© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 184. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 186. ΑΜΕΣΩΣ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ |
185:0.1 Λίγο μετά τις έξι το πρωί της Παρασκευής, 7 Απριλίου 30 μ.Χ., ο Ιησούς μεταφέρθηκε ενώπιον του Πιλάτου, του Ρωμαίου έπαρχου που κυβερνούσε την Ιουδαία, τη Σαμάρεια και την Ιδουμαία κάτω από την άμεση επίβλεψη του Ρωμαίου κυβερνήτη της Συρίας. Ο Κύριος οδηγήθηκε ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτη από τους φρουρούς του ναού, δεμένος και συνοδευόταν από πενήντα περίπου κατηγόρους, συμπεριλαμβανομένου του σώματος των Σανχεντρίν (κυρίως Σαδδουκαίους), τον Ιούδα τον Ισκαριώτη και τον αρχιερέα Καϊάφα, και από τον απόστολο Ιωάννη. Ο Άννας δεν παρουσιάστηκε ενώπιον του Πιλάτου.
185:0.2 Ο Πιλάτος είχε σηκωθεί και ήταν έτοιμος να υποδεχτεί την ομάδα αυτή των πρωινών επισκεπτών, όντας ενημερωμένος από εκείνους που είχαν εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή του το προηγούμενο βράδυ, για να χρησιμοποιήσουν τους Ρωμαίους στρατιώτες στη σύλληψη του Γιου του Ανθρώπου, ότι θα έφερναν τον Ιησού ενώπιόν του νωρίς το πρωί. Η δική είχε οριστεί να λάβει χώρα μπροστά από το πραιτώριο, μια προσθήκη στο φρούριο της Αντώνια, όπου ο Πιλάτος και η σύζυγός του είχαν κάνει αρχηγείο τους όταν σταμάτησαν στην Ιερουσαλήμ.
185:0.3 Αν και ο Πιλάτος διεξήγαγε μεγάλο μέρος της ανάκρισης του Ιησού μέσα στις αίθουσες του πραιτωρίου, η δημόσια δίκη έγινε έξω στα σκαλοπάτια που οδηγούσαν στην κύρια είσοδο[1]. Αυτό ήταν μια παραχώρηση προς τους Ιουδαίους, που αρνιόντουσαν να εισέλθουν σε οποιοδήποτε κτίριο των εθνικών, όπου μπορεί να χρησιμοποιούσαν μαγιά την ημέρα αυτή της προετοιμασίας για το Πάσχα. Τέτοια συμπεριφορά θα τους καθιστούσε όχι μόνο ακάθαρτους και ως εκ τούτου θα τους εμπόδιζε να συμμετάσχουν στην απογευματινή γιορτή των ευχαριστιών, αλλά θα τους εξανάγκαζε να υποστούν τελετουργίες καθαρμού μετά τη δύση του ήλιου, προτού αποκτήσουν το δικαίωμα να συμμετάσχουν στο δείπνο του Πάσχα.
185:0.4 Καίτοι αυτοί οι Ιουδαίοι δεν ενοχλούντο καθόλου από τη συνείδησή τους, καθώς μηχανορραφούσαν για να πετύχουν το δικαστικό φόνο του Ιησού, ήταν παρ’ όλα αυτά προσεκτικοί, αναφορικά με αυτά τα θέματα της τελετουργικής καθαρότητας και της παραδοσιακής ομαλότητας. Και οι Ιουδαίοι δεν ήταν οι μόνοι που απέτυχαν να αναγνωρίσουν τις ουράνιες και ιερές υποχρεώσεις μιας θεϊκής φύσης, ενώ έδιναν σχολαστική προσοχή σε πράγματα μηδαμινής σημασίας για την ανθρώπινη ευημερία μέσα στο χρόνο και την αιωνιότητα.
185:1.1 Αν ο Πόντιος Πιλάτος δεν είχε υπάρξει ένας μετριοπαθής καλός κυβερνήτης των ελασσόνων επαρχιών, ο Τιβέριος μετά βίας θα τον άφηνε να παραμένει έπαρχος της Ιουδαίας επί δέκα χρόνια. Αν και ήταν ένας αρκετά καλός διοικητής, ήταν ηθικά δειλός. Δεν ήταν αρκετά μεγάλος άνδρας για να καταλάβει τη φύση του καθήκοντός του σαν κυβερνήτη των Ιουδαίων. Απέτυχε να αντιληφθεί το γεγονός ότι οι Εβραίοι είχαν μια αληθινή θρησκεία, μια πίστη για την οποία ήταν πρόθυμοι να πεθάνουν, και ότι εκατομμύρια εκατομμυρίων από αυτούς, σκορπισμένοι εδώ κι εκεί σε όλη την αυτοκρατορία, θεωρούσαν την Ιερουσαλήμ σαν τον ιερό τόπο της πίστης τους και εκτιμούσαν το Σανχεντρίν σαν το ανώτατο δικαστήριο στη γη.
185:1.2 Ο Πιλάτος δεν αγαπούσε τους Ιουδαίους, και αυτή η βαθιά εδραιωμένη έχθρα άρχισε να εκδηλώνεται από νωρίς. Από όλες τις Ρωμαϊκές επαρχίες, καμία δεν ήταν περισσότερο δύσκολη στη διακυβέρνηση από την Ιουδαία. Ο Πιλάτος δεν κατάλαβε ποτέ αληθινά τα προβλήματα που προέκυπταν από τη διαχείριση των Ιουδαίων και, επομένως, πολύ γρήγορα κατά τη διάρκεια που διετέλεσε κυβερνήτης, διέπραξε μια σειρά σχεδόν μοιραίων και παρ’ ολίγον φονικών γκαφών. Και ήταν οι γκάφες αυτές που έδωσαν τόση δύναμη στους Ιουδαίους επάνω του. Όταν ήθελαν να επηρεάσουν τις αποφάσεις του, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να απειλήσουν με μια εξέγερση και ο Πιλάτος αμέσως συνθηκολογούσε. Και αυτή η προφανής αναποφασιστικότητα ή έλλειψη ηθικού αναστήματος, του έπαρχου οφειλόταν κυρίως στην ανάμνηση ενός πλήθους αντιπαραθέσεων που είχε παλαιότερα με τους Ιουδαίους και επειδή κάθε φορά τον είχαν κατά τον χειρότερο τρόπο συντρίψει. Οι Ιουδαίοι γνώριζαν ότι ο Πιλάτος τους φοβόταν και φοβόταν για τη θέση του μπροστά στον Τιβέριο, και αυτοί χρησιμοποιούσαν αυτή τη γνώση, φέρνοντας σε πολύ μειονεκτική θέση τον κυβερνήτη, σε πολλές περιστάσεις.
