© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
187:0.1 Όταν οι δυο ληστές ετοιμάστηκαν, οι στρατιώτες, κάτω από τις διαταγές του εκατόνταρχου, ξεκίνησαν για τον τόπο της σταύρωσης. Ο εκατόνταρχος που είχε την ευθύνη των δώδεκα στρατιωτών ήταν ο ίδιος αρχηγός που είχε οδηγήσει τους Ρωμαίους στρατιώτες την προηγούμενη νύχτα να συλλάβουν τον Ιησού στη Γεθσημανή. Ήταν ρωμαϊκή συνήθεια να ορίζουν τέσσερις στρατιώτες σε κάθε άτομο που θα σταυρωνόταν. Οι δυο ληστές μαστιγώθηκαν όπως άρμοζε πριν τους πάρουν για να τους σταυρώσουν, αλλά στον Ιησού δεν επέβαλλαν άλλη σωματική τιμωρία. Ο αρχηγός αναμφίβολα θα σκέφτηκε ότι είχε ήδη μαστιγωθεί αρκετά, ακόμα και πριν την καταδίκη του.
187:0.2 Οι δυο κλέφτες που σταυρώθηκαν με τον Ιησού ήταν συνεργάτες του Βαραββά και θα θανατώνονταν αργότερα με τον αρχηγό τους, αν αυτός δεν είχε αφεθεί ελεύθερος με την απόδοση χάρητος του Πιλάτου για το Πάσχα. Ο Ιησούς έτσι σταυρώθηκε στη θέση του Βαραββά[1].
187:0.3 Αυτό που ο Ιησούς πρόκειται να πάθει, να υπομείνει το σταυρικό θάνατο, το κάνει με δική του ελεύθερη βούληση. Προλέγοντας αυτή την εμπειρία, είπε: «Ο Πατέρας με αγαπάει και με υποστηρίζει επειδή είμαι πρόθυμος να δώσω τη ζωή μου[2]. Αλλά θα την πάρω πάλι πίσω. Κανένας δεν παίρνει τη ζωή μου – εγώ την παραδίδω. Έχω την εξουσία να την παραδώσω, και έχω την εξουσία να την πάρω πίσω. Έχω λάβει τέτοια εξουσία από τον Πατέρα μου».
187:0.4 Ήταν μόλις πριν τις εννιά το πρωί όταν οι στρατιώτες οδήγησαν τον Ιησού από το πραιτώριο στο δρόμο για το Γολγοθά[3]. Τους ακολουθούσαν πολλοί που συμπαθούσαν κρυφά τον Ιησού, αλλά οι περισσότεροι από το σύνολο των διακοσίων περίπου και πλέον ήταν είτε εχθροί ή περίεργοι αργόσχολοι που ήθελαν να απολαύσουν τη συναισθηματική ταραχή από την παρακολούθηση των σταυρώσεων. Λίγοι μόνο από τους Ιουδαίους αρχηγούς πήγαν να δουν τον Ιησού να πεθαίνει στο σταυρό[4]. Γνωρίζοντας ότι είχε παραδοθεί στους Ρωμαίους στρατιώτες από τον Πιλάτο, και πως είχε καταδικαστεί σε θάνατο, απασχολήθηκαν με τη συνεδρίασή τους στο ναό όπου συζήτησαν τι έπρεπε να γίνει με τους οπαδούς του.
187:1.1 Πριν αφήσουν τον περίβολο του πραιτωρίου, οι στρατιώτες έβαλαν το δοκάρι του σταυρού στους ώμους του Ιησού[5]. Ήταν συνήθεια να υποχρεώνουν τον καταδικασμένο να μεταφέρει το σταυρό στον τόπο της σταύρωσης. Ο καταδικασμένος δεν μετέφερε ολόκληρο το σταυρό αλλά μόνο το κοντύτερο δοκάρι. Τα μακρύτερα και κατακόρυφα κομμάτια ξύλου για τους τρεις σταυρούς είχαν ήδη μεταφερθεί στο Γολγοθά και, κατά την άφιξη των στρατιωτών και των φυλακισμένων, ήταν ήδη τοποθετημένα μέσα στο χώμα.
187:1.2 Σύμφωνα με το έθιμο ο αρχηγός που οδηγούσε την πομπή, μετέφερε μικρές άσπρες πινακίδες πάνω στις οποίες είχαν γραφτεί με κάρβουνο τα ονόματα των καταδίκων και η φύση των εγκλημάτων για τα οποία είχαν καταδικαστεί. Για τους δυο κλέφτες ο εκατόνταρχος είχε σημειώσεις που ανέφεραν το όνομά τους, κάτω από τα οποία ήταν γραμμένη η λέξη «Ληστής». Ήταν έθιμο, αφού το θύμα καρφωνόταν στο ξύλινο δοκάρι και ανυψωνόταν στη θέση του πάνω στο κατακόρυφο ξύλο, να καρφώνουν αυτή τη σημείωση στο ανώτερο σημείο του σταυρού, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του εγκληματία, ώστε όλοι οι μάρτυρες να γνωρίζουν για ποιο έγκλημα σταυρωνόταν ο καταδικασμένος άνδρας. Το υπόμνημα που μετέφερε ο εκατόνταρχος για να τοποθετήσει στο σταυρό του Ιησού είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Πιλάτο στα Λατινικά, Ελληνικά και Αραμαϊκά και έλεγε: «Ιησούς Ναζωραίος – ο Βασιλεύς των Ιουδαίων»[6].
