© 2018 Ίδρυμα Ουράντια
Εγγραφο 88. ΦΕΤΙΧ, ΦΙΛΤΡΑ ΚΑΙ ΜΑΓΙΑ1 |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 90. ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ – ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ |
89:0.1 Ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι χρωστούσε στα πνεύματα, αφού είχε ανάγκη τη λύτρωση. Όπως το αντιμετώπιζαν οι άγριοι, αποδίδοντας τα πνεύματα δικαιοσύνη, θα μπορούσαν να τους είχαν τιμωρήσει με μεγαλύτερη ακόμη κακοτυχία. Με το πέρασμα του χρόνου, η άποψη αυτή εξελίχθηκε στο δόγμα της αμαρτίας και της σωτηρίας. Η ψυχή αντιμετωπίζετο σαν να ερχόταν στον κόσμο χωρίς κανένα δικαίωμα – το προπατορικό αμάρτημα. Η ψυχή έπρεπε να λυτρωθεί. Έπρεπε να βρεθεί ένας αποδιοπομπαίος τράγος. Ο κεφαλοκυνηγός, πέραν της άσκησης της λατρείας του κρανίου, μπορούσε, επίσης, να παράσχει ένα υποκατάστατο για τη ζωή του, ένα εξιλαστήριο θύμα.
89:0.2 Ο άγριος πίστεψε από νωρίς τη δοξασία ότι τα πνεύματα αντλούν υπέρτατη αγαλλίαση από το θέαμα της ανθρώπινης δυστυχίας, του πόνου και του εξευτελισμού. Αρχικά ο άνθρωπος ενδιαφέρετο μόνο για τις αμαρτίες που διέπραττε, αργότερα, όμως, ασχολήθηκε με τις αμαρτίες που έκανε παραλείποντας πράγματα. Και ολόκληρο το μεταγενέστερο σύστημα θυσιών αναπτύχθηκε γύρω από τις δύο αυτές τις κεντρικές έννοιες[1]. Το καινούργιο αυτό τυπικό είχε να κάνει με την τήρηση των εξιλαστήριων τελετουργιών της θυσίας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος πίστευε ότι πρέπει να γίνει κάτι ξεχωριστό για να κερδίσει την εύνοια των θεών. Μόνον ο προηγμένος πολιτισμός αναγνωρίζει έναν σταθερά ήρεμο και καλοκάγαθο Θεό. Η εξιλαστήρια θυσία αποτελούσε διασφάλιση κατά της άμεσης κακοτυχίας, μάλλον, παρά επένδυση στη μελλοντική ευδαιμονία. Και τα τελετουργικά της αποφυγής, του εξορκισμού, της πίεσης και της εξιλέωσης συγχωνεύονται, όλα, μεταξύ τους.
89:1.1 Η τήρηση των ταμπού υπήρξε η προσπάθεια του ανθρώπου να ξεφύγει από την κακή τύχη, να μην προσβάλει τα πνεύματα-φαντάσματα αποφεύγοντας να πράξει κάτι. Τα ταμπού αρχικά δεν είχαν σχέση με τη θρησκεία, αλλά συνδέθηκαν σύντομα με τα φαντάσματα, ή τα πνεύματα και, αφού ενισχύθηκαν εξ αυτού, έγιναν δημιουργοί των νόμων και πλάστες των θεσμών[2]. Το ταμπού είναι η απαρχή των τελετουργικών προτύπων και ο πρόγονος του αυτοελέγχου του πρωτόγονου ανθρώπου. Υπήρξε η πρώτη μορφή κοινωνικού κανονισμού και για αιώνες του μοναδικού. Εξακολουθεί να αποτελεί, βασική μονάδα της κοινωνικής ρυθμιστικής δομής.
89:1.2 Ο σεβασμός, τον οποίο οι απαγορεύσεις αυτές επέβαλλαν, δημιουργούσε στο νου των αγρίων τον ίδιο ακριβώς φόβο με τις δυνάμεις οι οποίες υποτίθεται ότι τους ενίσχυαν[3]. Τα ταμπού δημιουργήθηκαν, αρχικά, εξ αιτίας των συμπτωματικών εμπειριών με την κακοτυχία. Αργότερα, προτείνονταν από τους αρχηγούς και τους σαμάνους – φετιχιστές, για τους οποίους επιστεύετο ότι καθοδηγούνταν από ένα πνεύμα-φάντασμα, ακόμη κι’ από ένα θεό. Ο φόβος της εκδίκησης των πνευμάτων ήταν τόσο μεγάλος στο νου των πρωτόγονων, ώστε πολλές φορές πέθαιναν από το φόβο τους, αν παραβίαζαν ένα ταμπού και το δραματικό αυτό συμβάν ισχυροποιούσε φοβερά την επίδραση των ταμπού στο νου όσων είχαν επιζήσει.
89:1.3 Μεταξύ των αρχικών απαγορεύσεων, υπήρχαν οι περιορισμοί όσον αφορούσε στην κατοχή των γυναικών και των άλλων περιουσιακών στοιχείων. Καθώς η θρησκεία άρχισε να παίζει σημαντικότερο ρόλο στην εξέλιξη των ταμπού, το αντικείμενο εκείνο το οποίο τελούσε υπό απαγόρευση εθεωρείτο ακάθαρτο, συνεπώς ανόσιο. Τα αρχεία των Εβραίων είναι γεμάτα με αναφορές πραγμάτων καθαρών και ακάθαρτων, ιερών και ανίερων, οι πεποιθήσεις τους, ωστόσο, πάνω σ’ αυτά ήταν λιγότερο δυσκίνητες και εκτεταμένες, όσο εκείνες πολλών άλλων λαών.
89:1.4 Οι επτά εντολές της Νταλαμέιτια και της Εδέμ, καθώς επίσης και οι δέκα εντολές των Εβραίων ήσαν σαφείς απαγορεύσεις, εκφρασμένες όλες στην ίδια αρνητική μορφή που είχαν οι περισσότερες αρχαίες απαγορεύσεις[4]. Οι νεώτεροι, ωστόσο, αυτοί κώδικες υπήρξαν πράγματι απελευθερωτικοί, κατά το ότι πήραν τη θέση χιλιάδων άλλων προϋπαρχόντων ταμπού. Επιπλέον, δε, αυτές οι μεταγενέστερες εντολές υπόσχονταν κάτι ως αντάλλαγμα της υπακοής.
89:1.5 Τα πρώιμα περί την τροφή ταμπού προήλθαν από τον φετιχισμό και τον τοτεμισμό. Ο χοίρος ήταν ιερός για τους Φοίνικες, η αγελάδα για τους Ινδουιστές[5]. Το Αιγυπτιακό ταμπού για το χοίρο διαιωνίσθηκε δια της Εβραϊκής και Ισλαμικής πίστης. Μία παραλλαγή των περί την τροφή ταμπού ήταν η πεποίθηση ότι μια έγκυος μπορούσε να σκεφθεί τόσο έντονα μια συγκεκριμένη τροφή, ώστε το παιδί, όταν γεννιόταν, να γίνει ο αντίλαλος της τροφής αυτής. Τέτοια φαγητά, θα αποτελούσαν ταμπού για το παιδί.
89:1.6 Ο τρόπος φαγητού σύντομα έγινε ταμπού και έτσι δημιουργήθηκε η αρχαία και σύγχρονη ετικέτα στο τραπέζι. Το σύστημα της κάστας και των κοινωνικών επιπέδων είναι υποτυπώδη κατάλοιπα παλιότερων απαγορεύσεων. Τα ταμπού ήσαν εξαιρετικά αποτελεσματικά στην κοινωνική οργάνωση. Ήσαν, όμως, φοβερά επιβαρυντικά. Το αρνητικό σύστημα των απαγορεύσεων δεν διατήρησε μόνο χρήσιμους και εποικοδομητικούς κανονισμούς, αλλά επίσης παλιομοδίτικα, απαρχαιωμένα και άχρηστα ταμπού.
89:1.7 Καμία, ωστόσο, πολιτισμένη κοινωνία δεν πρέπει να ασκεί κριτική στον πρωτόγονο άνθρωπο, πέραν των διεσπαρμένων και πολυποίκιλων ταμπού, ενώ τα ταμπού δεν έπρεπε να διαρκούν περισσότερο από όσο απαιτείται για την υποστήριξη της καθιέρωσης της πρωτόγονης θρησκείας. Πολλοί από τους βασικούς στην εξέλιξη του ανθρώπου παράγοντες υπήρξαν πολυδάπανοι, είχαν άπειρο κόστος σε προσπάθεια, θυσίες και αυταπάρνηση, τα επιτεύγματα, όμως, αυτά του αυτοελέγχου υπήρξαν πραγματικά τα σκαλοπάτια, όπου πάνω τους ο άνθρωπος αναρριχήθηκε την ανελισσόμενη κλίμακα του πολιτισμού.
89:2.1 Ο φόβος της σύμπτωσης και ο τρόμος της κακοτυχίας έκαναν τον άνθρωπο να εφεύρει την πρωτόγονη θρησκεία ως υποθετική διασφάλιση εναντίον παρόμοιων συμφορών. Από τη μαγεία και τα φαντάσματα, η θρησκεία εξελίχθηκε δια των πνευμάτων και των φετίχ στα ταμπού[6]. Κάθε πρωτόγονη φυλή διέθετε το δικό της δένδρο του απαγορευμένου καρπού, της μηλιάς, εν προκειμένω, που μεταφορικά, ωστόσο, είχε χιλιάδες κλαδιά που βάραιναν από κάθε είδους ταμπού[7]. Και το απαγορευμένο δένδρο έλεγε πάντα «Δεν θα το κάνεις.»
89:2.2 Καθώς ο άγριος νους εξελίσσετο στο σημείο εκείνο όπου μπορούσε να φαντασθεί τα καλά, αλλά και τα κακά πνεύματα και όταν τα ταμπού έλαβαν τη σοβαρή επικύρωση της εξελισσόμενης θρησκείας, η σκηνή ήταν έτοιμη για την εμφάνιση της καινούργιας έννοιας της αμαρτίας. Η αντίληψη της αμαρτίας είχε εγκατασταθεί παντού στον κόσμο, πριν η δια της αποκάλυψης θρησκεία κάνει την είσοδό της. Ήταν μόνο δια της αντίληψης της αμαρτίας που κατανοήθηκε ο φυσικός θάνατος από τον πρωτόγονο νου[8]. Η αμαρτία υπήρξε η υπέρβαση των ταμπού και ο θάνατος η τιμωρία για την αμαρτία.
89:2.3 Η αμαρτία ήταν θρησκευτική, όχι λογική. Ήταν πράξη, όχι σκέψη. Και ολόκληρη αυτή η έννοια της αμαρτίας καλλιεργήθηκε από τις ζωντανές ακόμη παραδόσεις του Ντιλμούν και την εποχή ενός μικρού παράδεισου στη γη. Οι παραδόσεις για τον Αδάμ και τον Κήπο της Εδέμ επίσης έδωσαν υπόσταση στο όνειρο του πάλαι ποτέ «χρυσού αιώνα», τότε που πρωτοεμφανίσθηκαν οι φυλές[9][10]. Και όλα τούτα επιβεβαίωναν τις αντιλήψεις που αργότερα εκφράσθηκαν μέσα από την πίστη ότι ο άνθρωπος προήλθε από μια ξεχωριστή δημιουργία, ότι άρχισε την πορεία του στην τελειότητα και ότι η υπέρβαση των ταμπού – η αμαρτία – τον έριξε στην μεταγενέστερη αξιοθρήνητη κατάστασή του.
89:2.4 Η συνήθης παραβίαση των ταμπού έγινε ανηθικότητα. Ο πρωτόγονος νόμος μετέτρεψε το ελάττωμα σε έγκλημα. Η θρησκεία το έκανε αμάρτημα[11]. Μεταξύ των πρώιμων φυλών, η παραβίαση ενός ταμπού ήταν συνδυασμένο έγκλημα και αμάρτημα. Η συμφορά στην κοινότητα θεωρείτο πάντα τιμωρία για τα αμαρτήματα της φυλής. Για εκείνους που πίστευαν ότι η ευημερία και η δικαιοσύνη πήγαιναν μαζί, η προφανής ευημερία των άνομων προκαλούσε τόσο μεγάλη πίκρα, που ήταν απαραίτητο να ανακαλυφθεί η κόλαση για την τιμωρία εκείνων που παραβίασαν τα ταμπού. Ο αριθμός των τόπων αυτών της μελλοντικής τιμωρίας εποίκιλαν από ένα έως πέντε.
89:2.5 Η έννοια της εξομολόγησης και της άφεσης εμφανίσθηκε γρήγορα στην πρωτόγονη θρησκεία. Ο άνθρωπος ζητούσε συγχώρεση δημόσια για τις αμαρτίες που επρόκειτο να διαπράξει την επόμενη εβδομάδα. Η εξομολόγηση ήταν, απλά, μία τελετή άφεσης, ήταν επίσης, μία δημόσια γνωστοποίηση μόλυνσης, μια τελετουργία κραυγών «ακάθαρτος, ακάθαρτος!» Στη συνέχεια ακολουθούσε όλο το τελετουργικό πρόγραμμα εξαγνισμού. Όλοι οι αρχαίοι λαοί εξασκούσαν αυτές, τις χωρίς νόημα, τελετουργίες[12]. Πολλά, φαινομενικά υγιεινά, έθιμα των αρχαίων φυλών ήσαν κατά μέγα μέρος τελετουργικά.
89:3.1 Η απάρνηση ήλθε ως το επόμενο βήμα στην θρησκευτική εξέλιξη[13]. Η νηστεία αποτελούσε κοινή πρακτική. Σύντομα έγινε συνήθεια να προηγούνται πολλά είδη σωματικής απόλαυσης, κυρίως σεξουαλικής φύσης. Το τελετουργικό της νηστείας ήταν βαθιά ριζωμένο σε πολλές αρχαίες θρησκείες και μεταβιβάσθηκε σε όλα, πρακτικά, τα σύγχρονα θεολογικά συλλογιστικά συστήματα.
89:3.2 Την εποχή περίπου κατά την οποία ο βάρβαρος άνθρωπος ανέκαμπτε από την άχρηστη πρακτική της καύσης και ταφής της περιουσίας του μαζί με το νεκρό, την εποχή ακριβώς που η οικονομική δομή των φυλών άρχιζε να αποκτά σχήμα, εμφανίσθηκε το νέο αυτό θρησκευτικό δόγμα της απάρνησης και δεκάδες χιλιάδων ένθερμων ψυχών άρχισαν να αναζητούν την πενία. Ο πλούτος θεωρήθηκε πνευματικό εμπόδιο. Οι δοξασίες αυτές περί των πνευματικών κινδύνων εκ της κατοχής υλικών αγαθών ήσαν ευρέως διαδεδομένες την εποχή του Φίλωνα1 και του Αποστόλου Παύλου και επηρέασαν, έκτοτε, σε μεγάλο βαθμό την Ευρωπαϊκή φιλοσοφία[14].
89:3.3 Η πενία αποτελούσε μέρος του τελετουργικού του κολασμού της σάρκας, ο οποίος, ατυχώς, περιελήφθη στις γραφές και τη διδασκαλία πολλών θρησκειών, κυρίως του Χριστιανισμού. Η μετάνοια είναι η αρνητική μορφή αυτής της συχνά ανόητης τελετουργίας της απάρνησης[15]. Ωστόσο, όλα αυτά δίδασκαν στον άγριο τον αυτοέλεγχο και αυτή υπήρξε μια αξιόλογη πρόοδος στην κοινωνική εξέλιξη. Η αυταπάρνηση και ο αυτοέλεγχος ήσαν δύο από τα μεγαλύτερα κοινωνικά κέρδη που προήλθαν από την πρώιμη εξελικτική θρησκεία. Ο αυτοέλεγχος έδωσε στον άνθρωπο μια καινούργια φιλοσοφία για τη ζωή. Τον δίδαξε την τέχνη του να αυξάνει το κλάσμα της ζωής μειώνοντας τον παρονομαστή των ατομικών απαιτήσεων, αντί του να προσπαθεί πάντα να αυξάνει τον αριθμητή του κλάσματος με την εγωιστική ικανοποίηση.
89:3.4 Οι αρχαίες αυτές απόψεις περί αυτοπειθαρχίας περιελάμβαναν το μαστίγωμα και κάθε είδος σωματικού βασανισμού. Οι ιερείς της λατρείας της μητέρας ήσαν ιδιαίτερα δραστήριοι στη διδασκαλία των αρετών του σωματικού πόνου, δίνοντας το παράδειγμα με τον ευνουχισμό τους. Οι Εβραίοι, οι Ινδουιστές και οι Βουδιστές ήσαν ένθερμοι πιστοί του δόγματος αυτού της σωματικής ταπείνωσης.