185:1.3 Η δυσαρέσκεια του Πιλάτου για τους Ιουδαίους προερχόταν από έναν αριθμό άτυχων αντιπαραθέσεων. Πρώτον, απέτυχε να πάρει σοβαρά τη βαθιά εδραιωμένη προκατάληψή τους εναντίον όλων των εικόνων σαν συμβόλων ειδωλολατρικής λατρείας. Συνεπώς επέτρεψε στους στρατιώτες του να εισβάλλουν στην Ιερουσαλήμ χωρίς να αφαιρέσουν τις εικόνες του Καίσαρα από τα λάβαρά τους, όπως ήταν πρακτική των Ρωμαίων στρατιωτών από τους προκατόχους του. Μια μεγάλη αντιπροσωπεία Ιουδαίων περίμενε τον Πιλάτο επί πέντε μέρες, εκλιπαρώντας τον να αφαιρέσει τις εικόνες αυτές από τα στρατιωτικά λάβαρα. Αρνήθηκε απερίφραστα να υποχωρήσει στην παράκλησή τους και τους απείλησε με άμεσο θάνατο. Ο ίδιος ο Πιλάτος, όντας σκεπτικιστής, δεν κατάλαβε ότι οι άνθρωποι με βαθιά θρησκευτικά αισθήματα δεν δίσταζαν να πεθάνουν για τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Και έτσι φοβήθηκε όταν οι Ιουδαίοι παρατάχθηκαν απείθαρχα μπροστά στο παλάτι του, έσκυψαν το κεφάλι τους στο έδαφος και προειδοποίησαν ότι ήταν έτοιμοι να πεθάνουν. Ο Πιλάτος κατάλαβε τότε ότι είχε κάνει μια απειλή την οποία δεν ήταν πρόθυμος να εκτελέσει. Υποχώρησε, διέταξε να αφαιρέσουν τις εικόνες από τα λάβαρα των στρατιωτών της Ιερουσαλήμ, και από εκείνη την ημέρα βρέθηκε σε μεγάλο βαθμό υποχείριο των παραξενιών των Ιουδαίων αρχηγών, που με αυτό τον τρόπο ανακάλυψαν την αδυναμία του να κάνει απειλές τις οποίες φοβόταν να εκτελέσει.
185:1.4 Ο Πιλάτος στη συνέχεια αποφάσισε να κερδίσει πάλι το χαμένο κύρος του και έτσι τοποθέτησε τους θυρεούς του αυτοκράτορα, όπως συνήθιζαν να χρησιμοποιούν στη λατρεία του Καίσαρα, στα τείχη του ανακτόρου του Ηρώδη στην Ιερουσαλήμ. Όταν οι Ιουδαίοι διαμαρτυρήθηκαν, ήταν ανένδοτος. Όταν αρνήθηκε να ακούσει τις διαμαρτυρίες τους, αυτοί έκαναν γρήγορα έκκληση στη Ρώμη και ο αυτοκράτορας διέταξε να αφαιρεθούν αμέσως οι θυρεοί. Και τότε είχαν τον Πιλάτο σε λιγότερη υπόληψη από πρωτύτερα.
185:1.5 Κάτι άλλο που τον έφερε σε μεγάλη δυσμένεια στους Ιουδαίους ήταν ότι τόλμησε να πάρει χρήματα από το ταμείο του ναού για να πληρώσει την κατασκευή ενός νέου υδραγωγείου ώστε να εφοδιάσει με περισσότερο νερό τα εκατομμύρια επισκεπτών της Ιερουσαλήμ την εποχή των μεγάλων θρησκευτικών εορτών. Οι Ιουδαίοι διατηρούσαν την πεποίθηση ότι μόνο το Σανχεντρίν μπορούσε να δαπανήσει τα έσοδα του ναού, και δεν έπαψαν ποτέ να καταφέρονται κατά του Πιλάτου για τη θρασύτατη διακυβέρνησή του. Καμιά εκατοστή βίαιες στάσεις και αιματοχυσίες προκλήθηκαν από αυτή την απόφαση. Το τελευταίο από αυτά τα σοβαρά ξεσπάσματα είχε να κάνει με τη σφαγή μιας μεγάλης ομάδας Γαλιλαίων καθώς αυτοί προσεύχονταν στο βωμό.
185:1.6 Είναι σημαντικό ότι, ενώ αυτός ο αμφιταλαντευόμενος Ρωμαίος κυβερνήτης θυσίασε τον Ιησού από το φόβο του για τους Ιουδαίους και για να προστατεύσει τη θέση του, τελικά εκθρονίστηκε, εξ αιτίας της αχρείαστης σφαγής των Σαμαρειτών σε συνδυασμό με την πρόφαση του ψεύτικου Μεσσία, επειδή έστειλε στρατεύματα στο Όρος Γεριζίμ, όπου ισχυριζόταν ότι ήταν θαμμένη η Κιβωτός της Διαθήκης. Και ξέσπασαν άγριες διαδηλώσεις όταν απέτυχε να αποκαλύψει τη μυστική θέση της ιερής Κιβωτού, όπως είχε υποσχεθεί. Εξ αιτίας αυτού του επεισοδίου ο κυβερνήτης της Συρίας διέταξε την επιστροφή του Πιλάτου στη Ρώμη. Ο Τιβέριος πέθανε ενόσω ο Πιλάτος όδευε προς τη Ρώμη, και δεν ξανατοποθετήθηκε έπαρχος της Ιουδαίας. Ποτέ δεν συνήλθε από τη θλιβερή αποδοκιμασία ότι είχε συγκατανεύσει στη σταύρωση του Ιησού. Κι επειδή δεν είχε την εύνοια του νέου αυτοκράτορα, αποσύρθηκε στην επαρχία της Λωζάννης, όπου στη συνέχεια αυτοκτόνησε.
185:1.7 Η Κλαυδία Πρόκουλα, η γυναίκα του Πιλάτου, είχε ακούσει πολλά για τον Ιησού από τις πληροφορίες της παρακοιμώμενης δούλας της, που ήταν Φοίνισσα πιστή του ευαγγελίου της βασιλείας. Μετά το θάνατο του Πιλάτου, η Κλαυδία καταφανώς ασχολήθηκε με τη διάδοση των καλών νέων.
185:1.8 Και όλα αυτά εξηγούν πολύ αυτά που συνέβησαν αυτό το τραγικό απόγευμα της Παρασκευής. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι Ιουδαίοι τόλμησαν να διατάξουν τον Πιλάτο – να τον σηκώσουν από τις έξι για να δικάσει τον Ιησού – και γιατί επίσης δεν δίστασαν να τον απειλήσουν ότι θα τον κατηγορούσαν για προδοσία στον αυτοκράτορα αν τολμούσε να αρνηθεί την απαίτησή τους για το θάνατο του Ιησού.
185:1.9 Ένας αξιόλογος Ρωμαίος κυβερνήτης που δεν είχε ανακατευθεί με μειονεκτικό τρόπο με τους άρχοντες των Ιουδαίων δεν θα επέτρεπε ποτέ στους διψασμένους για αίμα φανατικούς της θρησκείας να φέρουν κοντά στο θάνατο έναν άνθρωπο, τον οποίο ο ίδιος είχε ανακοινώσει αθώο των ψευδών κατηγοριών τους και χωρίς παράπτωμα. Η Ρώμη έκανε μια μεγάλη γκάφα, ένα σφάλμα μεγάλης σημασίας για τις ανθρώπινες υποθέσεις, όταν απέστειλε το μετριοπαθή Πιλάτο να κυβερνήσει την Παλαιστίνη. Ο Τιβέριος θα έπρεπε να είχε στείλει στους Ιουδαίους τον καλύτερο επαρχιακό διοικητή της αυτοκρατορίας.
185:2.1 Όταν ο Ιησούς και οι κατήγοροί του μαζεύτηκαν μπροστά στην ανακριτική αίθουσα του Πιλάτου, ο Ρωμαίος κυβερνήτης βγήκε έξω και απευθυνόμενος στην ομάδα που είχε συγκεντρωθεί, ρώτησε, «Ποια κατηγορία φέρετε εναντίον του ανθρώπου αυτού;»[2]. Οι Σαδδουκαίοι και οι σύνεδροι που είχαν αναλάβει να εξολοθρεύσουν τον Ιησού, αποφάσισαν να πάνε μπροστά στον Πιλάτο και να ζητήσουν την επιβεβαίωση της καταδικαστικής απόφασης που είχε απαγγελθεί στον Ιησού, χωρίς να παρουσιάσουν εθελοντικά καμία οριστική κατηγορία. Έτσι ο εκπρόσωπος του δικαστικού σώματος των Σανχεντρίν αποκρίθηκε στον Πιλάτο: «αν ο άνθρωπος αυτός δεν ήταν κακοποιός, δεν θα τον παραδίδαμε σε σένα».