187:1.3 Μερικοί από τους άρχοντες των Ιουδαίων που ήταν παρόντες όταν ο Πιλάτος έγραψε το υπόμνημα διαμαρτυρήθηκαν έντονα που αποκάλεσε τον Ιησού «βασιλιά των Ιουδαίων». Αλλά ο Πιλάτος τους υπενθύμισε ότι αυτή η κατηγορία ήταν μέρος αυτής που οδήγησε στην καταδίκη του. Όταν οι Ιουδαίοι είδαν ότι δεν μπορούσαν να πείσουν τον Πιλάτο να αλλάξει τη γνώμη του, τον παρακάλεσαν τουλάχιστον να το τροποποιήσει και να λέει: «Αυτός είπε ‘είμαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων’». Αλλά ο Πιλάτος ήταν ανένδοτος, δεν άλλαζε το υπόμνημα. Σε κάθε περαιτέρω παράκληση απάντησε μόνο: «Ό,τι έγραψα, έγραψα»[7].
187:1.4 Κανονικά, ήταν συνήθεια να βαδίζουν προς το Γολγοθά από τον μακρύτερο δρόμο με σκοπό ένας μεγάλος αριθμός ατόμων να μπορεί να κοιτάξει τον καταδικασμένο εγκληματία, αλλά αυτή την ημέρα πήγαν από τον πιο σύντομο δρόμο προς την πύλη της Δαμασκού, που οδηγούσε έξω από την πόλη, βόρεια, και ακολουθώντας αυτό τα δρόμο έφτασαν γρήγορα στο Γολγοθά, τον επίσημο τόπο σταύρωσης στην Ιερουσαλήμ. Πέρα από το Γολγοθά ήταν οι επαύλεις των πλουσίων και από την άλλη πλευρά του δρόμου ήταν τα μνήματα πολλών πλουσίων Ιουδαίων.
187:1.5 Η σταύρωση δεν ήταν Ιουδαϊκή μέθοδος τιμωρίας. Αμφότεροι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι έμαθαν αυτή τη μέθοδο εκτέλεσης από τους Φοίνικες. Ακόμα και ο Ηρώδης, παρόλη τη σκληρότητά του δεν προσέφευγε στη σταύρωση. Οι Ρωμαίοι δεν σταύρωναν ποτέ Ρωμαίο πολίτη. Μόνο δούλοι και οι υποτελείς λαοί υπέκειντο σε αυτή την ατιμωτική μέθοδο θανάτου. Κατά την πολιορκία της Ιερουσαλήμ, σαράντα χρόνια μετά τη σταύρωση του Ιησού, όλος ο Γολγοθάς ήταν καλυμμένος από χιλιάδες χιλιάδων σταυρούς πάνω στους οποίους, από μέρα σε μέρα, χανόταν το άνθος της Ιουδαϊκής φυλής. Ένας φοβερός θερισμός, όντως, της σποράς αυτής της εποχής.
187:1.6 Καθώς η θανατική πομπή περνούσε από τους στενούς δρόμους της Ιερουσαλήμ, πολλές από τις πονόψυχες Ιουδαίες γυναίκες που είχαν ακούσει τα λόγια του Ιησού για καλή διάθεση και συμπόνια, και που γνώριζαν τη γεμάτη αγάπη υπηρεσία της ζωής του, δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους όταν τον είδαν να οδηγείται σε αυτό τον επαίσχυντο θάνατο. Καθώς περνούσε, πολλές από τις γυναίκες αυτές θρηνούσαν και έκλαιγαν. Και όταν μερικές από αυτές τόλμησαν να ακολουθήσουν μαζί στο πλευρό του, ο Κύριος έστρεψε το κεφάλι του προς αυτές και είπε: «Κόρες της Ιερουσαλήμ, μην κλαίτε για μένα, αλλά κλάψτε καλύτερα για σας και για τα παιδιά σας[8]. Το έργο μου τελείωσε – σύντομα θα πάω στον Πατέρα μου – αλλά οι ώρες της φοβερής δυστυχίας της Ιερουσαλήμ τώρα αρχίζουν. Να, οι μέρες έρχονται που θα λέτε: Ευλογημένες είναι οι στείρες και εκείνες των οποίων τα στήθη δεν βύζαξαν ποτέ τα παιδιά τους. Εκείνες τις μέρες θα παρακαλάτε τους βράχους των λόφων να πέσουν πάνω σας για να σας απαλλάξουν από τη φρίκη των βασάνων σας»[9].
187:1.7 Οι γυναίκες αυτές ήταν πραγματικά θαρραλέες που εκδήλωναν τη συμπόνια τους στον Ιησού, γιατί ήταν εντελώς παράνομο να δείχνουν φιλικά αισθήματα σε κάποιον που οδηγείτο στη σταύρωση. Στον όχλο επιτρεπόταν να χλευάζει, να περιγελά και να σαρκάζει τον καταδικασμένο, αλλά δεν επιτρεπόταν να εκφράζεται καμία συμπόνια. Αν και ο Ιησούς εκτίμησε την εκδήλωση της συμπόνιας αυτή τη μαύρη ώρα, όταν οι φίλοι του κρυβόντουσαν, δεν ήθελε αυτές οι πονόψυχες γυναίκες να προκαλέσουν τη δυσαρέσκεια των αρχών με το να τολμήσουν να δείξουν συμπόνια γι αυτόν. Ακόμα και σε μια τέτοια ώρα, όπως αυτή, ο Ιησούς σκεφτόταν λίγο για τον εαυτό του, μόνο για τις φριχτές μέρες της τραγωδίας που βρίσκονταν μπροστά για την Ιερουσαλήμ και όλο το Ιουδαϊκό έθνος.
187:1.8 Καθώς ο Ιησούς έσερνε βαριά τα βήματά του στο δρόμο για τη σταύρωση, είχε κουραστεί. Ήταν σχεδόν εξαντλημένος. Δεν είχε φάει ούτε πιει τίποτε από το Μυστικό Δείπνο στο σπίτι του Ηλία Μάρκου. Ούτε του επιτράπηκε να απολαύσει ένα λεπτό ύπνου. Επιπροσθέτως, η μια ακρόαση διαδεχόταν την άλλη μέχρι την ώρα της καταδίκης του, χωρίς να λάβουμε υπ’ όψη το προσβλητικό μαστίγωμα με το συνεπακόλουθο σωματικό πόνο και το χάσιμο αίματος. Και πάνω απ’ όλα η ακραία νοητική αγωνία, η οξύτατη πνευματική έντασή του και ένα φοβερό συναίσθημα ανθρώπινης μοναξιάς.
187:1.9 Γρήγορα, μετά το πέρασμα της πύλης για το δρόμο έξω από την πόλη, καθώς ο Ιησούς κλονίστηκε από το κουβάλημα του ξύλου του σταυρού, η σωματική του δύναμη τον εγκατέλειψε στιγμιαία, και έπεσε κάτω από το βάρος του δύσκολου φορτίου του. Οι στρατιώτες τού φώναξαν και τον κλώτσησαν αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί. Όταν ο αρχηγός το είδε αυτό, γνωρίζοντας τι είχε υποστεί ήδη ο Ιησούς, πρόσταξε τους στρατιώτες να σταματήσουν. Μετά διέταξε έναν περαστικό, κάποιο Σίμωνα από την Κυρήνη, να πάρει το ξύλο του σταυρού από τους ώμους του Ιησού και τον ανάγκασε να τον μεταφέρει στον υπόλοιπο δρόμο για το Γολγοθά[10].
187:1.10 Αυτός ο άνδρας, ο Σίμων, είχε κάνει όλο το δρόμο από την Κυρήνη, στη βόρεια Αφρική, για να παρευρεθεί στο Πάσχα. Είχε σταθμεύσει με άλλους Κυρηναίους ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης και κατευθυνόταν προς τις λειτουργίες του ναού όταν ο Ρωμαίος αρχηγός τον διέταξε να μεταφέρει το σταυρό του Ιησού. Ο Σίμων άργησε να φύγει, παραμένοντας όλες τις ώρες του σταυρικού θανάτου του Κυρίου, μιλώντας με πολλούς φίλους του και με τους εχθρούς του. Μετά την ανάσταση και πριν αφήσει την Ιερουσαλήμ, έγινε γενναίος πιστός του ευαγγελίου της βασιλείας και όταν γύρισε στην πατρίδα, οδήγησε την οικογένειά του στην ουράνια βασιλεία. Οι δυο γιοι του, ο Αλέξανδρος και ο Ρούφος, έγιναν ουσιαστικοί δάσκαλοι του νέου ευαγγελίου στην Αφρική[11]. Αλλά ο Σίμων δεν έμαθε ποτέ ότι ο Ιησούς, του οποίου μετέφερε το φορτίο, και ο Ιουδαίος παιδαγωγός που κάποτε φέρθηκε σαν φίλος στον πληγωμένο του γιο, ήταν το ίδιο πρόσωπο.
187:1.11 Ήταν λίγο μετά τις εννιά όταν η πομπή του θανάτου έφτασε στο Γολγοθά, και οι Ρωμαίοι στρατιώτες καταπιάστηκαν με το έργο να καρφώσουν τους δυο ληστές και το Γιο του Ανθρώπου στους αντίστοιχους σταυρούς τους[12].
187:2.1 Οι στρατιώτες έδεσαν πρώτα τα χέρια του Κυρίου με σχοινιά στο ξύλινο δοκάρι και μετά κάρφωσαν τα χέρια του στο ξύλο. Όταν ανύψωσαν το ξύλινο δοκάρι στη θέση του, και αφού το στερέωσαν με καρφιά στο κατακόρυφο ξύλο του σταυρού, έδεσαν και κάρφωσαν τα πόδια του στο ξύλο, χρησιμοποιώντας ένα μακρύ καρφί για να διαπεράσει και τα δυο πόδια. Το κατακόρυφο ξύλο είχε ένα φαρδύ ξύλινο πείρο, χωμένο στο κατάλληλο ύψος, που χρησίμευε σαν στήριγμα για να κρατάει το βάρος του σώματος. Ο σταυρός δεν ήταν ψηλός, τα πόδια του Κυρίου ήταν μόνο ενενήντα πόντους πάνω από το έδαφος. Μπορούσε λοιπόν να ακούει όλα όσα έλεγαν γι αυτόν περιγελώντας τον και μπορούσε να βλέπει καθαρά την έκφραση στα πρόσωπα όλων εκείνων που τόσο απερίσκεπτα τον χλεύαζαν. Και επίσης μπορούσαν οι παρόντες να ακούνε άνετα όλα όσα έλεγε ο Ιησούς όλες αυτές τις ώρες του παρατεινόμενου μαρτυρίου και του αργού θανάτου[13].
187:2.2 Ήταν συνήθεια να αφαιρούν όλα τα ρούχα από εκείνους που επρόκειτο να σταυρωθούν, αλλά επειδή οι Ιουδαίοι ήταν πολύ αντίθετοι με τη δημόσια έκθεση του γυμνού σώματος, οι Ρωμαίοι παρείχαν πάντοτε ένα κατάλληλο ύφασμα για τους γλουτούς, σε όλα τα άτομα που σταυρώνονταν στην Ιερουσαλήμ. Συνεπώς, όταν αφαιρέθηκαν τα ρούχα του Ιησού, τον έντυσαν με αυτό το ρούχο πριν τον ανεβάσουν στο σταυρό.
187:2.3 Κατέφευγαν στη σταύρωση για να παρέχουν μια σκληρή και παρατεταμένη τιμωρία, το θύμα πολλές φορές δεν πέθαινε για αρκετές μέρες. Στην Ιερουσαλήμ υπήρχε σημαντικό αίσθημα κατά της σταύρωσης γενικά, και ήταν μια κοινότητα από Ιουδαίες γυναίκες που έστελναν πάντα έναν εκπρόσωπο στις σταυρώσεις για να προσφέρουν κρασί με ναρκωτικό στο θύμα ώστε να ελαφρύνουν τον πόνο του. Όταν όμως ο Ιησούς δοκίμασε αυτό το κρασί με το ναρκωτικό, όσο και αν διψούσε, αρνήθηκε να το πιει[14]. Ο Κύριος προτίμησε να διατηρήσει την ανθρώπινη συνείδησή του μέχρι το τέλος. Επιθυμούσε να συναντήσει το θάνατο, ακόμα και με αυτή τη σκληρή και απάνθρωπη μορφή, και να τον κατακτήσει με εθελοντική υποταγή σε όλη την ανθρώπινη εμπειρία.
187:2.4 Πριν τοποθετηθεί στο σταυρό του ο Ιησούς, οι δυο ληστές είχαν ήδη τεθεί στους σταυρούς τους, βλαστημώντας και φτύνοντας τους εκτελεστές τους[15]. Η μόνες λέξεις του Ιησού, καθώς τον κάρφωναν στο δοκάρι, ήταν, «Πατέρα, συγχώρεσέ τους, γιατί δεν γνωρίζουν τι κάνουν»[16]. Δεν θα μπορούσε να μεσολαβήσει με τόση ευσπλαχνία και αγάπη για τους εκτελεστές του, αν αυτές οι σκέψεις τρυφερής αφοσίωσης δεν είχαν υπάρξει το σπουδαιότερο κίνητρο όλης της ανιδιοτελούς υπηρεσίας της ζωής του. Οι ιδέες, τα κίνητρα και οι επιθυμίες μιας ζωής αποκαλύπτονται ξεκάθαρα σε μια δύσκολη κατάσταση.
187:2.5 Όταν ο Κύριος ανυψώθηκε στο σταυρό, ο αρχηγός κάρφωσε τον τίτλο πάνω από το κεφάλι του, που έλεγε σε τρεις γλώσσες, «Ιησούς Ναζωραίος – ο Βασιλιάς των Ιουδαίων»[17]. Οι Ιουδαίοι ήταν έξαλλοι από αυτή τη προσβολή. Αλλά ο Πιλάτος είχε ερεθιστεί από τον αναιδή τρόπο συμπεριφοράς τους, αισθανόταν ότι τον είχαν εκφοβίσει και ταπεινώσει και χρησιμοποίησε αυτή τη μέθοδο για να πετύχει μια μηδαμινή εκδίκηση. Θα μπορούσε να είχε γράψει «Ιησούς, ένας επαναστάτης». Αλλά ήξερε καλά πόσο μισούσαν οι Ιουδαίοι της Ιερουσαλήμ το ίδιο το όνομα Ναζωραίος, και είχε αποφασίσει να τους ταπεινώσει με αυτό τον τρόπο. Ήξερε ότι θα τους πλήγωνε στο ευαίσθητό τους σημείο βλέποντας αυτόν τον Γαλιλαίο να ονομάζεται «Ο Βασιλιάς των Ιουδαίων».
187:2.6 Πολλοί από τους αρχηγούς των Ιουδαίων, όταν έμαθαν πώς ο Πιλάτος είχε προσπαθήσει να τους περιγελάσει θέτοντας αυτή την επιγραφή στο σταυρό του Ιησού, έτρεξαν στο Γολγοθά, αλλά δεν τόλμησαν να την αφαιρέσουν καθόσον φρουρούσαν οι Ρωμαίοι στρατιώτες. Αφού λοιπόν δεν μπόρεσαν να αφαιρέσουν τον τίτλο, αυτοί οι αρχηγοί ανακατεύτηκαν με τον όχλο και έκαναν το παν για να υποδαυλίσουν το χλευασμό και το σαρκασμό, από φόβο μήπως και δώσουν μεγάλη σημασία στην επιγραφή.
187:2.7 Ο απόστολος Ιωάννης, με τη Μαρία τη μητέρα του Ιησού, τη Ρουθ, και τον Ιούδα, έφτασαν στην περιοχή ακριβώς μετά την ανύψωση του Ιησού στη θέση του, στο σταυρό, και τη στιγμή που ο αρχηγός κάρφωνε τον τίτλο πάνω από το κεφάλι του Κυρίου[18]. Ο Ιωάννης ήταν ο μόνος από τους ένδεκα αποστόλους που παρέστη μάρτυρας στη σταύρωση, και πάλι δεν ήταν παρών όλη την ώρα, αφού έτρεξε στην Ιερουσαλήμ για να φέρει τη μητέρα του και τους φίλους του πίσω, αμέσως μετά που έφερε τη μητέρα του Ιησού στην περιοχή.
187:2.8 Όταν ο Ιησούς είδε τη μητέρα του με τον Ιωάννη και τον αδελφό και την αδελφή του, χαμογέλασε αλλά δεν είπε τίποτε. Εν τω μεταξύ οι τέσσερις στρατιώτες που τους είχαν αναθέσει τη σταύρωση του Κυρίου, σύμφωνα με το έθιμο, μοίρασαν τα ρούχα του μεταξύ τους, ένας παίρνοντας τα σανδάλια, άλλος το κάλυμμα της κεφαλής, άλλος τη ζώνη και ο τέταρτος το μανδύα[19]. Αυτός άφησε το χιτώνα ή παρόμοιο ένδυμα, που έφτανε μέχρι κάτω κοντά στα γόνατα, για να κοπεί σε τέσσερα κομμάτια, αλλά όταν είδαν οι στρατιώτες πόσο ασυνήθιστο ρούχο ήταν, αποφάσισαν να το βάλουν σε κλήρο. Ο Ιησούς τους κοίταζε ενόσω μοίραζαν τα ρούχα του, και το απερίσκεπτο πλήθος τον περιγελούσε.
187:2.9 Ήταν καλά που πήραν οι Ρωμαίοι στρατιώτες τα ρούχα του Κυρίου στην κατοχή τους. Διαφορετικά, αν οι οπαδοί του είχαν αποκτήσει αυτά τα ρούχα, θα είχαν πέσει στον πειρασμό να τα μετατρέψουν σε δεισιδαιμονικά ενθύμια λατρείας. Ο Κύριος επιθυμούσε οι οπαδοί του να μην έχουν τίποτε υλικό να συνδέσουν με ζωή του στη γη. Ήθελε να αφήσει στην ανθρωπότητα μόνο την ανάμνηση μιας ζωής αφιερωμένης στο ύψιστο πνευματικό ιδεώδες του να είναι αφιερωμένος στο να κάνει το θέλημα του Πατέρα.
187:3.1 Στις εννιά και μισή περίπου το πρωί της Παρασκευής, ο Ιησούς είχε κρεμαστεί στο σταυρό[20]. Πριν από τις ένδεκα, περισσότερα από χίλια άτομα είχαν συγκεντρωθεί για να παρακολουθήσουν το θέαμα της σταύρωσης του Γιου του Ανθρώπου. Όλες αυτές τις φοβερές ώρες τα αόρατα πνεύματα ενός σύμπαντος στεκόντουσαν σιωπηλά ενώ παρακολουθούσαν το ασυνήθιστο φαινόμενο του Δημιουργού να υφίσταται το θάνατο σαν να ήταν δημιούργημα, και μάλιστα τον πιο επαίσχυντο θάνατο ενός εγκληματία κατάδικου.
187:3.2 Στέκονταν πλάι στο σταυρό, πότε τη μια στιγμή και πότε την άλλη κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, η Μαρία, η Ρουθ, ο Ιούδας, ο Ιωάννης, η Σαλώμη (η μητέρα του Ιωάννη) και μια ομάδα γυναικών, ένθερμων πιστών, συμπεριλαμβανομένης της Μαρίας, γυναίκα του Κλωπά και αδελφή της μητέρας του Ιησού, της Μαρίας της Μαγδαληνής και της Ρεβέκκας που κάποτε έμενε στη Σεφφώρα[21]. Αυτοί και άλλοι φίλοι του Ιησού κρατούσαν την ηρεμία τους ενόσω ήταν μάρτυρες της μεγάλης υπομονής και της καρτερίας του και παρακολουθούσαν τον έντονο πόνο του.
187:3.3 Πολλοί που περνούσαν από δίπλα κούναγαν το κεφάλι τους και τον επέκριναν, λέγοντας: «Εσύ που θα κατέστρεφες το ναό και θα τον ξανάχτιζες σε τρεις μέρες, σώσε τον εαυτό σου. Αν είσαι γιος του Θεού, γιατί δεν κατεβαίνεις από το σταυρό;». Με παρόμοιο τρόπο μερικοί από τους αρχηγούς των Ιουδαίων τον περιγελούσαν, λέγοντας, «Έσωσε άλλους, αλλά τον εαυτό του δεν μπορεί να τον σώσει». Άλλοι έλεγαν, «Αν είσαι ο βασιλιάς των Ιουδαίων, κατέβα από το σταυρό και θα σε πιστέψουμε». Και αργότερα τον κορόιδευαν πάλι, λέγοντες: «Εμπιστεύτηκε το Θεό για να τον ελευθερώσει. Ισχυρίστηκε ακόμα και πως ήταν ο Γιος του Θεού – κοιτάξτε τον τώρα – σταυρωμένο ανάμεσα σε δυο κλέφτες»[22]. Ακόμα και οι δυο κλέφτες τον χλεύαζαν και τον κατάκριναν.
187:3.4 Επειδή ο Ιησούς δεν απαντούσε στις προσβολές τους και μια και κόντευε το μεσημέρι αυτής της ειδικής προπαρασκευαστικής ημέρας, κατά τις ενδεκάμισι οι περισσότεροι, από το πλήθος που τον γιουχάιζε και τον χλεύαζε, είχαν φύγει, και λιγότερα από πενήντα άτομα είχαν μείνει στην περιοχή. Οι στρατιώτες ετοιμάζονταν τώρα να φάνε μεσημεριανό και να πιουν το φτηνό, ξινό κρασί τους καθώς τακτοποιήθηκαν για τη μακρόχρονη θανατική φρούρηση. Καθώς γεύονταν το κρασί τους, έκαναν κοροϊδευτικά μια πρόποση στον Ιησού, λέγοντας, «Χαίρε και καλή τύχη! Στο βασιλιά των Ιουδαίων»[23]. Και εξεπλάγησαν από το ανεκτικό βλέμμα του Κυρίου για τις κοροϊδίες και τους χλευασμούς τους.
187:3.5 Όταν ο Ιησούς τους είδε να τρώνε και να πίνουν, τους κοίταξε και είπε, «Διψώ»[24]. Όταν ο αρχηγός της φρουράς άκουσε τον Ιησού να λέγει, «Διψώ», πήρε λίγο κρασί από το μπουκάλι του και, βάζοντας το διαποτισμένο σπόγγινο βούλωμα πάνω στη μύτη ενός ακοντίου, το σήκωσε προς τον Ιησού για να μπορέσει να βρέξει τα ξεραμένα χείλη του.
187:3.6 Ο Ιησούς είχε επιδιώξει να ζήσει χωρίς να καταφύγει στην υπερφυσική δύναμή του, και κατά τον ίδιο τρόπο επέλεξε να πεθάνει σαν κοινός θνητός πάνω στο σταυρό. Έζησε σαν άνθρωπος και θα πέθαινε σαν άνθρωπος – πράττοντας το θέλημα του Πατέρα.
