© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 188. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 190. ΜΟΡΟΝΤΙΑΝΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ |
189:0.1 Λίγο μετά τον ενταφιασμό του Ιησού την Παρασκευή το απόγευμα, ο αρχηγός των αρχαγγέλων τού Νέβαδον, ευρισκόμενος τότε στην Ουράντια, συγκάλεσε το δικό του συμβούλιο ανάστασης των υπάρξεων που οι συνειδήσεις τους βρίσκονται σε ύπνο και εισήγαγε το θέμα μιας λογικής τεχνικής για την επαναφορά του Ιησού. Τα συγκεντρωμένα παιδιά του τοπικού σύμπαντος, τα πλάσματα του Μιχαήλ, το έπραξαν αυτό με δική τους υπευθυνότητα. Δεν τους είχε συγκεντρώσει ο Γαβριήλ. Γύρω στα μεσάνυχτα είχαν βγάλει συμπέρασμα ότι το δημιούργημα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για να διευκολύνει την ανάσταση του Δημιουργού[1]. Ήταν διατεθειμένοι να δεχτούν τη συμβουλή του Γαβριήλ, που τους έδωσε τις οδηγίες ότι, αφού ο Μιχαήλ είχε «θυσιάσει τη ζωή του με τη δική του ελεύθερη βούληση, είχε τη δύναμη επίσης, να την πάρει πάλι πίσω ανάλογα με τη δική του απόφαση». Λίγο μετά τη διακοπή του συμβουλίου των αρχαγγέλων, οι Φορείς της Ζωής, και οι ποικίλοι συνεργάτες τους στο έργο της αποκατάστασης των δημιουργημάτων και της μοροντιανής δημιουργίας, ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Ιησού, έχοντας τότε προσωπικά τη διοίκηση των συγκεντρωμένων ουράνιων πνευμάτων στην Ουράντια, είπε αυτά τα λόγια στους ανυπόμονους παρατηρητές που περίμεναν:
189:0.2 «Κανένας σας δεν μπορεί να κάνει κάτι για να συμπαρασταθεί στην επιστροφή στη ζωή του Δημιουργού-πατέρα σας. Σαν θνητός της πλάσης, βίωσε το θνητό θάνατο, σαν Άρχοντας ενός σύμπαντος ζει ακόμα. Εκείνο που παρατηρείτε είναι η θνητή μεταφορά του Ιησού του Ναζωραίου από τη ζωή της σάρκας στη ζωή στη μορόντια. Η πνευματική μεταφορά του Ιησού ολοκληρώθηκε την ώρα που εγώ αποχώρησα από την προσωπικότητά του και έγινα προσωρινός διευθύνων σε σας. Ο Δημιουργός-πατέρας διάλεξε να περάσει από όλη την εμπειρία των θνητών πλασμάτων του, από τη γέννηση στους υλικούς κόσμους, μέσα από το σωματικό θάνατο και την ανάσταση στη μορόντια, στην κατάσταση της αληθινής πνευματικής ύπαρξης. Εσείς παρατηρείτε κάποια φάση από αυτή την εμπειρία, αλλά δεν συμμετέχετε. Τα πράγματα εκείνα που κανονικά κάνετε για τα δημιουργήματα, δεν μπορείτε να τα κάνετε για το Δημιουργό. Ένας Γιος Δημιουργός έχει μέσα του τη δύναμη να εμφανίζεται σαν ένα οποιοδήποτε από τα δημιουργημένα παιδιά του[2]. Έχει μέσα του τη δύναμη να παραδίνει τη ζωή του στις αισθήσεις και να την παίρνει πάλι πίσω. Και έχει αυτή τη δύναμη ένεκα της άμεσης διαταγής του Πατέρα του Παραδείσου, και γνωρίζω γι αυτά που σας λέγω».
189:0.3 Όταν άκουσαν τον Προσωπικό Ρυθμιστή να μιλάει, όλοι άρχισαν να αγωνιούν από την προσδοκία, από το Γαβριήλ μέχρι το πιο ταπεινό χερουβείμ. Είδαν το θνητό σώμα του Ιησού στο μνήμα, αναζητούσαν αποδείξεις από τη συμπαντική δραστηριότητα του αγαπημένου τους Άρχοντα, και επειδή δεν κατανοούσαν τέτοιου είδους φαινόμενα, περίμεναν υπομονετικά για τις εξελίξεις.
189:1.1 Στις τρεις παρά τέταρτο το πρωί της Κυριακής, η επιτροπή της ενσάρκωσης του Παραδείσου, αποτελούμενη από επτά μη αναγνωρισμένες οντότητες του Παραδείσου, έφτασαν στην περιοχή και παρατάχθηκαν γύρω από το μνήμα. Δέκα λεπτά πριν τις τρεις, σφοδρές δονήσεις από ανάμεικτες υλικές και μοροντιανές δραστηριότητες άρχισαν να εκρέουν από το καινούργιο μνήμα του Ιωσήφ, και στις τρεις και δυο λεπτά, το πρωί της Κυριακής, 9 Απριλίου 30 μ.Χ., η αναστημένη μορφή και προσωπικότητα του Ιησού του Ναζωραίου εξήλθε από το μνήμα.
189:1.2 Όταν ο αναστημένος Ιησούς πρόβαλε από το μνήμα που είχε ενταφιαστεί, το σάρκινο σώμα μέσα στο οποίο είχε ζήσει και εργαστεί στη γη για σχεδόν τριάντα έξι χρόνια βρισκόταν ακόμα, στην εσοχή του τάφου, απείραχτο και τυλιγμένο με το λινό σεντόνι, όπως ακριβώς είχε τοποθετηθεί για ανάπαυση από τον Ιωσήφ και τους συνεργάτες του το απόγευμα της Παρασκευής. Ούτε η πέτρα μπροστά από την είσοδο του τάφου είχε πειραχτεί. Η σφραγίδα του Πιλάτου ήταν ακόμα άθικτη. Οι στρατιώτες ήταν ακόμα επιφυλακή. Οι φρουροί του ναού παρέμεναν συνεχώς στο καθήκον τους. Η Ρωμαϊκή φρουρά είχε αλλάξει τα μεσάνυχτα. Κανένας από αυτούς τους φύλακες δεν υποπτεύθηκε ότι το αντικείμενο της φρούρησής τους είχε αναστηθεί σε μια νέα και υψηλότερη μορφή ύπαρξης, και πως το σώμα που φύλαγαν ήταν τώρα ένα εξωτερικό κάλυμμα που είχε απορριφθεί και το οποίο δεν είχε καμία περαιτέρω σχέση με την απελευθερωμένη μοροντιανή προσωπικότητα του Ιησού.
189:1.3 Η ανθρωπότητα αργεί να καταλάβει πως, για ό,τι είναι προσωπικό, η ύλη είναι ο σκελετός της μοροντιανής φύσης, και ότι αμφότερες είναι η αντανακλαστική σκιά της συνεχούς πνευματικής πραγματικότητας. Πόσο καιρό θα πάρει πριν εσείς αναγνωρίσετε το χρόνο σαν την κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας και το χώρο σαν τη φευγαλέα σκιά των αληθειών του Παραδείσου;
189:1.4 Καθ’ όσον μπορούμε να κρίνουμε, καμία ύπαρξη του σύμπαντος αυτού ούτε καμία οντότητα από άλλο σύμπαν είχε σχέση με την μοροντιανή ανάσταση του Ιησού από τη Ναζαρέτ. Την Παρασκευή παρέδωσε τη ζωή του σαν ένας θνητός της πλάσης, την Κυριακή το πρωί την ανέκτησε σαν μια μοροντιανή ύπαρξη του συστήματος της Σατάνια στο Νορλατιαντέκ. Υπάρχουν πολλά σχετικά με την ανάσταση του Ιησού που δεν καταλαβαίνουμε. Αλλά γνωρίζουμε ότι συνέβη όπως αναφέραμε και την ενδεδειγμένη ώρα περίπου. Επίσης μπορούμε να αναφέρουμε ότι όλα τα γνωστά φαινόμενα που συνδέονται με αυτή τη θνητή μεταφορά, ή μοροντιανή ανάσταση, έλαβε χώρα ακριβώς εκεί στο καινούργιο μνήμα του Ιωσήφ, όπου τα υλικά υπολείμματα της θνητής φύσης του Ιησού κείτονταν τυλιγμένα σε νεκρικά ρούχα.
189:1.5 Γνωρίζουμε ότι καμία ύπαρξη από το τοπικό σύμπαν δεν συμμετείχε στην μοροντιανή αφύπνιση. Διακρίναμε τις επτά οντότητες του Παραδείσου να περιβάλλουν το μνήμα, αλλά δεν τις είδαμε να κάνουν κάτι σχετικά με την αφύπνιση του Κυρίου. Μόλις ο Ιησούς εμφανίστηκε στο πλευρό του Γαβριήλ, ακριβώς πάνω από τον τάφο, οι επτά οντότητες από τον Παράδεισο επισήμαναν την πρόθεσή τους για άμεση αναχώρηση για την Ουβέρσα.
189:1.6 Ας ξεκαθαρίσουμε για πάντα την αρχή της ανάστασης του Ιησού κάνοντας τις ακόλουθες παρατηρήσεις:
189:1.7 1. Το υλικό ή φυσικό σώμα του δεν αποτέλεσε τμήμα της αναστημένης προσωπικότητάς του. Όταν ο Ιησούς εξήλθε από το μνήμα, το σάρκινο σώμα του παρέμεινε απείραχτο στον τάφο. Αναφάνηκε από το μνήμα χωρίς να μετακινήσει τις πέτρες μπροστά στην είσοδο και χωρίς να σπάσει τη σφραγίδα του Πιλάτου.
189:1.8 2. Δεν αναφάνηκε από το μνήμα σαν πνεύμα ούτε σαν Μιχαήλ του Νέβαδον, δεν εμφανίστηκε με τη μορφή του Κυβερνήτη Δημιουργού, την οποία είχε πριν ενσαρκωθεί μοιάζοντας με ένα θνητό της Ουράντια.
189:1.9 3. Εξήλθε από το μνήμα του Ιωσήφ με το παρουσιαστικό των μοροντιανών οντοτήτων εκείνων που, σαν αναστημένα μοροντιανά ανερχόμενα όντα, αναφαίνονται από τις αίθουσες της ανάστασης του πρώτου πλανητικού κόσμου αυτού του τοπικού συστήματος της Σατάνια. Και η παρουσία του μνημείου του Μιχαήλ στο κέντρο της εκτεταμένης αυλής των αιθουσών ανάστασης της μανσόνια , μας οδηγεί στην εικασία ότι η ανάσταση του Κυρίου στην Ουράντια καλλιεργήθηκε σ’ αυτόν τον πρώτο από τους πλανητικούς κόσμους.
189:1.10 Η πρώτη πράξη του Ιησού καθώς σηκώθηκε από το μνήμα ήταν να χαιρετήσει το Γαβριήλ και να του δώσει τις οδηγίες να συνεχίσει να είναι διοικητικός υπεύθυνος των συμπαντικών υποθέσεων υπό τον Εμμανουήλ, και μετά έδωσε εντολή στον αρχηγό των Μελχισεδέκ να μεταφέρει τους αδελφικούς χαιρετισμούς του στον Εμμανουήλ. Αμέσως μετά ζήτησε από τον Ύψιστο της Εντέντια τη βεβαίωση των Αρχαίων των Ημερών σχετικά με το θνητό πέρασμά του και στρεφόμενος έπειτα στη συγκεντρωμένη μοροντιανή ομάδα των επτά πλανητικών κόσμων, που είχαν μαζευτεί εδώ για να χαιρετίσουν και να καλωσορίσουν το Δημιουργό τους σαν ύπαρξη της δικής τους τάξης, ο Ιησούς είπε τα πρώτα λόγια της μετα-θνητής σταδιοδρομίας του. Είπε ο μοροντιανός Ιησούς: «Έχοντας τερματίσει τη ζωή μου στη σάρκα, θα παραμείνω για ένα διάστημα σε μεταβατική μορφή ώστε να μπορέσω να γνωρίσω πληρέστερα τη ζωή των ανερχομένων πλασμάτων μου και να αποκαλύψω περαιτέρω το θέλημα του Πατέρα μου στον Παράδεισο».
189:1.11 Όταν μίλησε ο Ιησούς, έγνεψε στον Προσωπικό του Ρυθμιστή και όλες οι συμπαντικές οντότητες που είχαν συγκεντρωθεί στην Ουράντια για να παρευρεθούν στην ανάσταση έσπευσαν αμέσως στις αντίστοιχες συμπαντικές αποστολές τους.
189:1.12 Ο Ιησούς άρχισε τώρα τις επαφές στο μοροντιανό επίπεδο, και παρουσιάστηκε, σαν ύπαρξη, με τις ανάγκες της ζωής που είχε επιλέξει να ζήσει για σύντομο διάστημα στην Ουράντια. Αυτή η μύηση στο μοροντιανό κόσμο απαίτησε περισσότερο από μια γήινη ώρα και διακόπηκε δυο φορές από την επιθυμία του να επικοινωνήσει με τους πρώην θνητούς συνεργάτες του, καθώς αυτοί ήρθαν από την Ιερουσαλήμ με κατάπληξη να περιεργαστούν τον άδειο τάφο για να ανακαλύψουν όσα θεωρούσαν απόδειξη της ανάστασής του.
189:1.13 Τώρα το θνητό πέρασμα του Ιησού – η μοροντιανή ανάσταση του Γιου του Ανθρώπου – ολοκληρώθηκε. Η μεταβατική εμπειρία του Κυρίου σαν ενδιάμεση οντότητα ανάμεσα στην ύλη και το πνεύμα ξεκίνησε. Και τα επιτέλεσε όλα αυτά με δύναμη έμφυτη μέσα του. Καμία οντότητα δεν του έδωσε κάποια βοήθεια. Τώρα ζει σαν μοροντιανός Ιησούς, και καθώς αρχίζει τη μοροντιανή ζωή του, το υλικό του σώμα βρίσκεται εκεί απείραχτο στο μνήμα. Οι στρατιώτες είναι επιφυλακή ακόμα και η σφραγίδα του κυβερνήτη στους βράχους δεν έχει ακόμα σπάσει.
189:2.1 Δέκα λεπτά μετά τις τρεις, καθώς ο αναστημένος Ιησούς αδελφωνόταν με τις συγκεντρωμένες μοροντιανές οντότητες από τους επτά πλανητικούς κόσμους της Σατάνια, ο αρχηγός των αρχαγγέλων – των αγγέλων της ανάστασης – πλησίασε το Γαβριήλ και ζήτησε το θνητό σώμα του Ιησού. Είπε ο αρχηγός των αρχαγγέλων: «Μπορεί να μη συμμετέχουμε στη μοροντιανή ανάσταση της ενσαρκωμένης εμπειρίας του Μιχαήλ του άρχοντά μας, αλλά θέλουμε να πάρουμε τα θνητά κατάλοιπά του στη φύλαξή μας για άμεση διάλυση. Δεν προτείνουμε να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική μας της εξαΰλωσης, επιθυμούμε απλά να θέσουμε σε λειτουργία τη διαδικασία της επιτάχυνσης του χρόνου. Αρκετό είναι που είδαμε τον Άρχοντα να ζει και να πεθαίνει στην Ουράντια. Τα πνεύματα του ουρανού θα αποφύγουν τη θύμηση από την ανοχή της θέας της αργής αποσύνθεσης της θνητής μορφής του Δημιουργού και Υποστηρικτή ενός σύμπαντος. Στο όνομα των ουράνιων οντοτήτων όλου του Νέβαδον, ζητώ την εντολή που θα μου δώσει την επιτήρηση του θνητού σώματος του Ιησού από τη Ναζαρέτ και που θα μας εξουσιοδοτήσει να προχωρήσουμε στην άμεση διάλυσή του».
189:2.2 Και όταν ο Γαβριήλ συσκέφθηκε με το γηραιότερο Ύψιστο της Εντέντια, έδωσε στον αρχάγγελο-εκπρόσωπο των ουράνιων πνευμάτων την άδεια να διευθετήσει με τον τρόπο που αποφάσισε τα σωματικά κατάλοιπα του Ιησού.
189:2.3 Όταν παραχωρήθηκε αυτό το αίτημα στον αρχηγό των αρχαγγέλων, αυτός κάλεσε προς βοήθειά του πολλούς από τους συντρόφους του, μαζί και ένα πλήθος πνευμάτων εκπροσώπων όλων των τάξεων των ουράνιων οντοτήτων και μετά, με τη βοήθεια των ενδιάμεσων της Ουράντια, προχώρησε στην κατοχή του φυσικού σώματος του Ιησού. Το σώμα αυτό του θανάτου ήταν καθαρά ένα υλικό κατασκεύασμα. Φυσικά και κυριολεκτικά. Δεν μπορούσε να μετακινηθεί από το μνήμα όπως η μοροντιανή μορφή της ανάστασης είχε δυνηθεί να ξεφύγει από το σφραγισμένο τάφο. Με την αρωγή αρκετών μοροντιανών βοηθητικών οντοτήτων, η μοροντιανή μορφή μπορεί τη μια στιγμή να γίνει πνευματική και έτσι αδιάφορη για τα συνηθισμένα υλικά πράγματα ενώ την άλλη στιγμή μπορεί να γίνει ορατή και απτή για τα υλικά όντα, όπως ακριβώς οι θνητοί της πλάσης.
189:2.4 Καθώς ετοιμαζόντουσαν να μεταφέρουν το σώμα του Ιησού από το μνήμα, πριν του παράσχουν την τιμητική και γεμάτη σεβασμό στιγμιαία διάλυση, ανατέθηκε στους υποδεέστερους ενδιάμεσους της Ουράντια να κυλήσουν μακριά τις πέτρες από την είσοδο του μνήματος. Η μεγαλύτερη από αυτές τις δυο πέτρες ήταν μια τεράστια στρογγυλεμένη πέτρα, που έμοιαζε πολύ με μυλόπετρα, και μεταφέρθηκε από ένα λαξευμένο κοίλωμα του βράχου, ώστε να μπορεί να κυλίεται πάλι μπρος και πίσω για να ανοίγει ή να κλείνει το μνήμα. Όταν οι Ιουδαίοι φρουροί που φύλαγαν καθώς και οι Ρωμαίοι στρατιώτες, στο θαμπό φως του πρωινού, είδαν την τεράστια πέτρα να κυλάει από την είσοδο του μνήματος, φαινομενικά με δική της δύναμη – χωρίς κάποιο ορατό μέσον να εξηγεί αυτή την κίνηση – καταλήφθηκαν από τρόμο και πανικό και το έσκασαν τρέχοντας από την περιοχή[3][4]. Οι Ρωμαίοι κατέφυγαν στο οχυρό της Αντώνιας και ανέφεραν ό,τι είχαν δει στον εκατόνταρχο, μόλις εκείνος ανέλαβε υπηρεσία.
189:2.5 Οι Ιουδαίοι αρχηγοί ξεκίνησαν το πρόστυχο έργο προσποιούμενοι ότι ήθελαν να ξεφορτωθούν τον Ιησού δωροδοκώντας τον προδοτικό Ιούδα, και τώρα, όταν ήρθαν αντιμέτωποι με αυτή την ενοχλητική κατάσταση, αντί να σκεφτούν να τιμωρήσουν τους φρουρούς που εγκατέλειψαν τη θέση τους, κατέφυγαν στη δωροδοκία των φρουρών και των Ρωμαίων στρατιωτών[5]. Έδωσαν στον καθένα από τους είκοσι αυτούς άνδρες ένα χρηματικό ποσό και τους διέταξαν να πουν σε όλους: «Ενώ κοιμόμασταν, κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι μαθητές του μας έπιασαν και πήραν το σώμα του». Και οι Ιουδαίοι αρχηγοί έδωσαν σοβαρές υποσχέσεις στους στρατιώτες ότι θα τους υπερασπιζόντουσαν ενώπιον του Πιλάτου, σε περίπτωση που συνέβαινε να πέσει στην αντίληψη του κυβερνήτη, πως είχαν δεχτεί φιλοδώρημα.
189:2.6 Το χριστιανικό πιστεύω για την ανάσταση του Ιησού βασίστηκε στο γεγονός του «άδειου τάφου». Ήταν όντως ένα γεγονός το ότι ο τάφος ήταν άδειος, αλλά δεν είναι αυτή η αλήθεια της ανάστασης. Το μνήμα ήταν πραγματικά άδειο όταν αφίχθησαν οι πρώτοι πιστοί, και το γεγονός αυτό, συνδυασμένο με την αναμφίβολη ανάσταση του Κυρίου, οδήγησε στη διατύπωση ενός πιστεύω που δεν ήταν αληθινό: τη διδασκαλία ότι το υλικό και θνητό σώμα του Ιησού αναστήθηκε από τον τάφο. Η αλήθεια, όταν έχει να κάνει με πνευματικές πραγματικότητες και αιώνιες αξίες, δεν μπορεί πάντα να στηρίζεται σε ένα συνδυασμό προφανών γεγονότων. Αν και ξεχωριστά γεγονότα μπορεί να είναι από υλική πλευρά αληθινά, δεν συνεπάγεται ότι ο σύνδεσμος ενός συνόλου γεγονότων πρέπει απαραίτητα να οδηγήσει σε αληθώς πνευματικά συμπεράσματα.
189:2.7 Το μνήμα του Ιωσήφ ήταν άδειο, όχι επειδή το σώμα του Ιησού είχε αναμορφωθεί ή αναστηθεί, αλλά επειδή είχε εισακουσθεί η παράκληση των ουρανίων πνευμάτων να του προσφέρουν μια ειδική και μοναδική διάλυση, μια επιστροφή της «σκόνης στη σκόνη», χωρίς την παρέμβαση της καθυστέρησης του χρόνου και χωρίς τη δράση των συνηθισμένων και ορατών διαδικασιών της θνητής αλλοίωσης και της υλικής αποσύνθεσης[6].
189:2.8 Τα θνητά κατάλοιπα του Ιησού πέρασαν από την ίδια φυσική διαδικασία της στοιχειακής αποσύνθεσης που χαρακτηρίζει όλα τα ανθρώπινα σώματα στη γη, εκτός του ότι, από άποψη χρόνου, αυτή η φυσική μέθοδος διάλυσης επιταχύνθηκε τα μέγιστα, επισπεύσθηκε μέχρι του σημείου εκείνου ώστε να γίνει σχεδόν στιγμιαία.
189:2.9 Οι αληθινές αποδείξεις της ανάστασης του Μιχαήλ είναι στη φύση πνευματικές, μολονότι η διδαχή αυτή επιβεβαιώθηκε από τη μαρτυρία πολλών θνητών της οικουμένης που συνάντησαν, αναγνώρισαν και επικοινώνησαν με τον αναστημένο μοροντιανό Κύριο. Αυτό το γεγονός έγινε τμήμα της προσωπικής εμπειρίας σχεδόν χιλίων ανθρώπινων υπάρξεων, πριν αυτός αναχωρήσει οριστικά από την Ουράντια.
189:3.1 Λίγο μετά τις τέσσερις και μισή το πρωί της Κυριακής, ο Γαβριήλ κάλεσε τους αρχαγγέλους στο πλευρό του και ετοιμάστηκε να εγκαινιάσει τη γενική ανάσταση της λήξης της Αδαμικής κατανομής στην Ουράντια. Όταν τα αχανή πνεύματα των Σεραφείμ και Χερουβείμ που εμπλέκοντο στο μεγάλο αυτό γεγονός παρατάχθηκαν σε κατάλληλο σχηματισμό, ο μοροντιανός Μιχαήλ παρουσιάστηκε μπροστά στον Γαβριήλ, λέγοντας: «Όπως ο Πατέρας μου έχει ζωή μέσα του, έτσι την έδωσε και στο Γιο για να έχει ζωή μέσα του. Αν και δεν έχω ακόμα ξαναρχίσει πλήρως την άσκηση της συμπαντικής δικαιοδοσίας, αυτός ο αυτοπεριορισμός δεν εμποδίζει καθόλου την εμφάνιση της ζωής στα παιδιά μου που βρίσκονται σε ύπνο[7]. Ας αρχίσει το προσκλητήριο της πλανητικής ανάστασης».
189:3.2 Το κύκλωμα των αρχαγγέλων τότε εργάστηκε για πρώτη φορά από την Ουράντια. Ο Γαβριήλ και τα αρχαγγελικά πνεύματα μεταφέρθηκαν στο μέρος της πνευματικής πολικότητας του πλανήτη, και όταν ο Γαβριήλ έδωσε το σύνθημα, έλαμψε στο πρώτο πλανητικό σύστημα των κόσμων η φωνή του Γαβριήλ, που έλεγε: «Κατόπιν εντολής του Μιχαήλ, ας σηκωθούν οι νεκροί της κατανομής στην Ουράντια!». Τότε όλοι όσοι επιβίωσαν από το ανθρώπινο γένος της Ουράντια, που είχαν κοιμηθεί από την εποχή του Αδάμ, και οι οποίοι δεν είχαν ακόμα κριθεί, εμφανίστηκαν στις αίθουσες ανάστασης της μανσόνια έτοιμοι για να ενδυθούν τη μοροντιανή φύση. Και σε μια στιγμή τα Σεραφείμ και οι συνεργάτες τους ετοιμάστηκαν να αναχωρήσουν για τους πλανητικούς κόσμους. Κανονικά, αυτοί οι σεραφικοί φρουροί, που είχαν επιφορτισθεί με την επιτήρηση του συνόλου των επιζησάντων θνητών, θα ήταν παρόντες τη στιγμή της αφύπνισής τους, στις αίθουσες της ανάστασης του μανσονικού κόσμου, αλλά βρισκόντουσαν στον κόσμο αυτό αυτή την ώρα εξαιτίας της ανάγκης της παρουσίας του Γαβριήλ εδώ σε συνδυασμό με τη μοροντιανή ανάσταση του Ιησού.
189:3.3 Παρόλον ότι αμέτρητα άτομα που είχαν προσωπικούς σεραφικούς φρουρούς και εκείνοι που είχαν κατορθώσει το απαραίτητο επίτευγμα της προσωπικής πνευματικής προόδου είχαν συνεχίσει στο μανσονικό κόσμο κατά τη διάρκεια των χρόνων που ακολούθησαν την εποχή του Αδάμ και της Εύας, αν και υπήρξαν πολλές ειδικές και χιλιετείς αναστάσεις παιδιών της Ουράντια, αυτό ήταν το τρίτο πλανητικό προσκλητήριο, ή ολοκληρωμένες αναστάσεις κατανομής. Η πρώτη συνέβη την εποχή της άφιξης του Πλανητικού Πρίγκιπα, η δεύτερη στα χρόνια του Αδάμ, και αυτή, η τρίτη, επεσήμανε τη μοροντιανή ανάσταση, το θνητό πέρασμα, του Ιησού από τη Ναζαρέτ.
189:3.4 Όταν ελήφθη το σύνθημα της πλανητικής ανάστασης από τον αρχηγό των αρχαγγέλων, ο Προσωπικός Ρυθμιστής του Γιου του Ανθρώπου εκχώρησε την εξουσία του στα ουράνια πνεύματα που είχαν συγκεντρωθεί στην Ουράντια, επιστρέφοντας όλα αυτά τα παιδιά του τοπικού σύμπαντος στη δικαιοδοσία των αντίστοιχων διοικητών τους. Και όταν το έκανε αυτό, αναχώρησε για το Σάλβιγκτον για να καταγράψει με τον Εμμανουήλ τη συμπλήρωση του θνητού περάσματος του Μιχαήλ. Και αμέσως ακολουθήθηκε από όλα τα ουράνια πνεύματα που δεν είχαν αποστολή στην Ουράντια. Αλλά ο Γαβριήλ παρέμεινε στην Ουράντια με το μοροντιανό Ιησού.
189:3.5 Και αυτή είναι η αφήγηση των γεγονότων της ανάστασης του Ιησού ιδωμένα από εκείνους που τα είδαν όπως πραγματικά συνέβησαν, ελεύθεροι από τα εμπόδια της μερικής και περιορισμένης ανθρώπινης όρασης.
189:4.1 Καθώς πλησιάζουμε την ώρα της ανάστασης του Ιησού νωρίς το πρωί της Κυριακής, πρέπει να θυμηθούμε ότι οι δέκα απόστολοι διέμεναν στο σπίτι του Ηλία και της Μαρίας Μάρκου, όπου είχαν κοιμηθεί στο υπερώο, αναπαυόμενοι στους ίδιους καναπέδες που είχαν ακουμπήσει και στη διάρκεια του Μυστικού Δείπνου με τον Κύριό τους. Αυτή την Κυριακή το πρωί βρισκόντουσαν όλοι μαζεμένοι εκεί εκτός από το Θωμά. Ο Θωμάς ήταν για λίγα λεπτά μαζί τους αργά το Σάββατο το βράδυ όταν για πρώτη φορά συγκεντρώθηκαν, αλλά το θέαμα των αποστόλων, σε συνδυασμό με τη σκέψη αυτού που είχε συμβεί στον Ιησού, ήταν πάρα πολύ γι αυτόν. Κοίταξε τους συντρόφους του και αμέσως άφησε το δωμάτιο, πηγαίνοντας στο σπίτι του Σίμωνα στη Βηθφαγία, εκεί που πίστευε ότι θα θρηνούσε για τη δυστυχία του στη μοναξιά. Όλοι οι απόστολοι υπέφεραν, όχι τόσο από αμφιβολία και απογοήτευση όσο από φόβο, θλίψη και ντροπή.
189:4.2 Στο σπίτι του Νικόδημου είχαν μαζευτεί μαζί με το Δαυίδ Ζεβεδαίο και τον Ιωσήφ από την Αριμαθαία, κάπου δώδεκα ή δεκαπέντε από τους πιο διακεκριμένους μαθητές του Ιησού. Στο σπίτι του Ιωσήφ από την Αριμαθαία βρίσκονταν κάπου δεκαπέντε ή είκοσι από τις προεξέχουσες πιστές γυναίκες. Μονάχα αυτές οι γυναίκες διέμεναν στο σπίτι του Ιωσήφ και παρέμειναν κλεισμένες μέσα, στη διάρκεια των ωρών της ημέρας του Σαββάτου και το βράδυ μετά το Σάββατο, κι έτσι δεν γνώριζαν για τη στρατιωτική φρουρά που φύλαγε το μνήμα. Ούτε γνώριζαν ότι μια δεύτερη πέτρα είχε τοποθετηθεί μπροστά από το μνήμα, και πως και οι δυο πέτρες έφεραν τη σφραγίδα του Πιλάτου.
189:4.3 Λίγο πριν τις τρεις το πρωί της Κυριακής, όταν άρχισαν να φαίνονται στην ανατολή τα πρώτα σημάδια της μέρας, πέντε γυναίκες ξεκίνησαν για τον τάφο του Ιησού[8]. Είχαν ετοιμάσει άφθονα ειδικά μείγματα για επάλειψη και έφεραν πολλούς επιδέσμους από λινό μαζί τους. Είχαν σκοπό να προσφέρουν πιο σχολαστική περιποίηση στο σώμα του Ιησού και να το τυλίξουν πιο προσεκτικά με τους νέους επιδέσμους.
189:4.4 Οι γυναίκες που πήγαιναν σε αυτή την αποστολή της επάλειψης του σώματος του Ιησού ήταν: η Μαρία η Μαγδαληνή, η Μαρία η μητέρα των διδύμων του Αλφαίου, η Σαλώμη η μητέρα των αδελφών Ζεβεδαίου, η Ιωάννα η γυναίκα του Χουζά και η Σουζάννα η κόρη του Έζρα από την Αλεξάνδρεια.
189:4.5 Ήταν περίπου τρεις και μισή όταν οι πέντε γυναίκες, φορτωμένες με τις αλοιφές τους, έφτασαν μπροστά στον άδειο τάφο. Καθώς προσπέρασαν την πύλη της Δαμασκού, συνάντησαν έναν αριθμό στρατιωτών που έτρεχαν προς την πόλη, άλλοι περισσότερο και άλλοι λιγότερο πανικοβλημένοι, και αυτό τις έκανε να σταθούν για λίγα λεπτά. Αλλά όταν δεν συνέβη τίποτε περισσότερο, συνέχισαν την πορεία τους.
189:4.6 Εξεπλάγησαν πολύ όταν είδαν την πέτρα μετακινημένη από την είσοδο του μνήματος, καθόσον έλεγαν μεταξύ τους στο δρόμο, «Ποιος θα μας βοηθήσει να μετακινήσουμε την πέτρα;»[9]. Άφησαν κάτω τα φορτία τους και άρχισαν να περιεργάζονται η μια την άλλη με φόβο και με μεγάλη κατάπληξη[10]. Ενόσω στεκόντουσαν εκεί, τρέμοντας από το φόβο, η Μαρία η Μαγδαληνή επιχείρησε να πλησιάσει τη μικρότερη πέτρα και τόλμησε να εισέλθει στον ανοιχτό τάφο. Ο τάφος αυτός του Ιωσήφ ήταν στον κήπο του, στην πλευρά του λόφου προς την ανατολική μεριά του δρόμου, και κοίταζε προς την ανατολή[11]. Την ώρα εκείνη υπήρχε αρκετό φως από την αυγή της καινούργιας μέρας και η Μαρία μπόρεσε να κοιτάξει προς το μέρος όπου είχε τοποθετηθεί το σώμα του Κυρίου και να διακρίνει ότι έλειπε. Στο πετρώδες κοίλωμα όπου είχαν εναποθέσει τον Ιησού, η Μαρία είδε μόνο το αναδιπλωμένο μαντήλι όπου αναπαυόταν το κεφάλι του και οι επίδεσμοι με τους οποίους είχαν τυλίξει τον Ιησού, βρίσκονταν ανέπαφοι όπως είχαν τοποθετηθεί πάνω στην πέτρα, πριν μετακινήσουν το σώμα του τα ουράνια πνεύματα. Το σεντόνι που τον κάλυπτε βρισκόταν στα πόδια της ταφικής εσοχής.
189:4.7 Αφού η Μαρία στάθηκε στην πόρτα του μνήματος λίγα λεπτά (δεν έβλεπε καθαρά όταν πρωτομπήκε στο μνήμα), είδε ότι το σώμα του Ιησού έλειπε και στη θέση του βρίσκονταν μόνο τα νεκρικά ρούχα, και έβγαλε μια κραυγή πανικού και αγωνίας. Όλες οι γυναίκες ήταν υπερβολικά ταραγμένες. Ήταν εκνευρισμένες από τότε που συνάντησαν τους τρομαγμένους στρατιώτες στην πύλη της πόλης, και όταν η Μαρία έβγαλε αυτή τη στριγκλιά της αγωνίας, τρόμαξαν πολύ και έφυγαν τρέχοντας. Και δεν σταμάτησαν παρά όταν διέτρεξαν όλο το δρόμο μέχρι την πύλη της Δαμασκού. Τη στιγμή εκείνη η Ιωάννα συνειδητοποίησε ότι είχαν παρατήσει τη Μαρία. Ενεθάρρυνε τις συντρόφισσές της και ξεκίνησαν πίσω για το μνήμα.
189:4.8 Καθώς πλησίαζαν στο μνήμα, η φοβισμένη Μαγδαληνή, που τρομοκρατήθηκε ακόμα περισσότερο καθώς δεν κατάφερε να βρει τις αδελφές της να περιμένουν όταν βγήκε από τον τάφο, όρμηξε τρέχοντας προς αυτές, αναφωνώντας με έξαψη: «Δεν είναι εκεί – τον πήραν!». Και τις οδήγησε στο μνήμα, και εισήλθαν όλες και είδαν ότι ήταν άδειο.
189:4.9 Και οι πέντε γυναίκες κάθισαν τότε πάνω στην πέτρα, κοντά στην είσοδο και συζητούσαν για την κατάσταση. Δεν είχαν καταλάβει ακόμα ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί. Ήταν μόνες τους όλο το Σάββατο, και συμπέραναν ότι το σώμα είχε μεταφερθεί σε άλλο μέρος για να αναπαυθεί. Όταν όμως μελέτησαν καλύτερα αυτή τη λύση για το δίλημμά τους, μπερδεύτηκαν στους υπολογισμούς τους από τα βαλμένα με τάξη νεκρικά ρούχα. Πώς ήταν δυνατό το σώμα να είχε μεταφερθεί, αφού οι επίδεσμοι με τους οποίους ήταν τυλιγμένο είχαν αφεθεί στη θέση τους και προφανώς άθικτοι στη νεκρική εσοχή;
189:4.10 Καθώς οι γυναίκες καθόντουσαν εκεί τις πρώτες ώρες της αυγής της νέας μέρας, κοίταξαν από τη μια πλευρά και πρόσεξαν ένα σιωπηλό και ακίνητο άγνωστο. Για μια στιγμή τρόμαξαν πάλι, αλλά η Μαρία η Μαγδαληνή, τρέχοντας και απευθυνόμενη σ’ αυτόν καθώς πίστεψε ότι ήταν ίσως ο φύλακας του κήπου, είπε, «Πού πήγατε τον Κύριο; Πού τον έβαλαν; Πες μας γιατί πρέπει να πάμε και να τον πάρουμε». Όταν ο άγνωστος δεν απάντησε στη Μαρία, αυτή άρχισε να κλαίει. Ύστερα ο Ιησούς μίλησε σ’ αυτές λέγοντας, «Ποιον ζητάτε;». Η Μαρία είπε: «Ζητάμε τον Ιησού που τον έθαψαν στο μνήμα του Ιωσήφ, αλλά λείπει. Γνωρίζεις που τον πήραν;». Τότε είπε ο Ιησούς: «Δεν σας είπε αυτός ο Ιησούς, στη Γαλιλαία ακόμα, ότι θα πέθαινε αλλά ότι θα ανασταινόταν πάλι;»[12]. Τα λόγια αυτά αιφνιδίασαν τις γυναίκες, αλλά ο Κύριος ήταν τόσο αλλαγμένος που ακόμη δεν τον είχαν αναγνωρίσει έτσι καθώς η πλάτη του ήταν στραμμένη στο αχνό φως. Και καθώς αναλογιζόντουσαν τα λόγια του, αυτός απευθύνθηκε στη Μαγδαληνή με μια οικεία φωνή, λέγοντας, «Μαρία». Και όταν αυτή άκουσε εκείνη τη λέξη με τη γνώριμη συμπάθεια και τον τρυφερό χαιρετισμό, κατάλαβε ότι ήταν η φωνή του Κυρίου, και έσπευσε να γονατίσει στα πόδια του ενώ αναφωνούσε, «Κύριέ μου!». Και όλες οι άλλες γυναίκες αναγνώρισαν ότι ήταν ο Κύριος που στεκόταν ενώπιόν τους με μορφή δόξας, και αμέσως γονάτισαν μπροστά του.
189:4.11 Τα ανθρώπινα αυτά μάτια δεν μπορούσαν να δουν τη μοροντιανή μορφή του Ιησού εξαιτίας της ειδικευμένης φροντίδας των μεταμορφωτών και των ενδιαμέσων με τη συνεργασία αρκετών μοροντιανών οντοτήτων που συνόδευαν τότε τον Ιησού.
189:4.12 Καθώς η Μαρία προσπάθησε να αγκαλιάσει τα πόδια του, ο Ιησούς είπε: «Μη με αγγίζεις Μαρία, γιατί δεν είμαι όπως με γνώριζες στη σάρκα. Με τη μορφή αυτή θα παραμείνω μαζί σας για λίγο πριν ανέλθω στον Πατέρα. Αλλά πηγαίνετε, όλες σας, και πείτε τώρα στους αποστόλους μου – και στον Πέτρο – ότι αναστήθηκα, και ότι μιλήσατε μαζί μου»[13].
189:4.13 Όταν οι γυναίκες συνήλθαν από το σοκ της έκπληξής τους, επέστρεψαν βιαστικά στην πόλη και στο σπίτι του Ηλία Μάρκου, όπου εξιστόρησαν στους δέκα αποστόλους όλα όσα είχαν συμβεί σ’ αυτές[14][15]. Αλλά οι απόστολοι δεν ήταν διατεθειμένοι να τις πιστέψουν[16]. Στην αρχή πίστεψαν ότι οι γυναίκες είχαν δει όραμα, αλλά όταν η Μαρία η Μαγδαληνή επανέλαβε τα λόγια με τα οποία ο Ιησούς τους είχε μιλήσει, και όταν ο Πέτρος άκουσε το όνομά του, βγήκε τρέχοντας από το υπερώο, ακολουθούμενος κοντά από τον Ιωάννη, για να φτάσει με μεγάλη βιασύνη στο μνήμα και να δει αυτά τα πράγματα για τον εαυτό του.
189:4.14 Οι γυναίκες επανέλαβαν την ιστορία της συνομιλίας με τον Ιησού στους άλλους αποστόλους, αλλά αυτοί δεν πίστεψαν. Και δεν πήγαν να το εξακριβώσουν για τους ίδιους όπως έκαναν ο Πέτρος και ο Ιωάννης.
189:5.1 Καθώς οι δυο απόστολοι έτρεχαν στο Γολγοθά και στο μνήμα του Ιωσήφ, οι σκέψεις του Πέτρου εναλλάσσονταν μεταξύ φόβου και ελπίδας. Φοβόταν να συναντήσει τον Κύριο, αλλά η ελπίδα του είχε φουντώσει από το γεγονός ότι ο Ιησούς είχε κάνει ειδική μνεία γι αυτόν. Είχε κατά το ήμισυ πεισθεί ότι ο Ιησούς ήταν πράγματι ζωντανός. Θυμόταν την υπόσχεση ότι θα ανασταινόταν την τρίτη μέρα. Παράξενο να λεχθεί, αυτή η υπόσχεση δεν είχε περάσει από το μυαλό του, από τη σταύρωση μέχρι αυτή τη στιγμή που πήγαινε βιαστικά στα βόρεια της Ιερουσαλήμ. Καθώς ο Ιωάννης έφτασε γρήγορα έξω από την πόλη, μια παράξενη έκσταση χαράς και ελπίδας ανάβλυσε στην ψυχή του. Πίστεψε σχεδόν ότι οι γυναίκες είχαν δει πραγματικά τον αναστημένο Κύριο.
189:5.2 Ο Ιωάννης, όντας νεότερος από τον Πέτρο, τον ξεπέρασε και έφτασε πρώτος στον τάφο. Ο Ιωάννης στάθηκε στην πόρτα, θωρώντας το μνήμα και αυτό ήταν όπως ακριβώς το περιέγραψε η Μαρία[17]. Πολύ γρήγορα ο Σίμων Πέτρος έφτασε τρέχοντας και μπαίνοντας μέσα, είδε τον ίδιο άδειο τάφο με τα νεκρικά ρούχα τακτοποιημένα τόσο παράδοξα[18]. Και όταν ο Πέτρος βγήκε, ο Ιωάννης μπήκε κι αυτός μέσα και τα είδε όλα από μόνος του, και ύστερα κάθισαν πάνω στην πέτρα αναλογιζόμενοι τη σημασία όσων είχαν δει και ακούσει. Και ενόσω καθόντουσαν εκεί, στριφογύριζαν στο μυαλό τους όλα όσα είπαν για τον Ιησού, αλλά δεν μπορούσαν να διακρίνουν ξεκάθαρα τι είχε συμβεί.
189:5.3 Ο Πέτρος υπέθεσε κατ’ αρχάς ότι ο τάφος είχε συληθεί, ότι εχθροί είχαν κλέψει το σώμα, δωροδωκούντες πιθανόν τους φρουρούς. Αλλά ο Ιωάννης εξήγησε ότι ο τάφος δεν θα είχε αφεθεί τόσο τακτοποιημένος αν είχε κλαπεί το σώμα, και του γεννήθηκε η απορία και αυτού επίσης πώς οι επίδεσμοι είχαν μείνει εκεί, φανερά άθικτοι. Και ξανά εισήλθαν και οι δυο στο μνήμα για να εξετάσουν από πιο κοντά τα νεκρικά ρούχα. Καθώς εξήλθαν από το μνήμα για δεύτερη φορά, βρήκαν τη Μαρία τη Μαγδαληνή που είχε επιστρέψει και θρηνούσε μπροστά στην είσοδο. Η Μαρία είχε πάει στους αποστόλους επειδή πίστευε ότι ο Ιησούς είχε αναστηθεί, αλλά όταν όλοι αρνήθηκαν να πιστέψουν την αναφορά της, αποθαρρύνθηκε και απελπίστηκε. Λαχτάρησε να γυρίσει κοντά στο μνήμα, όπου πίστευε ότι είχε ακούσει την οικεία φωνή του Ιησού.
189:5.4 Καθώς η Μαρία καθυστέρησε εκεί, μετά την αναχώρηση του Πέτρου και του Ιωάννη, ο Κύριος εμφανίστηκε πάλι σ’ αυτήν, λέγοντας: «Μην αμφιβάλεις, να έχεις τη δύναμη να πιστεύεις ό,τι είδες και άκουσες[19]. Γύρισε πίσω στους αποστόλους και ξαναπές τους ότι εγώ αναστήθηκα και θα εμφανιστώ σ’ αυτούς, και ότι τώρα θα πάω πριν από αυτούς στη Γαλιλαία όπως υποσχέθηκα»[20].
189:5.5 Η Μαρία βιάστηκε να γυρίσει στο σπίτι του Μάρκου και είπε στους αποστόλους ότι ξαναμίλησε με τον Ιησού, αλλά αυτοί δεν την πίστεψαν. Όταν όμως ο Πέτρος και ο Ιωάννης επέστρεψαν, σταμάτησαν να περιγελούν και γέμισαν με φόβο και κατανόηση.
Εγγραφο 188. Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΤΟ ΜΝΗΜΑ |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 190. ΜΟΡΟΝΤΙΑΝΕΣ ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΤΟΥ ΙΗΣΟΥ |