185:2.2 Όταν ο Πιλάτος παρατήρησε πως αυτοί ήταν απρόθυμοι να εκφράσουν κατηγορία κατά του Ιησού, αν και ήξερε ότι όλη τη νύχτα ήταν απασχολημένοι με συσκέψεις σχετικά με την ενοχή του, τους απάντησε: «Εφόσον δεν συμφωνήσατε σε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία, γιατί δεν παίρνετε τον άνθρωπο αυτό και να τον δικάσετε σύμφωνα με τους δικούς σας νόμους;».[3]
185:2.3 Τότε μίλησε ο γραμματέας των Σανχεντρίν στον Πιλάτο: «Δεν είναι νόμιμο για μας να θανατώσουμε κανένα, και αυτός ο ταραχοποιός του έθνους μας αξίζει να πεθάνει για πράγματα που είπε και έκανε. Επομένως ήρθαμε μπροστά σε σένα για επιβεβαίωση αυτού του ψηφίσματος»[4].
185:2.4 Το να έρθουν ενώπιον του Ρωμαίου κυβερνήτη με το επιχείρημα αυτό σαν υπεκφυγή, αποκαλύπτει την κακή πρόθεση και την κακή διάθεση των μελών του Σανχεντρίν προς τον Ιησού καθώς επίσης και την έλλειψη σεβασμού προς τη δικαιοσύνη, την τιμή και την αξιοπρέπεια του Πιλάτου. Οποίο θράσος για τους υποτελείς αυτούς πολίτες να εμφανιστούν ενώπιον του επαρχιακού κυβερνήτη ζητώντας την εκτέλεση ψηφίσματος εναντίον ενός ανθρώπου, πριν να του παρέξουν μια τίμια δίκη και χωρίς καν να προτείνουν συγκεκριμένη κατηγορία εναντίον του!
185:2.5 Ο Πιλάτος γνώριζε κάτι από το έργο του Ιησού ανάμεσα στους Ιουδαίους, και υπέθεσε ότι οι κατηγορίες που ίσως είχαν εναντίον του να είχαν να κάνουν με παραβάσεις των Ιουδαϊκών εκκλησιαστικών νόμων. Επομένως προσπάθησε να αναπέμψει την υπόθεση στο δικό τους δικαστήριο. Ξανά, ο Πιλάτος μπήκε στον κόπο να τους ομολογήσει δημόσια ότι δεν είχαν το δικαίωμα να απαγγείλουν και να εκτελέσουν τη θανατική καταδίκη ούτε σε κάποιον από τη δική τους φυλή, τον οποίο συνέβαινε να περιφρονούν και να εχθρεύονται ζηλότυπα.
185:2.6 Λίγες ώρες πρωτύτερα και λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όταν τους έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουν Ρωμαίους στρατιώτες για να επιτύχουν την κρυφή σύλληψη του Ιησού, ο Πιλάτος άκουσε περισσότερα για τον Ιησού και τη διδασκαλία του από τη γυναίκα του, Κλαυδία, που ήταν εν μέρει προσηλυτισμένη στον Ιουδαϊσμό, και η οποία αργότερα έγινε μια γεμάτη ζήλο πιστή του ευαγγελίου του Ιησού.
185:2.7 Ο Πιλάτος θα προτιμούσε να είχε αναβάλει την ακροαματική διαδικασία, αλλά είδε ότι οι Ιουδαίοι αρχηγοί ήταν αποφασισμένοι να προχωρήσουν με την υπόθεση. Ήξερε ότι όχι μόνο βρισκόντουσαν στο πρωινό της προετοιμασίας για το Πάσχα, αλλά και ότι εκείνη την ημέρα, την Παρασκευή, ήταν και η μέρα προετοιμασίας για το Ιουδαϊκό Σάββατο της ανάπαυσης και της λατρείας.
185:2.8 Ο Πιλάτος, όντας έντονα ευαίσθητος με τον ασεβή τρόπο προσέγγισης των Ιουδαίων, δεν ήταν πρόθυμος να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις τους να καταδικάσουν τον Ιησού σε θάνατο χωρίς δίκη. Αφού λοιπόν περίμενε λίγα λεπτά για να παρουσιάσουν τις κατηγορίες τους εναντίον του φυλακισμένου, μετά στράφηκε σ’ αυτούς και είπε: «Δεν θα καταδικάσω τον άνθρωπο αυτό σε θάνατο χωρίς δίκη, ούτε θα δεχτώ να τον ανακρίνω μέχρις ότου παρουσιάσετε τις κατηγορίες εναντίον του γραπτώς».
185:2.9 Όταν ο αρχιερέας και οι άλλοι άκουσαν τον Πιλάτο να λέγει αυτό, έγνεψαν στον γραμματέα του σώματος, που έδωσε στον Πιλάτο τις γραπτές κατηγορίες κατά του Ιησού. Και αυτές οι κατηγορίες ήταν:
185:2.10 Εμείς, στο δικαστήριο του Σανχεντρίν, βρίσκουμε ότι ο άνθρωπος αυτός είναι κακοποιός και διαταράσσει το έθνος μας και είναι ένοχος επειδή:[5]
185:2.11 1. Διαφθείρει το έθνος και εξεγείρει το λαό σε επανάσταση.
185:2.12 2. Απαγορεύει στο λαό να πληρώνει φόρους στον Καίσαρα.
185:2.13 3. Αποκαλεί τον εαυτό του βασιλιά των Ιουδαίων και διδάσκει την ίδρυση μιας καινούργιας βασιλείας.
185:2.14 Ο Ιησούς δεν είχε δικαστεί αξιόπιστα ούτε είχε καταδικαστεί νόμιμα για καμία από αυτές τις κατηγορίες. Ούτε είχε ακούσει τις κατηγορίες αυτές όταν εκφράστηκαν πρώτη φορά, αλλά ο Πιλάτος τον έφερε από το πραιτώριο, όπου τον φύλαγαν οι φρουροί και επέμεινε να επαναληφθούν οι κατηγορίες αυτές και να τις ακούσει ο Ιησούς.
185:2.15 Όταν ο Ιησούς άκουσε τις κατηγορίες, ήξερε καλά ότι δεν είχε ξανακούσει τα θέματα αυτά από το Ιουδαϊκό δικαστήριο, το ίδιο και ο Ιωάννης Ζεβεδαίος και οι κατήγοροί του, αλλά δεν απάντησε για τις ψεύτικες κατηγορίες τους. Ακόμα και όταν ο Πιλάτος του είπε να αντικρούσει τους κατηγόρους του, δεν άνοιξε το στόμα του. Ο Πιλάτος είχε τόσο εκπλαγεί από το ανάρμοστο της όλης διαδικασίας και τόσο εντυπωσιάστηκε από τη σιωπή του Ιησού και το επιβλητικό παρουσιαστικό του, που αποφάσισε να πάρει το φυλακισμένο μέσα στον προθάλαμο και να τον ανακρίνει ιδιαιτέρως.
185:2.16 Ο Πιλάτος είχε μπερδευτεί, από τη μια φοβόταν τους Ιουδαίους και από την άλλη είχε ταραχτεί έντονα το πνεύμα του από το θέαμα του Ιησού, που στεκόταν εκεί με μεγαλοπρέπεια μπροστά στους αιμοδιψείς κατηγόρους του και κοιτάζοντάς τους, όχι περιφρονώντας τους σιωπηλά, αλλά με μια έκφραση αυθεντικής συμπόνιας και θλιμμένης αγάπης.
185:3.1 Ο Πιλάτος πήρε τον Ιησού και τον Ιωάννη Ζεβεδαίο σε μια ιδιαίτερη αίθουσα, αφήνοντας τους φρουρούς έξω στον προθάλαμο, και ζητώντας από τον φυλακισμένο να καθίσει, κάθισε δίπλα του και έκανε αρκετές ερωτήσεις[6]. Ο Πιλάτος άρχισε τη συζήτησή του με τον Ιησού, βεβαιώνοντάς τον ότι δεν πίστευε την πρώτη αποτίμηση εναντίον του: ότι ήταν διαφθορέας του έθνους και υποκινητής επανάστασης. Ύστερα ρώτησε, «Δίδαξες ποτέ να μην πληρώνουν φόρους στον Καίσαρα;»[7]. Ο Ιησούς, δείχνοντας τον Ιωάννη, είπε, «Ρώτησε αυτόν ή κάποιον άλλο άνθρωπο που άκουσε τη διδασκαλία μου». Τότε ο Πιλάτος εξέτασε τον Ιωάννη για το θέμα αυτό των φόρων, και ο Ιωάννης κατάθεσε σχετικά με τη διδασκαλία του Κυρίου του και εξήγησε ότι ο Ιησούς και οι απόστολοί του πλήρωναν φόρους και στον Καίσαρα και στο ναό. Αφού ο Πιλάτος εξέτασε τον Ιωάννη, είπε, «Πρόσεχε να μην πεις σε κανένα ότι μίλησα μαζί σου». Και ο Ιωάννης δεν αποκάλυψε ποτέ αυτό το θέμα.
185:3.2 Μετά ο Πιλάτος στράφηκε πίσω για να εξετάσει τον Ιησού περισσότερο, λέγοντας: «Και τώρα για την τρίτη κατηγορία εναντίον σου, είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων;»[8][9]. Επειδή υπήρχε ένας τόνος πιθανής ειλικρινούς έρευνας στη φωνή του Πιλάτου, ο Ιησούς χαμογέλασε στον έπαρχο και είπε: «Πιλάτε, αυτό το ρωτάς για τον εαυτό σου, ή κάνεις την ερώτηση εκ μέρους των άλλων, των κατηγόρων μου;». Πάνω σε αυτό, με τόνο μερικής αγανάκτησης, ο κυβερνήτης απάντησε: «Είμαι Ιουδαίος; Ο λαός σου και οι αρχιερείς σε παρέδωσαν και μου ζήτησαν να σε καταδικάσω σε θάνατο. Ρωτάω για την αξιοπιστία των κατηγοριών τους και προσπαθώ μόνο να ανακαλύψω για τον εαυτό μου τι έκανες. Πες μου, έχεις πει ότι είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων και προσπάθησες να ιδρύσεις ένα καινούργιο βασίλειο;».
185:3.3 Τότε είπε ο Ιησούς στον Πιλάτο: «Δεν διακρίνεις ότι η βασιλεία μου δεν είναι του κόσμου τούτου; Αν η βασιλεία μου ήταν του κόσμου τούτου, σίγουρα οι μαθητές μου θα πολεμούσαν για να μην παραδοθώ στα χέρια των Ιουδαίων[10]. Η παρουσία μου εδώ μπροστά σου με τα δεσμά αυτά είναι αρκετή για να δείξει σε κάθε άνθρωπο ότι η βασιλεία μου είναι μια πνευματική κυριαρχία, δηλαδή η αδελφότητα των ανθρώπων που, με πίστη και αγάπη, έγιναν παιδιά του Θεού. Και αυτή η σωτηρία είναι και για τους εθνικούς αλλά και για τους Ιουδαίους».
185:3.4 «Τότε τελικά είσαι βασιλιάς;», είπε ο Πιλάτος. Και ο Ιησούς απάντησε: «Ναι, είμαι ένας βασιλιάς και βασίλειό μου είναι η οικογένεια των πιστών παιδιών του Πατέρα μου που είναι στον ουρανό. Για το σκοπό αυτό γεννήθηκα στον κόσμο αυτό, για να δείξω τον Πατέρα μου σε όλο τον κόσμο και να μαρτυρήσω για την αλήθεια του Θεού[11]. Ακόμα και τώρα δηλώνω σε σένα ότι όποιος αγαπάει την αλήθεια ακούει τη φωνή μου»[12].
185:3.5 Τότε είπε ο Πιλάτος, μισοαστεία μισοσοβαρά, «Αλήθεια, τι είναι αλήθεια – ποιος ξέρει;».[13]
185:3.6 Ο Πιλάτος δεν στάθηκε ικανός να βυθομετρήσει τα λόγια του Ιησού, ούτε μπόρεσε να καταλάβει τη φύση της πνευματικής βασιλείας του, αλλά ήταν σίγουρος τώρα ότι ο φυλακισμένος δεν είχε κάνει τίποτε άξιο θανάτου. Ένα κοίταγμα στον Ιησού, πρόσωπο με πρόσωπο, ήταν αρκετό να πείσει ακόμα και τον Πιλάτο ότι αυτός ο ευγενής και κουρασμένος, αλλά μεγαλοπρεπής και ευθυτενής άνδρας δεν ήταν ούτε άγριος ούτε επικίνδυνος επαναστάτης που φιλοδοξούσε να εγκαταστήσει τον εαυτό του στο θρόνο του Ισραήλ. Ο Πιλάτος σκέφτηκε ότι κατάλαβε κάτι από αυτό που εννοούσε ο Ιησούς, όταν αποκαλούσε τον εαυτό του βασιλιά, επειδή ήταν εξοικειωμένος με τη διδασκαλία των Στωικών, που δήλωναν ότι «ο σοφός άνθρωπος είναι βασιλιάς». Ο Πιλάτος πείστηκε πλήρως ότι, αντί να είναι ένας επικίνδυνος στασιαστής, ο Ιησούς δεν ήταν τίποτε περισσότερο ή τίποτε λιγότερο από έναν άκακο οραματιστή, έναν αθώο φανατικό.
185:3.7 Αφού ανέκρινε τον Κύριο, ο Πιλάτος επέστρεψε στους αρχιερείς και τους κατηγόρους του Ιησού και είπε: «Εξέτασα τον άνδρα αυτό, και δεν του βρίσκω παράπτωμα[14]. Δεν πιστεύω ότι είναι ένοχος των κατηγοριών που κάνατε εναντίον του. Πιστεύω ότι πρέπει να αφεθεί ελεύθερος»[15]. Όταν οι Ιουδαίοι άκουσαν αυτό το πράγμα, κινήθηκαν με μεγάλο θυμό, τόσο πολύ που κραύγαζαν ότι ο Ιησούς πρέπει να πεθάνει, και κάποιος από τους Σανχεντρίν ανέβηκε με θράσος δίπλα στον Πιλάτο, λέγοντας: «Αυτός ο άνδρας ξεσηκώνει το λαό, αρχίζοντας από τη Γαλιλαία και συνεχίζοντας σε όλη την Ιουδαία. Είναι πονηρός και κακοποιός. Θα μετανιώσεις πολύ αν αφήσεις τον αχρείο αυτό ελεύθερο».
185:3.8 Ο Πιλάτος πιέστηκε πολύ για να δει τι θα κάνει με τον Ιησού, κι έτσι, όταν τους άκουσε να λένε ότι άρχισε το έργο του από τη Γαλιλαία, σκέφτηκε να αποφύγει την ευθύνη της απόφασης για την υπόθεση, τουλάχιστον να κερδίσει χρόνο για σκέψη, στέλνοντας τον Ιησού να παρουσιαστεί μπροστά στον Ηρώδη, που βρισκόταν τότε στην πόλη για να παραστεί στο Πάσχα[16]. Ο Πιλάτος σκέφτηκε επίσης ότι αυτή η κίνηση θα τον βοηθούσε να εξομαλύνει μερικά πικρά αισθήματα που υπήρχαν για αρκετό διάστημα ανάμεσα σ’ αυτόν και στον Ηρώδη, και που οφείλονταν σε πολυάριθμες παρεξηγήσεις για θέματα δικαιοδοσίας[17].
185:3.9 Ο Πιλάτος καλώντας τους φρουρούς, είπε: «Αυτός ο άνθρωπος είναι Γαλιλαίος. Πάρτε τον στον Ηρώδη και όταν τον εξετάσει, αναφέρατέ μου τα ευρήματά του». Και πήραν τον Ιησού στον Ηρώδη[18].
185:4.1 Όταν ο Ηρώδης Αντύπας σταμάτησε στην Ιερουσαλήμ, διέμεινε στο αρχαίο παλάτι των Μακκαβαίων του Ηρώδη του Μεγάλου, και ήταν στην οικία αυτή του πρώην βασιλιά, που μεταφέρθηκε ο Ιησούς από τους φρουρούς του ναού και ακολουθήθηκε από τους κατηγόρους του και ένα αυξανόμενο πλήθος. Ο Ηρώδης είχε από παλιά ακούσει για τον Ιησού και είχε μεγάλη περιέργεια γι αυτόν. Όταν ο Γιος του Ανθρώπου στάθηκε μπροστά του, το πρωί της Παρασκευής αυτής, ο διεφθαρμένος Ιδουμαίος ούτε για ένα λεπτό δεν έφερε στη μνήμη του το αγόρι των προηγούμενων χρόνων που είχε εμφανιστεί μπροστά του στη Σεφφώρα, παρακαλώντας για μια δίκαιη απόφαση σχετικά με τα χρήματα που αυτός όφειλε στον πατέρα του, που είχε σκοτωθεί από ατύχημα ενώ εργαζόταν σε ένα από τα δημόσια κτίρια. Απ’ όσο γνώριζε ο Ηρώδης, δεν είχε δει ποτέ τον Ιησού, αν και είχε ανησυχήσει πολύ γι αυτόν όταν το έργο του είχε σαν επίκεντρο τη Γαλιλαία. Τώρα που ήταν στην επιτήρηση του Πιλάτου και των Ιουδαίων, ο Ηρώδης επιθυμούσε να τον δει, αισθανόμενος ασφαλής από κάθε μελλοντική ενόχληση εκ μέρους του Ιησού. Ο Ηρώδης είχε ακούσει πολλά για τα θαύματα που έκανε ο Ιησούς και έλπιζε πραγματικά να τον δει κάποτε να κάνει κάποιο θαύμα[19].
185:4.2 Όταν έφεραν τον Ιησού μπροστά στον Ηρώδη, ο τετράρχης ξαφνιάστηκε από την επιβλητική παρουσία του και την ήρεμη αυτοκυριαρχία της όψης του. Για κάποια δεκαπέντε λεπτά ο Ηρώδης ρώταγε τον Ιησού, άλλά ο Κύριος δεν απαντούσε[20]. Ο Ηρώδης τον σάρκαζε και τον προκαλούσε να εκτελέσει ένα θαύμα, αλλά ο Ιησούς δεν απάντησε στις πολλές ερωτήσεις του ούτε αντέδρασε στους σαρκασμούς του.
185:4.3 Μετά ο Ηρώδης στράφηκε στον αρχιερέα και τους Σαδδουκαίους και, δίνοντας προσοχή στις κατηγορίες τους, έμαθε όλα και ακόμα περισσότερα από όσα είχε ακούσει ο Πιλάτος σχετικά με τις υποτιθέμενες κακές πράξεις του Γιου του Ανθρώπου. Τελικά, έχοντας πεισθεί ότι ο Ιησούς ούτε θα μιλούσε ούτε θα εκτελούσε ένα θαύμα γι αυτόν, ο Ηρώδης, αφού τον γελοιοποίησε για κάμποσο διάστημα, του φόρεσε ένα παλιό πορφυρό βασιλικό ένδυμα και τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο[21]. Ο Ηρώδης ήξερε ότι δεν είχε δικαιοδοσία στην Ιουδαία για τον Ιησού. Αν και ήταν χαρούμενος που πίστευε ότι τελικά είχε απαλλαγεί από τον Ιησού στη Γαλιλαία, ήταν ευγνώμονας που ήταν ο Πιλάτος που είχε την ευθύνη για τη θανάτωσή του. Ο Ηρώδης δεν είχε συνέλθει ποτέ τελείως από το φόβο που τον στοίχειωνε εξ αιτίας της δολοφονίας του Ιωάννη του Βαπτιστή. Ο Ηρώδης μερικές φορές φοβήθηκε ότι ο Ιησούς ήταν ο Ιωάννης που είχε αναστηθεί από τους νεκρούς. Τώρα απαλλάχτηκε από εκείνο το φόβο αφού πρόσεξε ότι ο Ιησούς ήταν ένα πολύ διαφορετικό είδος ανθρώπου από τον ειλικρινή και ευερέθιστο προφήτη που τολμούσε να ξεσκεπάζει και να καταγγέλλει την ιδιωτική του ζωή.
185:5.1 Όταν οι φρουροί έφεραν τον Ιησού πίσω στον Πιλάτο, αυτός βγήκε στο κεφαλόσκαλο του πραιτώριου, όπου είχε τοποθετηθεί η ανακριτική πολυθρόνα του και φωνάζοντας τους αρχιερείς και τα μέλη του Σανχεντρίν, τους είπε: «Φέρατε τον άνδρα αυτό ενώπιόν μου με κατηγορίες ότι διαφθείρει το λαό, απαγορεύει την πληρωμή φόρων και ισχυρίζεται ότι είναι βασιλιάς των Ιουδαίων. Τον εξέτασα και δεν κατόρθωσα να τον βρω ένοχο αυτών των κατηγοριών. Γεγονός είναι ότι δεν βρίσκω ενοχή πάνω του[22]. Μετά τον έστειλα στον Ηρώδη, και ο τετράρχης πρέπει να έχει βγάλει το ίδιο συμπέρασμα αφού τον έστειλε πίσω σε μας. Βεβαίως, τίποτε άξιο θανάτου δεν έχει διαπραχθεί από τον άνθρωπο αυτό. Αν εσείς πιστεύετε ακόμα ότι πρέπει να τιμωρηθεί, είμαι πρόθυμος να τον τιμωρήσω πριν τον αφήσω ελεύθερο».
185:5.2 Τη στιγμή που οι Ιουδαίοι άρχισαν να κραυγάζουν την αντίθεσή τους για την απελευθέρωση του Ιησού, ένα μεγάλο πλήθος ήρθε βαδίζοντας προς το πραιτώριο με σκοπό να ζητήσουν από τον Πιλάτο την απελευθέρωση ενός φυλακισμένου προς τιμήν της γιορτής του Πάσχα[23]. Για κάποιο χρόνο ήταν συνήθεια των Ρωμαίων κυβερνητών να επιτρέπουν στον όχλο να διαλέγει ένα φυλακισμένο ή καταδικασμένο και να του δίνουν χάρη την περίοδο του Πάσχα. Και τώρα που το πλήθος είχε έρθει μπροστά του για να του ζητήσουν να ελευθερώσει ένα φυλακισμένο, και εφόσον ο Ιησούς είχε μέχρι πολύ πρόσφατα την εύνοια του πλήθους, σκέφτηκε ο Πιλάτος ότι ίσως πιθανόν να ξέμπλεκε από τη δυσάρεστη θέση του προτείνοντας στην ομάδα, αφού ο Ιησούς ήταν φυλακισμένος και καθόταν στο εδώλιο, να τους ελευθερώσει τον άνθρωπο από τη Γαλιλαία σαν το σύμβολο της Πασχαλινής καλής θέλησης[24].
185:5.3 Καθώς το πλήθος ορμούσε πάνω στα σκαλοπάτια του κτιρίου, ο Πιλάτος τους άκουσε να ξεφωνίζουν το όνομα κάποιου Βαραββά[25]. Ο Βαραββάς ήταν ένας διάσημος πολιτικός υποκινητής και φονιάς ληστής, παιδί ιερέα, ο οποίος είχε πρόσφατα συλληφθεί διαπράττοντας ληστεία και φόνο στο δρόμο της Ιεριχούς[26]. Ο άνδρας αυτός είχε καταδικαστεί σε θάνατο μόλις τελείωναν οι εορτές του Πάσχα.
185:5.4 Ο Πιλάτος σηκώθηκε και εξήγησε στο πλήθος ότι ο Ιησούς είχε μεταφερθεί από τους αρχιερείς σ’ αυτόν, οι οποίοι προσπαθούσαν να τον θανατώσουν με κάποιες κατηγορίες και ότι πίστευε ότι ο άνδρας δεν άξιζε το θάνατο. Είπε ο Πιλάτος: «Ποιον λοιπόν προτιμάτε να ελευθερώσω, το Βαραββά, το φονιά ή τον Ιησού το Γαλιλαίο;»[27][28]. Και όταν ο Πιλάτος σταμάτησε να μιλάει, ο αρχιερέας και οι σύνεδροι του Σανχεντρίν φώναξαν με όλη τη δύναμη της φωνής τους, «Βαραββάν, Βαραββάν!». Όταν το πλήθος είδε ότι οι αρχιερείς θέλανε να θανατωθεί ο Ιησούς, γρήγορα ενώθηκε με τις κραυγές τους κατά της ζωής του ενώ φώναζε δυνατά για την απελευθέρωση του Βαραββά.
185:5.5 Λίγες μέρες πριν από αυτό, το πλήθος σεβόταν τον Ιησού, αλλά ο όχλος δεν ενδιαφερόταν για κάποιον που, έχοντας ισχυριστεί ότι είναι Γιος του Θεού, βρισκόταν τώρα δέσμιος των αρχιερέων και των αρχηγών και δικαζόταν ενώπιον του Πιλάτου για τη ζωή του. Ο Ιησούς μπορεί να ήταν ήρωας στα μάτια του όχλου όταν έδιωχνε τους αργυραμοιβούς και τους εμπόρους από το ναό, αλλά όχι όταν ήταν ένας μη ανθιστάμενος φυλακισμένος στα χέρια των εχθρών του και δικαζόμενος για τη ζωή του.
185:5.6 Ο Πιλάτος θύμωσε με το θέαμα των αρχιερέων που κραύγαζαν να δοθεί χάρη στον περιβόητο φονιά ενώ φώναζαν να πάρουν το αίμα του Ιησού. Είδε την κακία και την έχθρα τους και διέκρινε την προκατάληψη και το φθόνο τους. Έτσι τους είπε: «Πώς μπορέσατε και διαλέξατε τη ζωή ενός φονιά από του ανδρός αυτού, του οποίου το χειρότερο έγκλημα είναι ότι αποκαλεί μεταφορικά τον εαυτό του βασιλιά των Ιουδαίων;». Αυτή όμως δεν ήταν γνωστική κουβέντα για τον Πιλάτο. Οι Ιουδαίοι ήταν περήφανος λαός, υπόδουλοι στο Ρωμαϊκό ζυγό αλλά προσδοκούσαν τον ερχομό του Μεσσία που θα τους ελευθέρωνε από την ειδωλολατρική αιχμαλωσία με εντυπωσιακή επίδειξη δύναμης και δόξας. Προσβλήθηκαν, περισσότερο από όσο μπορούσε να γνωρίζει ο Πιλάτος, με τον υπαινιγμό ότι αυτός ο δάσκαλος παράξενων θεωριών με τους μειλίχιους τρόπους, συλληφθείς και κατηγορούμενος με εγκλήματα που άξιζαν την ποινή του θανάτου, αναφέρθηκε σαν «ο βασιλιάς των Ιουδαίων»[29]. Τον κοίταξαν με τέτοια έκφραση που έδειχνε ότι προσβλήθηκε ό,τι θεωρούσαν πιο ιερό και τιμημένο για την ύπαρξή τους σαν έθνος και έτσι άφησαν ελεύθερες τις δυνατές κραυγές τους υπέρ της απελευθέρωσης του Βαραββά και του θανάτου του Ιησού.
185:5.7 Ο Πιλάτος ήξερε ότι ο Ιησούς ήταν αθώος των κατηγοριών που του είχαν προσάψει, και αν ήταν δίκαιος και θαρραλέος δικαστής, θα τον είχε απαλλάξει και θα τον είχε αφήσει ελεύθερο. Αλλά φοβόταν να αψηφήσει τους θυμωμένους Ιουδαίους, και ενώ δίσταζε να κάνει το καθήκον του, ένας αγγελιαφόρος ήρθε και του παρουσίασε ένα σφραγισμένο μήνυμα από τη γυναίκα του την Κλαυδία[30].
185:5.8 Ο Πιλάτος δήλωσε στους συγκεντρωμένους μπροστά του, ότι επιθυμούσε να διαβάσει το σημείωμα που είχε λάβει πριν από λίγο, πριν προχωρήσει παρακάτω με την υπόθεση που είχε μπροστά του. Όταν ο Πιλάτος άνοιξε το γράμμα από τη γυναίκα του, διάβασε: «Σε παρακαλώ να μην ανακατευτείς με αυτό τον αθώο και δίκαιο άνθρωπο που αποκαλούν Ιησού. Υπέφερα πολύ από ένα όνειρο απόψε εξ αιτίας του»[31]. Αυτό το σημείωμα από την Κλαυδία όχι μόνο τάραξε πολύ τον Πιλάτο και έτσι καθυστέρησε τη δικαστική επικύρωση του ζητήματος, αλλά δυστυχώς παρείχε σημαντικό χρόνο κατά τον οποίο οι Ιουδαίοι αρχηγοί κυκλοφόρησαν άνετα μέσα στο πλήθος και εξώθησαν το λαό να απαιτεί την ελευθέρωση του Βαραββά και να κραυγάζει για τη σταύρωση του Ιησού[32].
185:5.9 Τελικά, ο Πιλάτος επιδόθηκε για μια ακόμα φορά στην επίλυση του προβλήματος που αντιμετώπιζε, ρωτώντας την ανάμεικτη συγκέντρωση των Ιουδαίων αρχηγών και του πλήθους, «Τι θα κάνω με αυτόν που αποκαλείται βασιλιάς των Ιουδαίων;»[33]. Και όλοι φώναξαν με μια φωνή, «Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον!». Η ομοφωνία της απαίτησης από το ανάμεικτο πλήθος ξάφνιασε και θορύβησε τον Πιλάτο, τον άδικο και βασανιζόμενο από φόβο δικαστή.
185:5.10 Ύστερα πάλι ο Πιλάτος είπε: «Γιατί σταυρώνετε αυτόν τον άνδρα; Τι κακό έχει κάνει; Ποιος θα έρθει εδώ να καταθέσει εναντίον του;». Όταν όμως αυτοί άκουσαν τον Πιλάτο να μιλάει υπερασπιζόμενος τον Ιησού, φώναζαν όλο και πιο πολύ, «Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον!».[34]
185:5.11 Μετά πάλι ο Πιλάτος έκανε έκκληση σ’ αυτούς σχετικά με την απελευθέρωση του φυλακισμένου για το Πάσχα, λέγοντας: «Σας ερωτώ μια φορά ακόμα, ποιον από τους φυλακισμένους να ελευθερώσω για το Πάσχα;». Και πάλι ο όχλος φώναξε, «Δώσε μας το Βαραββά!».
185:5.12 Τότε είπε ο Πιλάτος: «Αν ελευθερώσω το φονιά, το Βαραββά, τι να κάνω τον Ιησού;». Και μια φορά πάλι ο όχλος φώναξε ομόφωνα, «Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον!».
185:5.13 Ο Πιλάτος είχε τρομοκρατηθεί από την επίμονη φωνή του όχλου, που ενεργούσε κάτω από την άμεση καθοδήγηση των αρχιερέων και των συνέδρων του Σανχεντρίν. Παρ’ όλα αυτά αποφάσισε τουλάχιστον μια ακόμα προσπάθεια για να κατευνάσει τον όχλο και να σώσει τον Ιησού.
185:6.1 Σε όλα αυτά που συμβαίνουν νωρίς το πρωί της Παρασκευής ενώπιον του Πιλάτου, παίρνουν μέρος μόνο οι εχθροί του Ιησού. Οι πολλοί φίλοι του είτε δεν γνωρίζουν ακόμα τη νυχτερινή σύλληψή του και την πρωινή δίκη του ή κρύβονται από φόβο μήπως συλληφθούν και αυτοί και τους κρίνουν άξιους θανάτου επειδή πιστεύουν στη διδασκαλία του Ιησού. Μέσα στο πλήθος που φωνάζει τώρα για το θάνατο του Κυρίου βρίσκονται μόνο οι ορκισμένοι εχθροί του και ο εύκολα καθοδηγούμενος και απερίσκεπτος όχλος.
185:6.2 Ο Πιλάτος θα έκανε μια τελευταία έκκληση της συμπόνιας τους. Φοβούμενος να αψηφήσει τις φωνές αυτού του παρασυρμένου όχλου που κραύγαζε για το αίμα του Ιησού, διέταξε τους Ιουδαίους φρουρούς και τους Ρωμαίους στρατιώτες να πάρουν τον Ιησού και να τον μαστιγώσουν[35]. Αυτή ήταν αφ’ εαυτού μια άδικη και παράνομη διαδικασία, εφόσον ο ρωμαϊκός νόμος προέβλεπε ότι μόνο εκείνοι που είχαν καταδικαστεί σε σταύρωση υπεβάλλοντο σε μαστίγωση. Οι φρουροί πήραν τον Ιησού για τη δοκιμασία αυτή στο ανοιχτό προαύλιο του πραιτωρίου. Αν και οι εχθροί του δεν παρευρίσκοντο στη μαστίγωση, ο Πιλάτος διέταξε τους μαστιγωτές, πριν τελειώσουν το απαίσιο αυτό έργο, να σταματήσουν και απαίτησε να φέρουν τον Ιησού μπροστά του. Πριν οι μαστιγωτές σηκώσουν τα ροζιασμένα μαστίγιά τους από τον Ιησού, καθώς ήταν δεμένος στο μέρος του μαστιγώματος, του έβαλαν πάλι το πορφυρό ρούχο, και πλέκοντας ένα αγκάθινο στεφάνι, το τοποθέτησαν στο μέτωπό του. Και αφού έβαλαν ένα καλάμι στο χέρι του σαν περιπαιχτικό σκήπτρο, γονάτισαν μπροστά του και τον ενέπαιζαν λέγοντας, «Χαίρε, βασιλιά των Ιουδαίων!». Και τον έφτυναν και τον κτυπούσαν στο πρόσωπο με τα χέρια τους[36]. Και κάποιος, πριν τον φέρουν πίσω στον Πιλάτο, πήρε το καλάμι από το χέρι του και τον κτύπησε στο κεφάλι.
185:6.3 Ύστερα ο Πιλάτος οδήγησε μπροστά τον αιμορραγούντα και καταταλαιπωρημένο κατάδικο και παρουσιάζοντάς τον στο ανάμεικτο πλήθος, είπε: «Προσέξτε τον άνθρωπο: Σας δηλώνω πάλι ότι δεν βρίσκω κανένα έγκλημα πάνω του και αφού τον μαστίγωσα θα τον ελευθερώσω»[37].
185:6.4 Εκεί πάνω, στεκόταν ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ντυμένος με ένα παλιό πορφυρό βασιλικό ρούχο, με ένα στέμμα από αγκάθια που τρύπαγε το ευγενικό του μέτωπο. Το πρόσωπό του ήταν κηλιδωμένο με αίμα και η μορφή του γερμένη με πόνο και θλίψη. Αλλά τίποτε δεν μπορεί να συγκινήσει τις αναίσθητες καρδιές εκείνων που είναι θύματα σφοδρού συναισθηματικού μίσους και δούλοι της θρησκευτικής προκατάληψης. Το θέαμα αυτό έστειλε ένα τρεμούλιασμα φρίκης σε όλο το χώρο ενός ευρύτατου σύμπαντος, αλλά δεν άγγιξε τις καρδιές εκείνων που είχαν βάλει στο μυαλό τους να πετύχουν την καταστροφή του Ιησού.
185:6.5 Όταν συνήλθαν από το πρώτο σοκ βλέποντας την κακή κατάσταση του Κυρίου, ξεφώνιζαν πάλι δυνατότερα και για περισσότερο χρόνο, «Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον! Σταύρωσέ τον!».[38]
185:6.6 Τώρα ο Πιλάτος αντελήφθη ότι ήταν μάταιο να κάνει έκκληση στα υποτιθέμενα αισθήματα οίκτου τους. Προχώρησε μπροστά και είπε: «Βλέπω ότι είστε αποφασισμένοι να θανατώσετε αυτό τον άνδρα, αλλά τι έκανε για να αξίζει το θάνατο; Ποιος θα αναγγείλει το έγκλημά του;».
185:6.7 Κατόπιν ο αρχιερέας ο ίδιος προχώρησε εμπρός και, πηγαίνοντας προς τον Πιλάτο, δήλωσε θυμωμένα: «Έχουμε ένα ιερό νόμο και σύμφωνα με το νόμο αυτός ο άνδρας οφείλει να πεθάνει επειδή έκανε τον εαυτό του Γιο του Θεού»[39]. Όταν ο Πιλάτος το άκουσε αυτό, φοβήθηκε ακόμα περισσότερο, όχι μόνο τους Ιουδαίους, αλλά θυμήθηκε το σημείωμα της γυναίκας του και την ελληνική μυθολογία των θεών που ερχόντουσαν στη γη, τώρα έτρεμε στη σκέψη ότι ο Ιησούς μπορεί να ήταν ένα θεϊκό πρόσωπο. Έγνεψε στον όχλο να ηρεμήσει ενώ πήρε τον Ιησού από το χέρι και τον οδήγησε ξανά μέσα στο κτίριο για να μπορέσει να τον εξετάσει περισσότερο. Ο Πιλάτος είχε τώρα συγχυστεί από το φόβο, ζαλιστεί από την προκατάληψη και εξαντληθεί από την ισχυρογνώμονα στάση του όχλου.