187:4.1 Ένας από τους ληστές επέκρινε τον Ιησού, λέγοντας, «Αν είσαι ο Γιος του Θεού, γιατί δεν σώζεις τον εαυτό σου κι εμάς;»[25][26]. Αλλά όταν κατάκρινε τον Ιησού, ο άλλος ληστής, που είχε ακούσει πολλές φορές τον Κύριο να διδάσκει, είπε: «Δεν φοβάσαι ούτε το Θεό; Δεν βλέπεις ότι εμείς υποφέρουμε δίκαια για τις πράξεις μας, αλλά αυτός ο άνθρωπος υποφέρει άδικα; Καλύτερα να ζητήσουμε συγχώρεση για τις αμαρτίες μας και σωτηρία για τις ψυχές μας». Όταν ο Ιησούς άκουσε τον κλέφτη να μιλάει έτσι, γύρισε το κεφάλι του προς αυτόν και χαμογέλασε συγκαταβατικά. Όταν ο κακοποιός είδε το πρόσωπο του Ιησού να είναι γυρισμένο προς αυτόν, μάζεψε το κουράγιο του, άναψε η φλόγα της πίστης του που τρεμόσβηνε και είπε, «Κύριε, θυμήσου με όταν έρθεις στη βασιλεία σου»[27]. Και τότε ο Ιησούς είπε, «Αληθώς, αληθώς, σου λέγω σήμερα, θα είσαι κάποτε μαζί μου στον Παράδεισο».
187:4.2 Ο Κύριος είχε χρόνο ανάμεσα στις σουβλιές του θανάτου να προσέξει την ομολογία πίστης τού πιστεύοντος ληστή. Όταν ο κλέφτης αυτός αναζήτησε τη σωτηρία, βρήκε τη λύτρωση. Πολλές φορές πριν από αυτή την ώρα είχε παρεμποδιστεί να πιστέψει στον Ιησού, αλλά μόνο αυτές τις τελευταίες ώρες της συνειδητοποίησης στράφηκε με όλη του την καρδιά προς τη διδασκαλία του Κυρίου. Όταν είδε τον τρόπο με τον οποίο ο Ιησούς αντιμετώπιζε το θάνατο πάνω στο σταυρό, ο κλέφτης αυτός δεν μπόρεσε να αντισταθεί περισσότερο στην πεποίθηση ότι αυτός ο Γιος του Ανθρώπου ήταν όντως ο Γιος του Θεού.
187:4.3 Κατά το επεισόδιο αυτό της αλλαγής και της υποδοχής του κλέφτη στη βασιλεία, από τον Ιησού, ο απόστολος Ιωάννης ήταν απών, έχοντας πάει στην πόλη για να φέρει τη μητέρα του και τις φίλες της στον τόπο της σταύρωσης. Ο Λουκάς ακολούθως, άκουσε την ιστορία αυτή από τον προσηλυτισμένο Ρωμαίο αρχηγό της φρουράς.
187:4.4 Ο απόστολος Ιωάννης εξιστόρησε τα περί της σταύρωσης, όπως αυτός θυμόταν το γεγονός μετά από δυο τρίτα του αιώνα αφότου συνέβη. Οι άλλες αναφορές βασίστηκαν στην αφήγηση του Ρωμαίου εκατόνταρχου που ήταν υπηρεσία, ο οποίος εξαιτίας αυτών που είδε και άκουσε, πίστεψε ακολούθως στον Ιησού και εισήλθε πλήρως στη συντροφιά της ουράνιας βασιλείας στη γη.
187:4.5 Ο νέος αυτός άνδρας, ο μετανιωμένος ληστής, είχε οδηγηθεί στη ζωή της βίας και των κακών πράξεων από εκείνους που εκθείαζαν τα ληστρικά έργα σαν αποτελεσματική πατριωτική διαμαρτυρία κατά της πολιτικής καταπίεσης και της κοινωνικής αδικίας. Και αυτού του είδους η διδαχή, συν η ώθηση για την περιπέτεια, οδήγησε πολλούς, κατά τα άλλα καλοπροαίρετους νέους, να στρατολογηθούν σε αυτές τις ριψοκίνδυνες ληστρικές αποστολές. Ο νεαρός άνδρας θεωρούσε το Βαραββά ήρωα. Τώρα είδε ότι είχε σφάλλει. Εδώ στο σταυρό δίπλα του είδε έναν πραγματικά μεγάλο άνδρα, έναν αληθινό ήρωα. Εδώ βρισκόταν ο ήρωας που πυροδοτούσε το ζήλο του και του ενέπνεε τις υψηλότερες ιδέες του για τον αυτοσεβασμό και αναζωογονούσε όλα τα ιδεώδη του για το θάρρος, την ανδρεία και τη γενναιότητα. Παρατηρώντας τον Ιησού, ξεπετάχτηκε στην καρδιά του μια υπερβολική αίσθηση αγάπης, πίστης και αυθεντικής μεγαλοσύνης.
187:4.6 Και εάν κάποιο άλλο άτομο, ανάμεσα στο πλήθος που χλεύαζε, είχε γευθεί την εμπειρία της γέννησης της πίστης μέσα στην ψυχή του, και είχε επικαλεστεί την ευσπλαχνία του Ιησού, θα είχε γίνει δεκτό με την ίδια αγαπητή θεώρηση που επιδείχθηκε και προς το ληστή που πίστεψε.
187:4.7 Ακριβώς μετά, που ο μετανιωμένος ληστής άκουσε την υπόσχεση του Κυρίου, ότι θα συναντιόντουσαν κάποια μέρα στον Παράδεισο, ο Ιωάννης γύρισε από την πόλη, φέρνοντας μαζί του τη μητέρα του και μια ομάδα από περίπου δώδεκα πιστές γυναίκες. Ο Ιωάννης πήρε τη θέση του κοντά στη Μαρία τη μητέρα του Ιησού, υποβαστάζοντάς την. Ο γιος της Ιούδας στεκόταν από το άλλο πλευρό. Καθώς ο Ιησούς κοίταξε τη σκηνή αυτή, ήταν μεσημέρι, είπε στη μητέρα του, «Γυναίκα, ιδού ο γιος σου!», και μιλώντας στον Ιωάννη, είπε, «Παιδί μου, ιδού η μητέρα σου!». Και μετά απευθύνθηκε και στους δυο, λέγοντας, «Επιθυμώ να φύγετε από αυτό το μέρος». Κι έτσι ο Ιωάννης και ο Ιούδας οδήγησαν τη Μαρία μακριά από το Γολγοθά[28]. Ο Ιωάννης πήρε τη μητέρα του Ιησού στο μέρος όπου διέμενε στην Ιερουσαλήμ και μετά έτρεξε πίσω στο μέρος της σταύρωσης. Μετά το Πάσχα η Μαρία γύρισε στη Βηθσαϊδά, όπου έζησε στο σπίτι του Ιωάννη την υπόλοιπη ζωή της. Η Μαρία δεν έζησε έναν ολόκληρο χρόνο μετά το θάνατο του Ιησού.
187:4.8 Μετά την αναχώρηση της Μαρίας, οι άλλες γυναίκες αποτραβήχτηκαν σε μικρή απόσταση και παρέμειναν να παρακολουθούν τον Ιησού μέχρι που εξέπνευσε στο σταυρό, και βρισκόντουσαν εκεί δίπλα όταν πήραν το σώμα του Κυρίου για να το θάψουν.
187:5.1 Αν και ήταν νωρίς ακόμα η εποχή για ένα τέτοιο φαινόμενο, απότομα μετά τις δώδεκα ο ουρανός σκοτείνιασε από λεπτή άμμο στην ατμόσφαιρα[29]. Ο λαός της Ιερουσαλήμ ήξερε ότι αυτό σήμαινε τον ερχομό μιας από εκείνες τις καυτές αμμοθύελλες από την Αραβική έρημο. Πριν τη μία ο ουρανός ήταν πολύ σκοτεινός, ο ήλιος είχε κρυφτεί, και ο εναπομείνας όχλος έτρεξε πίσω στην πόλη. Όταν ο Κύριος παρέδωσε τη ζωή του λίγο μετά από αυτή την ώρα, λιγότεροι από τριάντα άνθρωποι ήταν παρόντες, μόνο οι δεκατρείς Ρωμαίοι στρατιώτες και μια ομάδα δεκαπέντε περίπου πιστών. Οι πιστοί ήταν όλες γυναίκες εκτός από δυο, τον Ιούδα, τον αδελφό του Ιησού και τον Ιωάννη Ζεβεδαίο, που επέστρεψε στην περιοχή λίγο πριν εκπνεύσει ο Κύριος.
187:5.2 Σύντομα μετά τη μία, μέσα στην αυξανόμενη σκοτεινιά από τη μανιώδη αμμοθύελλα, ο Ιησούς άρχισε να πέφτει σε ανθρώπινη συνειδητοποίηση. Τα τελευταία λόγια του για ευσπλαχνία, συγχώρεση και παραίνεση ειπώθηκαν εκείνη την ώρα. Εξέφρασε την τελευταία επιθυμία του – σχετικά με τη φροντίδα της μητέρας του. Αυτή την ώρα που πλησίαζε ο θάνατος, ο ανθρώπινος νους του Ιησού κατέφυγε στην επανάληψη πολλών εδαφίων από τις Εβραϊκές Γραφές, ειδικά τους Ψαλμούς[30]. Η τελευταία συνειδητή σκέψη του ανθρώπου Ιησού είχε σχέση με την επανάληψη στο νου του ενός τμήματος από το Βιβλίο των Ψαλμών, σήμερα γνωστό σαν ο εικοστός, εικοστός πρώτος και εικοστός δεύτερος ψαλμός. Αν και τα χείλη του κινούντο συχνά, ήταν πολύ αδύναμος να εκστομίσει τις λέξεις όπως ήταν σε αυτά τα εδάφια, τα οποία τόσο καλά ήξερε απ’ έξω, και περνούσαν από το μυαλό του. Λίγες φορές μόνο κατάφεραν εκείνοι που στεκόντουσαν πλάι του ν’ αρπάξουν κάποιες εκφράσεις, όπως, «Ξέρω ότι ο Κύριος θα σώσει το χρισμένο του», «Το χέρι σου θα ανακαλύψει όλους τους εχθρούς μου» και «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;»[31][32][33]. Ο Ιησούς ούτε για ένα λεπτό δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι δεν έζησε σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα και ποτέ δεν αμφισβήτησε ότι παρέδιδε τη θνητή ζωή του σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα του. Δεν αισθάνθηκε ότι ο Πατέρας τον είχε εγκαταλείψει, απάγγελλε στις ώρες που έχανε τη συνείδησή του κομμάτια από πολλές Γραφές, μεταξύ των οποίων τον εικοστό δεύτερο ψαλμό, που αρχίζει με το «Θεέ μου, Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;». Και αυτό έτυχε να είναι ένα από τα τρία εδάφια που έλεγε με επαρκή καθαρότητα ώστε να ακούγεται από εκείνους που βρίσκονταν κοντά.
187:5.3 Η τελευταία παράκληση που έκανε ο θνητός Ιησούς στους συντρόφους του ήταν κατά τη μιάμιση, όταν για δεύτερη φορά είπε, «Διψώ» και ο ίδιος αρχηγός της φρουράς ύγρανε πάλι τα χείλη του με τον ίδιο μουσκεμένο σπόγγο στο ξινό κρασί, που εκείνη την εποχή λεγόταν κοινά ξύδι[34].
187:5.4 Η αμμοθύελλα δυνάμωσε σε ένταση και ο ουρανός σκοτείνιασε περισσότερο. Οι στρατιώτες και η μικρή ομάδα πιστών βρίσκονταν πλησίον. Οι στρατιώτες είχαν σκύψει κοντά στο σταυρό, στριμωγμένοι όλοι μαζί για να προστατευθούν από την άμμο που έκοβε. Η μητέρα του Ιωάννη και οι άλλες παρακολουθούσαν από απόσταση, όπου είχαν βρει κάποιο καταφύγιο σε ένα προεξέχοντα βράχο. Όταν ο Κύριος τελικά ξεψύχησε βρίσκονταν κοντά στο κάτω μέρος του σταυρού του ο Ιωάννης Ζεβεδαίος, ο αδελφός του Ιούδας, η αδελφή του Ρουθ, η Μαρία η Μαγδαληνή και η Ρεβέκκα κάποτε από τη Σεφφώρα[35].
187:5.5 Ήταν ακριβώς πριν τις τρεις όταν ο Ιησούς, με δυνατή φωνή φώναξε, «Τελείωσε! Πατέρα, στα χέρια σου παραδίδω το πνεύμα μου». Και όταν μίλησε έτσι, έσκυψε το κεφάλι του και εγκατέλειψε τον αγώνα της ζωής. Όταν ο Ρωμαίος εκατόνταρχος είδε πώς πέθανε ο Ιησούς, χτύπησε το στήθος του και είπε: «Ήταν όντως δίκαιος άνθρωπος, αληθινά πρέπει να ήταν Γιος του Θεού»[36]. Και από εκείνη την ώρα άρχισε να πιστεύει στον Ιησού.
187:5.6 Ο Ιησούς πέθανε με βασιλικό τρόπο – όπως έζησε. Παραδέχτηκε τη βασιλική συμπεριφορά του και παρέμεινε κύριος της κατάστασης καθ’ όλη την τραγική ημέρα. Βάδισε πρόθυμα προς τον ατιμωτικό του θάνατο, αφού εξασφάλισε τους εκλεγμένους του απόστολους. Με σοφό τρόπο συγκράτησε το βίαιο χαρακτήρα του Πέτρου και προέβλεψε ότι ο Ιωάννης μπορούσε να βρίσκεται κοντά του μέχρι το τέλος της θνητής του ύπαρξης. Αποκάλυψε την αληθινή του φύση στο φονικό Σανχεντρίν και υπενθύμισε στον Πιλάτο την αρχή της κυριαρχικής του εξουσίας σαν Γιος του Θεού. Κίνησε για το Γολγοθά μεταφέροντας το δικό του σταυρό και ολοκλήρωσε τη γεμάτη αγάπη ενσάρκωσή του παραδίνοντας το πνεύμα της θνητής του απόκτησης στα χέρια του Παραδεισένιου Πατέρα. Μετά από μια τέτοια ζωή – και με τέτοιο θάνατο – ο Κύριος μπορούσε αλήθεια να πει, «Τελείωσε»[37].
187:5.7 Επειδή αυτή ήταν η προπαρασκευαστική ημέρα και για το Πάσχα αλλά και για το Σάββατο, οι Ιουδαίοι δεν ήθελαν να παραμείνουν τα σώματα αυτά εκτεθειμένα στο Γολγοθά[38]. Έτσι πήγαν στον Πιλάτο ζητώντας να σπάσουν τα πόδια των τριών ανδρών, να τους αποτελειώσουν δηλαδή, ώστε να τους κατεβάσουν από τους σταυρούς και να τους πετάξουν στους τάφους-λάκκους για τους εγκληματίες πριν τη δύση του ήλιου. Όταν ο Πιλάτος άκουσε το αίτημα, έστειλε εκεί τρεις στρατιώτες για να σπάσουν τα πόδια και να αποτελειώσουν τον Ιησού και τους δυο ληστές[39].
187:5.8 Όταν οι στρατιώτες αυτοί έφτασαν στο Γολγοθά, έπραξαν κατά τα συμφωνηθέντα με τους δυο κλέφτες, αλλά βρήκαν τον Ιησού πεθαμένο ήδη, προς μεγάλη τους έκπληξη[40]. Για να βεβαιωθούν όμως για το θάνατό του, ένας στρατιώτης τρύπησε το αριστερό του πλευρό με τη λόγχη του. Αν και ήταν κοινό στα θύματα της σταύρωσης να παρατείνεται η ζωή τους πάνω στο σταυρό για δυο και τρεις μέρες, η υπερβολική συναισθηματική αγωνία και η οξύτατη πνευματική οδύνη του Ιησού έφεραν τέλος στη θνητή του ζωή σε λίγο λιγότερο από πεντέμισι ώρες.
187:6.1 Στο μέσον της σκοτεινιάς από την αμμοθύελλα, κατά τις τρεισήμισι, ο Δαυίδ Ζεβεδαίος απέστειλε τον τελευταίο αγγελιαφόρο που μετέφερε την είδηση του θανάτου του Κυρίου[41]. Ο τελευταίος δρομέας του στάλθηκε στο σπίτι της Μάρθας και της Μαρίας στη Βηθανία, όπου πίστευε ότι είχε καταλύσει η μητέρα του Ιησού με τη λοιπή οικογένειά της.
187:6.2 Μετά το θάνατο του Κυρίου, ο Ιωάννης έστειλε τις γυναίκες, με την επίβλεψη του Ιούδα, στο σπίτι του Ηλία Μάρκου, όπου παρέμειναν όλη την ημέρα του Σαββάτου. Ο ίδιος ο Ιωάννης, επειδή τον γνώριζε ήδη καλά μέχρι τότε ο Ρωμαίος εκατόνταρχος, έμεινε στο Γολγοθά μέχρι που ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος έφτασαν στην περιοχή με διαταγή από τον Πιλάτο, που τους εξουσιοδοτούσε να πάρουν στην κατοχή τους το σώμα του Ιησού.
187:6.3 Έτσι τελείωσε μια μέρα τραγωδίας και θλίψης για ένα ευρύτατο σύμπαν του οποίου μυριάδες νοήμονα όντα ριγούσαν από το απαίσιο θέαμα της σταύρωσης της ανθρώπινης ενσάρκωσης του αγαπημένου τους Άρχοντα. Είχαν εκπλαγεί από αυτή την επίδειξη θνητής σκληρότητας και ανθρώπινης δυστροπίας.