89:3.5 Καθ’ όλη τη διάρκεια των αρχαίων εποχών οι άνθρωποι αναζητούσαν, με τον τρόπο αυτό, επιπλέον πίστωση στα λογιστικά βιβλία αυταπάρνησης των θεών τους. Ήταν, κάποτε, έθιμο, όταν κάποιος βρισκόταν κάτω από συναισθηματική πίεση, να κάνει όρκους αυταπάρνησης και αυτοβασανισμού. Με τον καιρό, οι όρκοι αυτοί πήραν τη μορφή συμβολαίων με τους θεούς και, υπ’ αυτή την έννοια, αντιπροσώπευσαν πραγματική εξελικτική πρόοδο κατά το ότι οι θεοί υποτίθεται ότι έπρεπε να κάνουν κάτι συγκεκριμένο ως ανταπόδοση αυτού του αυτοβασανισμού και της ταπείνωσης της σάρκας. Οι όρκοι ήσαν αρνητικοί αλλά και θετικοί. Δεσμεύσεις τέτοιας βλαπτικής και ακραίας φύσης παρατηρούνται καλύτερα στις μέρες μας μεταξύ ορισμένων φυλών στην Ινδία.
89:3.6 Ήταν εντελώς φυσικό το ότι η λατρεία της απάρνησης και της ταπείνωσης εστίασε την προσοχή της στη σεξουαλική ικανοποίηση. Η λατρεία της εγκράτειας προήλθε ως τελετουργία μεταξύ των στρατιωτών πριν πάνε στη μάχη. Αργότερα έγινε πρακτική των «αγίων[16].» Η λατρεία αυτή ανεχόταν το γάμο μόνον ως κακό μικρότερο από την μοιχεία. Πολλές από τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου επηρεάσθηκαν αρνητικά από την αρχαία αυτή λατρεία, καμία, όμως, τόσο εμφανώς όσο ο Χριστιανισμός[17]. Ο Απόστολος Παύλος ήταν θιασώτης της λατρείας αυτής, και οι προσωπικές του απόψεις ανακλώνται στη διδασκαλία του, την οποία προσέδεσε στη Χριστιανική θεολογία: «Είναι καλό για τον άνδρα να μην αγγίζει γυναίκα[18].» «Θα επιθυμούσα όλοι οι άνθρωποι να είναι χωρίς πάθη, όπως εγώ[19].» «Λέγω, λοιπόν, στους ανύμφευτους και τις χήρες, ότι είναι καλό γι’ αυτούς να μένουν χωρίς πάθη, όπως εγώ[20].» Ο Παύλος εγνώριζε καλά ότι παρόμοιες διδαχές δεν αποτελούσαν μέρος του ευαγγελίου του Ιησού και η γνώση του αυτή απεικονίζεται στην αναφορά του: «Τα λέγω αυτά κατόπιν αδείας, όχι κατόπιν εντολής.» Η λατρεία, ωστόσο, αυτή έκανε τον Παύλο να περιφρονήσει τις γυναίκες. Και το λυπηρό με όλα αυτά είναι το ότι οι ατομικές του απόψεις επηρέασαν για αιώνες τη διδασκαλία μιας μεγάλης θρησκείας του κόσμου. Αν οι συμβουλές του σκηνοποιού-διδάσκαλου επρόκειτο να ακολουθηθούν κυριολεκτικά και σε επίπεδο παγκόσμιο, τότε η ανθρώπινη φυλή θα είχε φθάσει σε ένα ξαφνικό και άδοξο τέλος. Επιπλέον, η ανάμιξη μιας θρησκείας με την αρχαία λατρεία της εγκράτειας οδηγεί άμεσα σε πόλεμο κατά του γάμου και της οικογένειας, του πραγματικού θεμέλιου της κοινωνίας και βασικού θεσμού της ανθρώπινης προόδου. Και δεν είναι να απορεί κανείς για το ότι όλες αυτές οι πεποιθήσεις υπέθαλψαν τη δημιουργία άγαμου κλήρου σε πολλές θρησκείες διαφόρων λαών.
89:3.7 Κάποια μέρα ο άνθρωπος θα μάθει πώς να απολαμβάνει την ελευθερία του χωρίς ασυδοσία, την τροφή χωρίς τη λαιμαργία και την απόλαυση χωρίς τη διαφθορά. Ο αυτοέλεγχος είναι καλύτερη ανθρώπινη τακτική για τη ρύθμιση της συμπεριφοράς από όσο η ακραία αυταπάρνηση. Ούτε ο ίδιος ο Ιησούς δίδαξε ποτέ αυτές τις εξωφρενικές απόψεις στους μαθητές του.
89:4.1 Η θυσία ως μέρος της προσευχής, όπως και πολλές άλλες λατρευτικές τελετές, δεν είχε μία απλή και μοναδική προέλευση. Η τάση να υποκύπτει κανείς μπροστά στη δύναμη και να γονατίζει για να προσκυνήσει με ευλάβεια αντικρίζοντας το μυστήριο μοιάζει με τις χαρές2 που κάνει ο σκύλος μόλις δει τον αφέντη του. Δεν είναι παρά ένα βήμα από την παρόρμηση της λατρείας ως την πράξη της θυσίας. Ο πρωτόγονος άνθρωπος μετρούσε την αξία της θυσίας του με τον πόνο τον οποίο υπέφερε. Όταν η έννοια της θυσίας προσαρτήθηκε για πρώτη φορά σε θρησκευτική τελετουργία, καμία προσφορά δεν μελετάτο που να μην προκαλεί πόνο. Οι πρώτες θυσίες ήσαν πράξεις όπως το ξερίζωμα των μαλλιών, το κόψιμο της σάρκας, οι ακρωτηριασμοί, οι γροθιές στα δόντια και το κόψιμο των δακτύλων. Καθώς ο πολιτισμός προόδευε, οι σκληρές αυτές αντιλήψεις περί θυσίας εξήρθησαν στο επίπεδο των τελετών της αυταπάρνησης, του ασκητισμού, της νηστείας, της αποστέρησης και του μετέπειτα Χριστιανικού δόγματος του καθαγιασμού δια της λύπης, του πόνου και της ταπείνωσης της σάρκας.
89:4.2 Από νωρίς στην εξέλιξη της θρησκείας υπήρξαν δύο απόψεις περί θυσίας: η άποψη της θυσίας-προσφοράς η οποία ενείχε τη θέση ευχαριστίας και η θυσία-οφειλή, η οποία ενστερνίζετο την έννοια της λύτρωσης. Αργότερα αναπτύχθηκε η αντίληψη της υποκατάστασης.
89:4.3 Ο άνθρωπος, πολύ αργότερα, σκέφθηκε ότι η θυσία του, οποιαδήποτε φύσης, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως αγγελιαφόρος προς τους θεούς[21]. Μπορούσε να είναι σαν άρωμα γλυκό στη μύτη της θεότητας. Έτσι δημιουργήθηκε το λιβάνισμα, όπως και άλλα αισθητικά χαρακτηριστικά των εξιλαστήριων τελετών, οι οποίες εξελίχθηκαν στις εξιλαστήριες γιορτές, που με τον καιρό έγιναν περισσότερο περίτεχνες και φανταχτερές.
89:4.4 Καθώς η θρησκεία εξελίσσετο, οι εξιλαστήριες τελετές συμβιβασμού και εξιλέωσης αντικατέστησαν τις παλαιότερες μεθόδους της αποφυγής, της ειρήνευσης και του εξορκισμού.
89:4.5 Η αρχική έννοια της θυσίας ήταν η έννοια του δασμού της ουδετερότητας που επεβάλλετο από τα προγονικά πνεύματα. Μόνον αργότερα αναπτύχθηκε η έννοια της εξιλέωσης. Καθώς ο άνθρωπος απομακρύνετο από την αντίληψη της εξελικτικής προέλευσης της φυλής, καθώς οι παραδόσεις γύρω από τον Πλανητικό Πρίγκιπα και την παραμονή στη γη του Αδάμ εξασθενούσαν με τον καιρό, η έννοια της αμαρτίας αλλά και του προπατορικού αμαρτήματος εξαπλώθηκαν παντού, έτσι ώστε η θυσία για το τυχαίο, ατομικό αμάρτημα εξελίχθηκε στο δόγμα της θυσίας για την εξιλέωση των αμαρτημάτων της φυλής. Η εξιλέωση δια της θυσίας ήταν ένα όργανο μικτής ασφάλειας, που κάλυπτε ακόμη και την δυσφορία και τη ζήλια ενός άγνωστου θεού.
89:4.6 Περικυκλωμένος από τόσα πολλά ευαίσθητα πνεύματα και άπληστους θεούς, ο πρωτόγονος άνθρωπος βρισκόταν αντιμέτωπος με ένα πλήθος θεοτήτων-πιστωτών, ώστε χρειαζόταν όλους τους ιερείς, όλες τις τελετουργίες και όλες τις θυσίες, για όλη του τη ζωή προκειμένου να απαλλαγεί από την πνευματική οφειλή. Το δόγμα του προπατορικού αμαρτήματος, ή της φυλετικής ενοχής, έκανε κάθε άνθρωπο μεγάλο οφειλέτη στις πνευματικές δυνάμεις.
89:4.7 Οι προσφορές και οι δωροδοκίες είναι δεδομένες για τον άνθρωπο, όταν, όμως, προσφέρονται στους θεούς, χαρακτηρίζονται αφιερωμένες, ιερές, ή ονομάζονται θυσίες. Η απάρνηση ήταν η αρνητική μορφή της εξιλέωσης. Η θυσία έγινε η θετική μορφή. Η πράξη της εξιλέωσης περιελάμβανε εγκώμια, εξύμνηση, κολακεία, ακόμη και ψυχαγωγία. Και είναι τα κατάλοιπα αυτών των θετικών πρακτικών της αρχαίας λατρείας της εξιλέωσης που συνιστούν τις σύγχρονες μορφές της θείας λατρείας. Οι σύγχρονες μορφές λατρείας είναι, απλά, η εκτέλεση του τυπικού των αρχαίων αυτών εξιλαστήριων τεχνικών της θετικής εξιλέωσης.
89:4.8 Η θυσία των ζώων σήμαινε πολλά περισσότερα για τον πρωτόγονο άνθρωπο από ότι θα μπορούσε να σημαίνει για τις σύγχρονες φυλές. Οι βάρβαροι αυτοί θεωρούσαν τα ζώα ως πραγματικούς και στενούς συγγενείς τους. Με το πέρασμα του χρόνου, ο άνθρωπος έγινε πιο πρακτικός, όσον αφορά στις θυσίες του, σταματώντας να προσφέρει τα ζώα που του δούλευαν. Αρχικά θυσίαζε το καλύτερο από το κάθε τι, περιλαμβανομένων και των οικόσιτων ζώων[22].
89:4.9 Δεν ήταν απλή καυχησιολογία που έκανε κάποιος Αιγύπτιος κυβερνήτης, όταν δήλωσε ότι είχε θυσιάσει 113,433 σκλάβους, 493,386 βόδια, 88 σκάφη, 2,756 χρυσές εικόνες, 331,702 δοχεία με μέλι και λάδι, 228,380 δοχεία με κρασί, 680,714 χήνες, 6,744,428 καρβέλια ψωμί και 5,740,352 σάκους με νομίσματα. Και για να το κάνει αυτό πρέπει να φορολόγησε σκληρά τους μοχθούντες υποτελείς του.
89:4.10 Η καθαρή ανάγκη έκανε, με τον καιρό, αυτούς τους ημι-άγριους να τρώνε το υλικό μέρος της θυσίας τους, με τους θεούς να έχουν απολαύσει την ψυχή των ζώων που θυσίαζαν[23]. Και το έθιμο αυτό δικαιώθηκε με το πρόσχημα του αρχαίου ιερού γεύματος, μιας θείας μετάληψης, σύμφωνα με τη σύγχρονη πρακτική.
89:5.1 Οι σύγχρονες απόψεις για τον πανάρχαιο κανιβαλισμό είναι εντελώς λανθασμένες. Ο κανιβαλισμός αποτελούσε μέρος των ηθών της πρώιμης κοινωνίας. Ενώ είναι, κατά παράδοση, φρικτός για τον σύγχρονο πολιτισμό, αποτελούσε μέρος της κοινωνικής και θρησκευτικής δομής της πρωτόγονης κοινωνίας. Τα συμφέροντα της φυλής υπαγόρευαν την πρακτική του κανιβαλισμού. Αναπτύχθηκε μέσα από την πίεση της ανάγκης και διατηρήθηκε εξ αιτίας της δουλείας στις προλήψεις και την άγνοια. Ήταν ένα κοινωνικό, οικονομικό, θρησκευτικό και στρατιωτικό έθιμο.
89:5.2 Ο πρώιμος άνθρωπος ήταν κανίβαλος. Απολάμβανε την ανθρώπινη σάρκα και γι’ αυτό την προσέφερε ως τροφή-δώρο στα πνεύματα και τους πρωτόγονους θεούς του. Αφού τα φαντάσματα-πνεύματα ήσαν παραλλαγμένοι άνθρωποι και αφού η τροφή ήταν η σπουδαιότερη ανάγκη του ανθρώπου, τότε η τροφή αυτή πρέπει, να είναι η σπουδαιότερη ανάγκη ενός πνεύματος, επίσης.
89:5.3 Ο κανιβαλισμός ήταν κάποτε σχεδόν παγκόσμιος μεταξύ των εξελισσόμενων φυλών. Οι Σαντζίκ ήσαν όλοι κανίβαλοι, οι Αντονίτες, όμως, αρχικά δεν ήσαν, ούτε οι Νοδίτες και οι Αδαμίτες. Ούτε οι Ανδίτες ήσαν, ει μη μόνο αφού αναμίχθηκαν σε μεγάλο βαθμό με τις εξελικτικές φυλές.
89:5.4 Η προτίμηση για την ανθρώπινη σάρκα μεγαλώνει. Έχοντας ξεκινήσει από την πείνα, τη φιλία, την εκδίκηση, ή το θρησκευτικό τελετουργικό, η βρώση της ανθρώπινης σάρκας εξελίσσεται σε κανονικό κανιβαλισμό. Η βρώση της ανθρώπινης σάρκας άρχισε εξ αιτίας της έλλειψης τροφής, αν και τούτος σπάνια ήταν ο πραγματικός λόγος. Οι Εσκιμώοι και οι πρώιμοι Αντονίτες σπάνια γίνονταν κανίβαλοι, εκτός των περιόδων λιμού. Οι ερυθρόδερμοι, ειδικά στην Κεντρική Αμερική ήσαν κανίβαλοι. Αποτελούσε, κάποτε, γενικευμένη πρακτική για τις πρωτόγονες μητέρες να σκοτώνουν και να τρώνε τα ίδια τους τα παιδιά για να ανακτήσουν τη δύναμη που έχαναν κατά την εγκυμοσύνη, ενώ στο Κουήνσλαντ το πρωτότοκο παιδί ακόμη σκοτώνεται και καταβροχθίζεται με τον τρόπο αυτό. Σε πρόσφατους χρόνους, πολλές Αφρικανικές φυλές καταφεύγουν κυριολεκτικά στον κανιβαλισμό, ως πρακτική σε καιρό πολέμου, ένα είδος εκφοβισμού, για να τρομοκρατούν μ’ αυτό τους γείτονές τους.
89:5.5 Ο κανιβαλισμός υπήρξε, ως ένα σημείο, αποτέλεσμα του εκφυλισμού των, κάποτε, ανώτερων γενών, αλλά επικρατούσε κυρίως μεταξύ των εξελικτικών φυλών. Η βρώση του ανθρώπου άρχισε βαθμηδόν μια εποχή κατά την οποία οι άνθρωποι βίωναν έντονα και άσχημα συναισθήματα έναντι των εχθρών τους. Η βρώση της ανθρώπινης σάρκας έγινε μέρος μιας επίσημης τελετής εκδίκησης. Επιστεύετο ότι το φάντασμα ενός εχθρού μπορούσε, έτσι, να εξοντωθεί, ή να συγχωνευθεί με το φάντασμα εκείνου που έτρωγε τον εχθρό. Αποτελούσε κάποτε ευρέως διαδεδομένη πεποίθηση το ότι οι μάγοι αποκτούσαν τις δυνάμεις τους τρώγοντας ανθρώπινη σάρκα.
89:5.6 Ορισμένες ομάδες κανιβάλων κατανάλωναν μόνο μέλη της φυλής τους, σε μια ψευδο-διασταύρωση, η οποία υποτίθεται ότι εξήρε την αλληλεγγύη της φυλής. Ωστόσο, έτρωγαν και εχθρούς, επίσης, για εκδίκηση έχοντας την άποψη ότι έτσι σφετερίζονταν τη δύναμη τους. Θεωρείτο τιμή για την ψυχή ενός φίλου, ή συντρόφου από τη φυλή το να φαγωθεί το σώμα του, ενώ δεν ήταν παρά τιμωρία για τον εχθρό το να κατασπαραχθεί με τον τρόπο αυτό. Ο πρωτόγονος νους δεν προσποιείτο ότι ήταν συνεπής.
89:5.7 Σε ορισμένες φυλές, οι γέροντες γονείς επιθυμούσαν να φαγωθούν από τα παιδιά τους. Σε άλλες ήταν συνηθισμένο να μην τρώνε στενούς συγγενείς. Τα σώματά τους επωλούντο, ή ανταλλάσσονταν με εκείνα των ξένων. Γινόταν μεγάλο εμπόριο με γυναίκες και παιδιά που τα πάχαιναν για να τα σκοτώσουν. Όταν οι ασθένειες, ή ο πόλεμος δεν κατόρθωναν να ελέγξουν τον πληθυσμό, το περίσσευμα, ανεπίσημα, τρωγόταν.
89:5.8 Ο κανιβαλισμός σταδιακά εξαφανίσθηκε εξ αιτίας των εξής αιτίων:
89:5.9 1. Ορισμένες φορές, γινόταν μια ομαδική τελετή, η ανάληψη συλλογικής ευθύνης για την επιβολή της θανατικής ποινής σ’ ένα μέλος της φυλής. Η ενοχή του αίματος παύει να είναι έγκλημα για την κοινωνία, όταν όλοι είναι συμμέτοχοι σ’ αυτήν. Η τελευταία μορφή κανιβαλισμού στην Ασία ήταν αυτή η βρώση των εγκληματιών που εκτελέσθηκαν.
89:5.10 2. Από νωρίς έγινε θρησκευτική τελετή, αλλά η ανάπτυξη του φόβου προς τα φαντάσματα δεν λειτούργησε πάντα προς την κατεύθυνση της μείωσης της βρώσης της ανθρώπινης σάρκας.
89:5.11 3. Με τον καιρό, ο κανιβαλισμός προόδευσε ως το σημείο όπου ορισμένα, μόνο μέρη, ή όργανα του σώματος τρώγονταν, τα μέρη εκείνα τα οποία υποτίθεται ότι περιείχαν την ψυχή, ή τμήματα του πνεύματος. Η πόση του αίματος διαδόθηκε και ήταν σύνηθες να αναμιγνύουν τα «βρώσιμα» μέρη του σώματος με φάρμακα.
89:5.12 4. Ο κανιβαλισμός περιορίσθηκε στους άνδρες. Στις γυναίκες απαγορεύετο να τρώνε ανθρώπινη σάρκα
89:5.13 5. Στη συνέχεια περιορίσθηκε στους αρχηγούς, τους ιερείς και τους σαμάνους.
89:5.14 6. Αργότερα έγινε ταμπού μεταξύ των ανώτερων φυλών. Το ταμπού για τη βρώση της ανθρώπινης σάρκας πρωτοξεκίνησε στην Νταλαμέιτια και σιγά-σιγά εξαπλώθηκε σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Οι Νοδίτες ενεθάρρυναν την καύση ως μέσο καταπολέμησης του κανιβαλισμού, αφού κάποτε αποτελούσε κοινή πρακτική το να ξεθάβουν τα σώματα και να τα τρώνε.
89:5.15 7. Η ανθρωποθυσία σήμανε το τέλος του κανιβαλισμού. Η ανθρώπινη σάρκα, έχοντας γίνει τροφή των ανώτερων ανθρώπων, των αρχηγών, φυλάχθηκε με τον καιρό για τα ακόμη ανώτερα πνεύματα. Και έτσι, η προσφορά ανθρωποθυσιών έθεσε δραστικά τέλος στον κανιβαλισμό, εκτός των κατώτερων φυλών. Όταν οι ανθρωποθυσίες παγιώθηκαν πλήρως, η βρώση του ανθρώπου έγινε ταμπού. Η ανθρώπινη σάρκα ήταν τροφή μόνο για τους θεούς. Ο άνθρωπος μπορούσε να φάει μόνο ένα μικρό, τελετουργικό κομμάτι, ένα αντίδωρο.
89:5.16 Τελικά τα υποκατάστατα ζώων χρησιμοποιήθηκαν γενικά για εξιλαστήριους σκοπούς, ενώ ακόμη και στις πλέον υποανάπτυκτες φυλές, η βρώση των σκύλων μείωσε σημαντικά τη βρώση των ανθρώπων. Ο σκύλος ήταν το πρώτο ζώο που εξημερώθηκε και εκτιμάτο πάρα πολύ τόσο ως εξημερωμένο ζώο, όσο και ως τροφή.
89:6.1 Η ανθρωποθυσία υπήρξε το έμμεσο αποτέλεσμα του κανιβαλισμού, όπως επίσης και η ίασή του. Η εξασφάλιση συνοδών πνευμάτων στον πνευματικό κόσμο οδήγησε, επίσης, στη μείωση της βρώσης του ανθρώπου, αφού δεν ήταν ποτέ έθιμο το να τρώνε τους νεκρούς αυτούς που θυσίαζαν. Καμία φυλή δεν απηλλάγη, ποτέ, εντελώς από την πρακτική της ανθρωποθυσίας, με κάποια μορφή και σε κάποια εποχή, παρά το ότι οι Αντονίτες, οι Νοδίτες και οι Αδαμίτες ήσαν οι λιγότερο εθισμένοι στον κανιβαλισμό.
89:6.2 Η ανθρωποθυσία υπήρξε κυριολεκτικά παγκόσμια[24]. Διατηρήθηκε στα θρησκευτικά έθιμα των Κινέζων, των Ινδουιστών, των Αιγύπτιων, των Εβραίων, των Μεσοποταμίων, των Ελλήνων, των Ρωμαίων και πολλών άλλων λαών, ακόμη και ως τις πρόσφατες εποχές, μεταξύ των υποανάπτυκτων Αφρικανικών και Αυστραλιανών φυλών. Οι μεταγενέστεροι Ινδιάνοι της Αμερικής είχαν ένα πολιτισμό που αναδύθηκε από τον κανιβαλισμό και ως εκ τούτου επηρεάσθηκαν από τις ανθρωποθυσίες, κυρίως στην Κεντρική και Νότια Αμερική. Οι Χαλδαίοι ήσαν μεταξύ των πρώτων που εγκατέλειψαν τις ανθρωποθυσίες για συνηθισμένες αιτίες, υποκαθιστώντας τες με τις θυσίες ζώων. Δύο, περίπου, χιλιάδες χρόνια πριν ένας καλόκαρδος Γιαπωνέζος αυτοκράτορας εισήγαγε τις πήλινες εικόνες στη θέση των ανθρωποθυσιών, είναι, όμως, λιγότερα από χίλια χρόνια από όταν οι ανθρωποθυσίες αυτές σταμάτησαν στη βόρεια Ευρώπη. Μεταξύ ορισμένων υποανάπτυκτων φυλών, γίνονται ακόμη ανθρωποθυσίες από εθελοντές, ένα είδος θρησκευτικής, ή τελετουργικής αυτοκτονίας. Ένας σαμάνος διέταξε, κάποτε, τη θυσία ενός αξιοσέβαστου γέροντα κάποιας φυλής. Ο λαός επαναστάτησε. Αρνήθηκε να υπακούσει. Κατόπιν αυτού, ο γέροντας έβαλε το γιο του να τον πάει. Οι αρχαίοι πίστευαν, πραγματικά, σ’ αυτό το έθιμο.
89:6.3 Δεν υπάρχει καταγεγραμμένη πιο τραγική και παθητική εμπειρία, που να παρουσιάζει τη θλιβερή διαμάχη μεταξύ των αρχαίων και καθιερωμένων από το χρόνο θρησκευτικών εθίμων και των αντίθετων απαιτήσεων του προοδεύοντος πολιτισμού, από εκείνη της Εβραϊκής ιστορίας του Τζεφθά και της μοναχοκόρης του[25]. Σύμφωνα με το κοινό έθιμο, αυτός ο καλοκάγαθος άνθρωπος έδωσε τον ανόητο όρκο του, παζάρέψε με «το θεό των μαχών», συμφωνώντας να πληρώσει ένα ορισμένο τίμημα για τη νίκη του επί των εχθρών του[26]. Και το τίμημα αυτό ήταν να θυσιάσει το πρώτο άτομο που θα έβγαινε από το σπίτι να τον προϋπαντήσει όταν θα επέστρεφε. Ο Τζεφθά πίστευε ότι κάποιος από τους πιστούς του σκλάβους θα ερχόταν να τον χαιρετήσει, αλλά συνέβη να βγει η θυγατέρα του και μοναδικό του παιδί να τον καλωσορίσει στο σπίτι. Και έτσι, ακόμη και εκείνη την μεταγενέστερη εποχή και σ’ ένα, υποτίθεται, πολιτισμένο λαό, αυτή η όμορφη παρθένα, αφού θρήνησε για δύο μήνες την τύχη της, προσφέρθηκε, ουσιαστικά, ως ανθρώπινη θυσία από τον πατέρα της και με την έγκριση των συντρόφων του από τη φυλή. Και όλα τούτα συνέβησαν όταν ήδη υπήρχαν οι αυστηροί νόμοι του Μωυσή κατά της ανθρωποθυσίας. Οι άνδρες, όμως και οι γυναίκες ήσαν εθισμένοι στο να κάνουν ανόητους και άχρηστους όρκους, ενώ οι άνθρωποι του παλιού καιρού θεωρούσαν τις υποσχέσεις αυτές απαραβίαστες.3
89:6.4 Σε παλιότερους καιρούς, όταν άρχιζε η οικοδόμηση ενός σημαντικού κτιρίου, ήταν έθιμο να σφαγιάζουν έναν άνθρωπο ως «θεμέλια θυσία[27].» Τούτο εξασφάλιζε ένα φάντασμα-πνεύμα για να επιβλέπει και να φροντίζει την οικοδομή. Όταν οι Κινέζοι έλιωναν το μέταλλο για να φτιάξουν μια καμπάνα, το έθιμο επέτασσε τη θυσία μιας, τουλάχιστον, παρθένας με το σκοπό να βελτιωθεί ο ήχος της καμπάνας. Το κορίτσι που είχε επιλεγεί ριχνόταν ζωντανό μέσα στο λιωμένο μέταλλο.
89:6.5 Ήταν για πάρα πολλά χρόνια πρακτική πολλών φυλών να κτίζουν σκλάβους ζωντανούς μέσα σε σημαντικά, γι’ αυτούς τείχη. Σε μεταγενέστερους χρόνους, οι φυλές της βόρειας Ευρώπης υποκατέστησαν το έθιμο αυτό του να θάβουν ζωντανούς ανθρώπους στα τείχη ενός νέου κτιρίου με το να καλύπτουν το τοίχο με τη σκιά κάποιου περαστικού. Οι Κινέζοι έθαβαν μέσα στον τοίχο τους εργάτες εκείνους που πέθαιναν κατά τη διάρκεια της οικοδόμησή του.
89:6.6 Ένας στενόμυαλος βασιλιάς στην Παλαιστίνη όταν έκτιζε τα τείχη της Ιεριχούς, «έθαψε στα θεμέλια τους τον Αμπιράμ, τον πρωτότοκο γιο του και έφτιαξε τις πύλες τους κάτω από τον νεώτερο γιο του, τον Σεγκούμπ[28].» Ακόμη και σ’ αυτή την μεταγενέστερη εποχή, ο πατέρας αυτός όχι μόνον έθαψε δύο από τους γιους του στα θεμέλια των πυλών της πόλης, αλλά η πράξη του καταγράφηκε, επιπλέον, ως «σύμφωνη με το λόγο του Κυρίου[29].» Ο Μωυσής είχε απαγορεύσει αυτές τις θυσίες στα θεμέλια, οι Ισραηλίτες, όμως, ξαναγύρισαν σ’ αυτές αμέσως μετά το θάνατό του. Το τυπικό του εικοστού αιώνα να μπαίνουν μικροπράγματα και ενθύμια στο θεμέλιο λίθο μιας καινούργιας οικοδομής είναι κατάλοιπο των πρωτόγονων θυσιών στα θεμέλια.
89:6.7 Υπήρξε για πολλούς αιώνες έθιμο πολλών λαών το να αφιερώνουν τους πρώτους καρπούς στα πνεύματα. Και οι καθιερωμένες αυτές τελετές, τώρα, πλέον, λίγο-πολύ συμβολικές, είναι κατάλοιπα των αρχικών τελετουργιών, κατά τις οποίες γίνονταν ανθρωποθυσίες. Η ιδέα να προσφέρουν το πρωτότοκο παιδί ως θυσία ήταν ευρέως διαδεδομένη μεταξύ των αρχαίων, ιδιαίτερα μεταξύ των Φοινίκων, οι οποίοι ήσαν οι τελευταίοι που την εγκατέλειψαν. Συνήθιζαν να λένε στον θυσιαζόμενο «ζωή για τη ζωή[30].» Τώρα λέτε, όταν πεθάνει κάποιος, «χους ει, εις χουν απελεύσει[31].»
89:6.8 Το θέαμα του Αβραάμ που υποχρεώθηκε να θυσιάσει το γιο του Ισαάκ, ενώ είναι συγκλονιστικό για την πολιτισμένη ευαισθησία, δεν αποτελούσε καινούργια, ή παράξενη ιδέα για τους ανθρώπους εκείνου του καιρού[32]. Για αιώνες υπήρξε πάγια τακτική των πατέρων, σε περιόδους μεγάλης συναισθηματικής φόρτισης, να θυσιάζουν τους πρωτότοκους γιους τους. Πολλοί λαοί έχουν παράδοση ανάλογη με την ιστορία αυτή, διότι κάποτε υπήρξε μια παγκόσμια και βαθιά πεποίθηση ότι ήταν απαραίτητο να προσφερθεί μια ανθρώπινη θυσία, όταν συνέβαινε κάτι ασυνήθιστο, ή παράξενο.
89:7.1 Ο Μωυσής προσπάθησε να θέσει τέλος στις ανθρωποθυσίες εγκαινιάζοντας τα λύτρα ως υποκατάστατο[33]. Κατάρτισε ένα συστηματικό σχέδιο που έκανε το λαό του ικανό να ξεφύγει από τις χειρότερες επιπτώσεις των βιαστικών και ανόητων όρκων του[34]. Η γη, η περιουσία και τα παιδιά μπορούσαν να εξαργυρωθούν σύμφωνα με καθιερωμένο ποσό, που έπρεπε να πληρωθεί στους ιερείς. Οι φυλές εκείνες που σταμάτησαν να θυσιάζουν τους πρωτότοκους γιους τους είχαν μεγάλα πλεονεκτήματα επί των λιγότερο προοδευτικών γειτόνων τους, που συνέχιζαν αυτές τις ειδεχθείς πράξεις. Πολλές τέτοιες υποανάπτυκτες φυλές όχι μόνον εξασθένησαν σε μεγάλο βαθμό εξ αιτίας της απώλειας των γιων τους, αλλά ακόμη και η ίδια η διαδοχή του αρχηγού συχνά διεκόπτετο[35].
89:7.2 Μια εξέλιξη της παροδικής θυσίας των παιδιών υπήρξε το έθιμο να επαλείφουν με αίμα τις κολώνες της πόρτας ενός σπιτιού για την προστασία του πρωτότοκου[36]. Τούτο συχνά γινόταν σε σχέση με μία από τις ιερές γιορτές του χρόνου και η τελετουργία αυτή είχε κάποτε κατακτήσει το μεγαλύτερο μέρος του κόσμου, από το Μεξικό, ως την Αίγυπτο.
89:7.3 Ακόμη και αφού οι περισσότερες φυλές είχαν σταματήσει τους τελετουργικούς φόνους των παιδιών, ήταν έθιμο να εγκαταλείπουν ένα βρέφος μόνο του, στην ερημιά, ή μέσα σ’ ένα σκάφος, στο νερό. Αν το παιδί επιζούσε, επιστεύετο ότι είχαν μεσολαβήσει οι θεοί για να το γλιτώσουν, όπως συμβαίνει στις παραδόσεις του Σαργκόν,4 του Μωυσή, του Κύρου και του Ρωμύλου[37]. Αργότερα εφαρμόσθηκε η πρακτική να αφιερώνουν τους πρωτότοκους γιους ως ιερούς, ή εξιλαστήριους, αφήνοντάς τους να ζήσουν και κατόπιν εξορίζοντάς τους δίκην θανάτου. Αυτή υπήρξε η απαρχή του εποικισμού. Οι Ρωμαίοι έμειναν πιστοί σ’ αυτό το έθιμο στο δικό τους πλάνο εποικισμού.
89:7.4 Πολλές από τις παράξενες σχέσεις της σεξουαλικής ελευθεριότητας με την πρωτόγονη λατρεία είχαν την απαρχή τους στις ανθρωποθυσίες. Σε παλιότερους χρόνους, αν μια γυναίκα συναντούσε κεφαλοκυνηγούς, εξαγόραζε τη ζωή της παραδιδόμενη σεξουαλικά. Αργότερα, μια παρθένα που ήταν αφιερωμένη στους θεούς ως εξιλαστήρια προσφορά, μπορούσε να επιλέξει να εξαργυρώσει τη ζωή της αφιερώνοντας το σώμα της ισόβια στην ιερή σεξουαλική υπηρεσία του ναού. Με τον τρόπο αυτό μπορούσε να κερδίσει τα χρήματα για την εξαγορά της. Οι αρχαίοι θεωρούσαν ως εξαιρετικά σημαντικό το να κάνουν σεξουαλικές σχέσεις με μία γυναίκα που είχε με τον τρόπο αυτό αναγκασθεί να εξαγοράσει τη ζωή της. Ήταν θρησκευτική τελετουργία το να συνευρεθεί κάποιος με τις ιερές αυτές παρθένες, ενώ επιπλέον, ολόκληρο αυτό το τελετουργικό παρείχε μια αποδεκτή δικαιολογία για συνηθισμένη σεξουαλική ικανοποίηση. Επρόκειτο για ένα ραφιναρισμένο είδος σεξουαλικής απάτης, την οποία τόσο οι παρθένες όσο και εκείνοι που συνευρίσκονταν μαζί τους απολάμβαναν να διαπράττουν. Τα ήθη πάντα παρέσυραν προς την οπισθοδρόμηση την εξελικτική πρόοδο των φυλών, εξασφαλίζοντας, εξ αυτού, την επικύρωση για τις προγενέστερες και περισσότερο βάρβαρες σεξουαλικές πρακτικές των εξελικτικών φυλών.
89:7.5 Η ιερή πορνεία5 διαδόθηκε, τελικά, σ’ ολόκληρη τη νότια Ευρώπη και την Ασία. Τα χρήματα που κέρδιζαν οι ιερές πόρνες θεωρούνταν ιερά απ’ όλους τους λαούς – ένα ανώτερο δώρο να προσφέρουν στους θεούς. Οι ανώτεροι τύποι των γυναικών γέμιζαν τις αγορές του έρωτα των ναών και αφιέρωναν τα κέρδη τους σε κάθε είδους ιερή υπηρεσία και κοινωφελές έργο. Πολλές από τις καλύτερες τάξεις των γυναικών έφτιαχναν την προίκα τους με τις προσωρινές σεξουαλικές τους υπηρεσίες στους ναούς και οι περισσότεροι άνδρες προτιμούσαν αυτές τις γυναίκες για συζύγους.
89:8.1 Η εξιλαστήρια εξαγορά και η ιερή πορνεία ήσαν στην πραγματικότητα παραλλαγές της ανθρώπινης θυσίας. Στη συνέχεια ήλθε η εικονική θυσία των θυγατέρων. Το τελετουργικό αυτό συνίστατο στην αιματοχυσία, δια της οποίας η γυναίκα αφιερώνετο σε ισόβια παρθενία και αποτελούσε ηθική αντίδραση στην προγενέστερη ιερή πορνεία. Σε πιο πρόσφατες εποχές οι παρθένες αφιερώνονταν στην υπηρεσία του να φυλάσσουν τις ιερές πυρές των ναών.
89:8.2 Οι άνθρωποι με τον καιρό συνέλαβαν την ιδέα ότι η προσφορά ενός μέρους του σώματος μπορούσε να πάρει τη θέση της παλαιότερης και πλήρους ανθρωποθυσίας. Ο σωματικός ακρωτηριασμός επίσης θεωρείτο ένα αποδεκτό υποκατάστατο. Θυσιάζονταν μαλλιά, νύχια, αίμα, ακόμη και δάκτυλα χεριών και ποδιών. Το μεταγενέστερο και σχεδόν παγκόσμιο έθιμο της περιτομής, ήταν το αποτέλεσμα της λατρείας της μερικής θυσίας[38]. Ήταν καθαρά εξιλαστήρια τελετή, χωρίς να υπάρχει σ’ αυτό ίχνος φροντίδας για την υγιεινή. Οι άνδρες έκαναν περιτομή. Οι γυναίκες τρυπούσαν τα αυτιά τους.
89:8.3 Αργότερα έγινε έθιμο το να δένουν τα δάκτυλα μαζί, αντί να τα κόβουν. Το ξύρισμα της κεφαλής και το κόψιμο των μαλλιών αποτελούσαν επίσης μορφές θρησκευτικής αφοσίωσης. Ο ευνουχισμός υπήρξε αρχικά παραλλαγή της έννοιας της ανθρωποθυσίας. Το τρύπημα της μύτης και των χειλιών εφαρμόζεται ακόμη στην Αφρική, ενώ το τατουάζ είναι η καλλιτεχνική εξέλιξη της προγενέστερης, σκληρής πρόκλησης ουλών στο σώμα.
89:8.4 Το έθιμο της θυσίας συνδέθηκε, με τον καιρό, ως αποτέλεσμα προοδευτικών διδαχών, με την έννοια του συμβολαίου. Επιτέλους, οι θεοί εθεωρούντο ότι έκαναν πραγματικές συμφωνίες με τους ανθρώπους. Και τούτο υπήρξε ένα σπουδαίο βήμα για τη σταθεροποίηση της θρησκείας[39]. Ο νόμος, ένα συμβόλαιο, παίρνει τη θέση της τύχης, του φόβου και της πρόληψης.
89:8.5 Ο άνθρωπος δεν μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί ότι θα έκανε συμβόλαιο με το Θείο, ως την εποχή που η άποψή του για το Θεό είχε προχωρήσει στο επίπεδο εκείνο, όπου να φαντάζεται τους ελεγκτές του σύμπαντος ως αξιόπιστους. Και η αρχική άποψη του ανθρώπου για το Θεό υπήρξε τόσο ανθρωπομορφική, ώστε ήταν ανίκανος να συλλάβει την ιδέα μιας αξιόπιστης Θεότητας, έως ότου ο ίδιος έγινε, σχετικά, αξιόπιστος, δίκαιος και ηθικός.
89:8.6 Η ιδέα, όμως, του να κάνει κάποιος συμβόλαιο με τους θεούς ήλθε, επιτέλους. Ο εξελικτικός άνθρωπος επέτυχε, τελικά, τόσο μεγάλο ηθικό ανάστημα, ώστε τόλμησε να παζαρέψει με τους θεούς του. Και έτσι, η διαδικασία της προσφοράς θυσίας εξελίχθηκε σταδιακά στο παιγνίδι του φιλοσοφικού παζαρέματος του ανθρώπου με το Θεό. Και όλ’ αυτά αντιπροσωπεύουν ένα καινούργιο τρόπο εξασφάλισης εναντίον της κακοτυχίας, ή, μάλλον, μια βελτιωμένη τεχνική για μια θετικότερη αγορά ευημερίας. Μην βαυκαλίζεσθε με την εσφαλμένη άποψη ότι οι πρώιμες αυτές θυσίες αποτελούσαν εκούσιο δώρο προς τους θεούς, αυθόρμητη προσφορά ευγνωμοσύνης, ή ευχαριστίας. Δεν ήσαν εκφράσεις αληθούς λατρείας.
89:8.7 Οι πρωτόγονες μορφές προσευχής δεν ήσαν τίποτα λιγότερο, ή περισσότερο από παζάρι με τα πνεύματα, από διαφωνία με τους θεούς. Ήταν ένα είδος αγοραπωλησίας, στο οποίο η ικεσία και η πειθώ αντικατέστησαν κάτι περισσότερο απτό και ακριβό. Το αναπτυσσόμενο εμπόριο μεταξύ των φυλών είχε εμφυσήσει το πνεύμα της ανταλλαγής και είχες αναπτύξει την πονηριά του συναλλασσόμενου. Και τώρα, οι ιδιότητες αυτές άρχισαν να παρουσιάζονται στις λατρευτικές μεθόδους των ανθρώπων. Και όπως ορισμένοι άνθρωποι ήσαν καλύτεροι έμποροι από άλλους, έτσι ορισμένοι θεωρούνταν καλύτεροι στις προσευχές από άλλους[40]. Η προσευχή ενός δίκαιου ανθρώπου ετιμάτο πολύ. Ένας δίκαιος άνθρωπος ήταν εκείνος που είχε εξοφλήσει όλους τους λογαριασμούς του με τα πνεύματα, που είχε εκτελέσει στο ακέραιο κάθε τελετουργική υποχρέωση προς τους θεούς.
89:8.8 Η αρχική προσευχή δεν ήταν λατρεία. Ήταν αίτηση συναλλαγής για υγεία, ευημερία και μακροζωία. Και από πολλές απόψεις οι προσευχές δεν έχουν αλλάξει πολύ με το πέρασμα των αιώνων. Διαβάζονται ακόμη μέσα από τα βιβλία, εκφέρονται τυπικά και γράφονται για να τοποθετηθούν σε τροχούς και να κρεμαστούν στα δένδρα, όπου το φύσημα του ανέμου θα απαλλάξει τον άνθρωπο από το μπελά να φυσήξει ο ίδιος.
89:9.1 Η ανθρωποθυσία, σ’ ολόκληρη τη διαδρομή της εξέλιξης των τελετουργικών της Ουράντια, προόδευσε από τις αιματοβαμμένες διαδικασίες της ανθρωποφαγίας σε ανώτερα και περισσότερο συμβολικά επίπεδα. Τα πρώιμα τελετουργικά της θυσίας δημιούργησαν τις μετέπειτα τελετές της θείας μετάληψης. Στους πιο πρόσφατους καιρούς μόνον ο ιερέας μετείχε, με ένα κομματάκι της κανιβαλιστικής θυσίας, ή μια σταγόνα ανθρώπινου αίματος και αργότερα, όλοι μετείχαν στη βρώση του ζώου υποκατάστατου. Αυτές οι πρώιμες απόψεις περί λύτρωσης, εξαγοράς και συμβολαίων εξελίχθηκαν στις μεταγενέστερες λειτουργίες της μετάληψης. Και όλη αυτή η τελετουργική εξέλιξη άσκησε μεγάλη, εξανθρωπιστική επιρροή.
89:9.2 Σε σχέση με τη λατρεία της Μητέρας του Θεού, στο Μεξικό αλλά και αλλού, η μετάληψη με γλυκό και κρασί χρησιμοποιήθηκε, με τον καιρό, στη θέση της σάρκας και του αίματος των παλαιότερων ανθρωποθυσιών. Οι Εβραίοι εφάρμοσαν για αιώνες το τυπικό αυτό, ως μέρος των τελετών τους για το Πάσχα και ήταν από την ιεροπραξία αυτή που δημιουργήθηκε η μετέπειτα Χριστιανική έκδοση της Θείας Μετάληψης.
89:9.3 Οι αρχαίες κοινωνικές αδελφότητες στηρίζονταν στο τελετουργικό της πόσης του αίματος. Οι πρώτες Εβραϊκές αδελφότητες αφορούσαν την εξιλαστήρια αιματοχυσία[41]. Ο Απόστολος Παύλος άρχισε τη δημιουργία μιας νέας Χριστιανικής λατρείας επί «του αίματος του αιώνιου συμβολαίου.» Και ενώ μπορεί να επιβάρυνε, χωρίς λόγο, το Χριστιανισμό με διδασκαλίες πάνω στο αίμα και τη θυσία, έθεσε τέλος μία για πάντα στα δόγματα της λύτρωσης δια των θυσιών ανθρώπων, ή ζώων. Οι θεολογικοί συμβιβασμοί του καταδεικνύουν ότι ακόμη και η αποκάλυψη οφείλει να υποταχθεί στο σταδιακό έλεγχο της εξέλιξης[42]. Σύμφωνα με τον Παύλο, ο Χριστός η τελευταία και υπεραρκετή ανθρωποθυσία. Και ο θείος Κριτής είναι, πλέον, απόλυτα και αιώνια ικανοποιημένος.
89:9.4 Και έτσι, μετά από ατέλειωτους αιώνες, η λατρεία της θυσίας εξελίχθηκε στη λατρεία της Θείας Μετάληψης[43]. Οι ευχαριστίες των σύγχρονων θρησκειών, είναι, λοιπόν, γνήσιοι διάδοχοι των φοβερών εκείνων πρώιμων τελετών της ανθρωποθυσίας και των ακόμη παλαιότερων κανιβαλιστικών τελετουργικών. Πολλοί εξακολουθούσαν να εξαρτώνται από το αίμα για τη σωτηρία τους, αλλά αυτό αργότερα έγινε μεταφορικό, συμβολικό και απόκρυφο.
89:10.1 Ο αρχαίος άνθρωπος επετύγχανε την επίγνωση της χάρης του Θεού μόνο δια της θυσίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος πρέπει να αναπτύξει καινούργιες τεχνικές επίτευξης της αυτεπίγνωσης της σωτηρίας. Η έννοια της αμαρτίας διατηρείται στο θνητό νου, αλλά τα πρότυπα σκέψης πάνω στη σωτηρία έχουν διαρκέσει περισσότερο από όσο χρειάζεται και έχουν απαρχαιωθεί. Η πραγματικότητα των πνευματικών αναγκών παραμένει, αλλά η διανοητική πρόοδος έχει καταστρέψει τους παλιούς τρόπους διασφάλισης της γαλήνης και της παραμυθίας για το νου και την ψυχή.
89:10.2 Η αμαρτία πρέπει να επαναπροσδιορισθεί ως εκούσια απείθεια προς το Θείο. Υπάρχουν βαθμοί απείθειας: Η μερική ευπείθεια που οφείλεται σε δισταγμό. Η διαχωρισμένη ευπείθεια εξ αιτίας διχογνωμίας. Η θνήσκουσα ευπείθεια εξ αιτίας της αδιαφορίας. Και ο θάνατος της ευπείθειας που εμφανίζεται με την πίστη σε ιδανικά μακριά από το Θεό.
89:10.3 Η έννοια, ή το συναίσθημα της ενοχής είναι η επίγνωση της παραβίασης των ηθών. Δεν αποτελεί απαραίτητα αμαρτία. Δεν υφίσταται πραγματική αμαρτία όταν δεν υπάρχει ενσυνείδητη απείθεια προς το Θείο.
89:10.4 Η δυνατότητα αυτή της αναγνώρισης της έννοιας της ενοχής είναι δείγμα υπερβατικής διάκρισης για την ανθρωπότητα. Δεν σημαίνει ότι ο άνθρωπος είναι κακός, αλλά, μάλλον, τον ξεχωρίζει ως πλάσμα δυνητικού μεγαλείου και αιώνια ανελισσόμενης λάμψης. Μια τέτοια αίσθηση ευτέλειας είναι το αρχικό ερέθισμα που οδηγεί γοργά και βέβαια στις κατακτήσεις εκείνες της πίστης, που μεταφέρουν τον θνητό νου στα υπέρτατα επίπεδα της ανθρώπινης ευγένειας, της κοσμικής ενόρασης και της πνευματικής ζωής. Έτσι, κάθε έννοια της ανθρώπινης υπόστασης μεταβάλλεται από το εγκόσμιο στο αιώνιο και όλες οι αξίες εξαίρονται από το ανθρώπινο στο θείο.
89:10.5 Η ομολογία της αμαρτίας αποτελεί θαρραλέα αποκήρυξη της απείθειας, αλλά με κανένα τρόπο δεν μετριάζει τις χωροχρονικές συνέπειες μιας τέτοιας αμαρτίας. Ωστόσο, η ομολογία – ειλικρινής αναγνώριση της φύσης της αμαρτίας - είναι απαραίτητη για τη θρησκευτική ανάπτυξη και την πνευματική πρόοδο.
89:10.6 Η συγχώρηση της αμαρτίας από τη Θεότητα είναι η ανανέωση των σχέσεων ευπείθειας μετά από μία περίοδο επίγνωσης από τον άνθρωπο της έκπτωσης αυτών των σχέσεων, ως συνέπεια ενσυνείδητης εξέγερσης. Η συγχώρηση δεν πρέπει να αναζητάται, μόνο να γίνεται δεκτή ως η επίγνωση της επανεγκαθίδρυσης των σχέσεων ευπείθειας μεταξύ του πλάσματος και του Δημιουργού. Και όλοι οι ευπειθείς υιοί του Θεού είναι ευτυχείς, προσφέρουν με την καρδιά τους και πάντα προχωρούν στην ανέλιξη προς τον Παράδεισο.
89:10.7 [Παρουσιάσθηκε από ένα Λαμπρό Εσπερινό Αστέρα του Νέβαδον.]
Εγγραφο 88. ΦΕΤΙΧ, ΦΙΛΤΡΑ ΚΑΙ ΜΑΓΙΑ1 |
Δείκτης
Πολλαπλή έκδοση |
Εγγραφο 90. ΣΑΜΑΝΙΣΜΟΣ – ΜΑΓΟΙ ΚΑΙ ΙΕΡΕΙΣ |