185:7.1 Καθώς ο Πιλάτος, τρέμοντας από τα συναισθήματα φόβου, κάθισε δίπλα στον Ιησού, ρώτησε: «Από πού έρχεσαι; Ποιος είσαι πραγματικά; Τι είναι αυτό που λένε, ότι είσαι ο Γιος του Θεού;».[40]
185:7.2 Αλλά ο Ιησούς μετά βίας μπορούσε να απαντήσει σε τέτοιες ερωτήσεις, που έκανε ένας αδύναμος, διστακτικός και φοβούμενος τους ανθρώπους δικαστής που ήταν τόσο άδικος ώστε να τον υποβάλει σε μαστίγωση ακόμα και μετά τη δήλωσή του ότι τον έβρισκε αθώο από κάθε έγκλημα, και προτού καταδικαστεί δεόντως σε θάνατο. Ο Ιησούς κοίταξε τον Πιλάτο κατ’ ευθείαν στο πρόσωπο αλλά δεν του απάντησε[41]. Τότε είπε ο Πιλάτος: «Αρνείσαι να μου μιλήσεις; Δεν αντιλαμβάνεσαι ότι έχω ακόμα τη δύναμη να σε ελευθερώσω ή να σε σταυρώσω;». Τότε μίλησε ο Ιησούς: «Δεν μπορείς να έχεις δύναμη πάνω μου εκτός και αν επιτρέπεται άνωθεν. Δεν μπορείς να ασκήσεις εξουσία πάνω στο Γιο του Ανθρώπου εκτός και το επιτρέψει ο ουράνιος Πατέρας. Αλλά δεν είσαι τόσο ένοχος εφόσον δεν γνωρίζεις το ευαγγέλιο[42]. Αυτός που με πρόδωσε και αυτός που με παρέδωσε σε σένα, αυτοί έχουν μεγαλύτερη αμαρτία».
185:7.3 Η τελευταία συζήτηση με τον Ιησού τρομοκράτησε εντελώς τον Πιλάτο. Αυτός ο ηθικά δειλός και από δικαστική άποψη ανθρωπάκι, κοπίαζε τώρα κάτω από το διπλό βάρος του δεισιδαιμονικού φόβου του, αφενός για τον Ιησού και αφ’ ετέρου για τον φοβερό τρόμο των Ιουδαίων αρχηγών.
185:7.4 Πάλι εμφανίστηκε ο Πιλάτος μπροστά στο πλήθος, λέγοντας: «Είμαι βέβαιος ότι αυτός ο άνδρας είναι μόνο παραβάτης της θρησκείας. Πρέπει να τον πάρετε και να τον κρίνετε σύμφωνα με το νόμο σας. Γιατί ελπίζετε ότι θα συγκατανεύσω στο θάνατό του επειδή συγκρούστηκε με τις παραδόσεις σας;».
185:7.5 Ο Πιλάτος ήταν σχεδόν έτοιμος να ελευθερώσει τον Ιησού όταν ο Καϊάφας, ο αρχιερέας, πλησίασε το δειλό Ρωμαίο δικαστή και σείοντας απειλητικά το δάχτυλο στο πρόσωπο του Πιλάτου, είπε με οργισμένα λόγια που μπόρεσε να ακούσει όλο το πλήθος: «Αν ελευθερώσεις τον άνδρα, δεν είσαι φίλος του Καίσαρα και θα κοιτάξω να τα μάθει όλα ο αυτοκράτορας». Αυτή η δημόσια απειλή ήταν πολύ για τον Πιλάτο. Ο φόβος για την προσωπική περιουσία του επισκίασε όλες τις άλλες σκέψεις και ο δειλός κυβερνήτης διέταξε να φέρουν τον Ιησού μπροστά στη θέση του. Καθώς ο Κύριος στάθηκε εκεί, ενώπιόν τους, έδειξε προς αυτόν και σαρκαστικά είπε, «Να ο βασιλιάς σας». Και οι Ιουδαίοι απάντησαν, «Άρον, σταύρωσέ τον!». Και τότε ο Πιλάτος είπε, με πολύ ειρωνεία και σαρκασμό, «Να σταυρώσω το βασιλιά σας;»[43]. Και οι Ιουδαίοι αποκρίθηκαν, «Ναι, σταύρωσέ τον! Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα». Και τότε ο Πιλάτος κατάλαβε ότι δεν υπήρχε ελπίδα να σώσει τον Ιησού καθόσον ήταν απρόθυμος να αψηφήσει τους Ιουδαίους.
185:8.1 Εδώ στάθηκε ο Γιος του Θεού ενσαρκωμένος σαν Γιος του Ανθρώπου. Συνελήφθη χωρίς κατηγορία. Κατηγορήθηκε χωρίς αποδείξεις. Κρίθηκε χωρίς μάρτυρες. Τιμωρήθηκε χωρίς ετυμηγορία. Και σύντομα καταδικάστηκε να πεθάνει από έναν άδικο δικαστή που ομολόγησε ότι δεν εύρισκε σφάλμα σε αυτόν. Αν ο Πιλάτος σκέφτηκε να κάνει έκκληση στον πατριωτισμό τους αναφερόμενος στον Ιησού σαν «βασιλιάς των Ιουδαίων», απέτυχε πλήρως. Οι Ιουδαίοι δεν περίμεναν κανένα παρόμοιο βασιλιά. Η δήλωση των αρχιερέων και των Σαδδουκαίων, «Δεν έχουμε βασιλιά παρά μόνο τον Καίσαρα», ήταν ξαφνική ακόμα και για τον απερίσκεπτο όχλο, αλλά ήταν πολύ αργά τώρα για να σώσει τον Ιησού ακόμα και αν ο όχλος είχε τολμήσει να πάρει το μέρος του Κυρίου.
185:8.2 Ο Πιλάτος φοβόταν κάποια αναταραχή ή στάση. Δεν τόλμησε να διακινδυνεύσει μια ταραχή κατά τη διάρκεια του Πάσχα στην Ιερουσαλήμ. Είχε ήδη λάβει μια επίπληξη από τον Καίσαρα και δεν ρισκάριζε άλλη. Ο όχλος ζητωκραύγασε όταν διέταξε να ελευθερωθεί ο Βαραββάς[44]. Μετά διέταξε να φέρουν μια λεκάνη και λίγο νερό και εκεί, μπροστά στο πλήθος έπλυνε τα χέρια του, λέγοντας: «Είμαι αθώος από το αίμα του ανθρώπου[45]. Εσείς αποφασίσατε να τον θανατώσετε αλλά εγώ δεν βρίσκω ενοχή πάνω του[46]. Φροντίστε εσείς γι αυτό. Οι στρατιώτες θα τον οδηγήσουν». Και τότε ο όχλος επευφήμησε και απάντησε, «Το αίμα του ας είναι πάνω σε μας και στα παιδιά μας».
Εγγραφο 184. ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΣΑΝΧΕΝΤΡΙΝ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 186. ΑΜΕΣΩΣ ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΤΑΥΡΩΣΗ |