μια επίσημη ψήφο για την καταδίκη σε θάνατο.
184:5.8 Και τώρα τόλμησαν να διατυπώσουν τρεις κατηγορίες, με τις οποίες θα παρουσιαζόντουσαν ενώπιον του Πιλάτου, για τις οποίες δεν είχε καταθέσει κανένας μάρτυρας και οι οποίες συμφωνήθηκαν, ενώ ο κατηγορούμενος φυλακισμένος ήταν απών. Όταν έγινε αυτό, τρεις από τους Φαρισαίους αποχώρησαν. Ήθελαν να δουν τον Ιησού να πεθαίνει, αλλά δεν ήθελαν να διατυπώσουν κατηγορίες εναντίον του χωρίς μάρτυρες και εν τη απουσία του.
184:5.9 Ο Ιησούς δεν παρουσιάστηκε ξανά ενώπιον του δικαστηρίου Σανχεντρίν. Δεν ήθελαν να κοιτάξουν ξανά το πρόσωπό του καθώς καταδίκαζαν την αθώα ζωή του. Ο Ιησούς δεν γνώριζε (σαν άνθρωπος) τις επίσημες κατηγορίες τους έως ότου τις άκουσε να τις εκφωνεί ο Πιλάτος.
184:5.10 Ενώ ο Ιησούς βρισκόταν στο δωμάτιο με τον Ιωάννη και τους φρουρούς, και ενώ το δικαστήριο βρισκόταν στη δεύτερη συνεδρία του, μερικές γυναίκες από το παλάτι του αρχιερέα, μαζί με τους φίλους τους, ήρθαν για να δουν τον παράξενο κατάδικο, και μια από αυτές τον ρώτησε, «Είσαι ο Μεσσίας, ο Γιος του Θεού;»[27]. Και ο Ιησούς απάντησε: «Αν σας πω δεν θα με πιστέψετε και αν σας ρωτήσω δεν θα απαντήσετε».
184:5.11 Στις έξι εκείνο το πρωί ο Ιησούς οδηγήθηκε από το σπίτι του Καϊάφα για να παρουσιαστεί ενώπιον του Πιλάτου για επιβεβαίωση της θανατικής καταδίκης την οποία το δικαστικό σώμα των Σανχεντρίν είχε τόσο άδικα και παράνομα αποφασίσει[28].
Εγγραφο 183. Η ΠΡΟΔΟΣΙΑ ΚΑΙ Η ΣΥΛΛΗΨΗ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 185. Η ΔΙΚΗ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΠΙΛΑΤΟΥ |